Μάνα,
Έχει πιάσει ήδη κρύο. Είμαστε μια εβδομάδα, σχεδόν, στο ίδιο μέρος. Ο Λοχαγός λέει ότι δε θα κινηθούμε μέχρι να πάρει το σήμα από την Αθήνα.
Εδώ πρέπει να βραδιάζουμε και να μερώνουμε, και ποιος να του πει και τίποτα;
Ψωμί έχουμε ακόμη, ευτυχώς μπήκανε προχθές δυο άτομα σε ένα χωριό, είχανε πάει για εξόρμηση και ενέδρα.
Δε ξέρω σε ποιο, δε μπόρεσαν να μου πούνε, και τα δυο τα παιδιά είναι από κάτω. Δεν είναι από τα δικά μας τα μέρη.
Ο Λοχαγός είπε ότι όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα τους περάσει στρατοδικείο. Είχανε αποστολή και την παράτησαν.
Όμως τί να κάνουνε κι εκείνοι οι δόλιοι, τους νίκησε η πείνα.
Τώρα, να μου πεις, τί ενέδρα με δυο άτομα; Πιστεύω ότι τους έστειλε κατά ‘κει για να λιγοστεύουν τα στόματα που ταΐζουμε.
~~
Περπάτησαν την πλατεία δειλά – δειλά, με τα μάτια ορθάνοιχτα, μπας και είχε μείνει κανένας από τους άλλους στο χωριό και τους γνωρίσει.
Όμως μπα, μονάχα οι χωριανοί, που τους έβλεπαν μέσα από τα παραθυρόφυλλα, όσα υπήρχανε ακόμη.
Τα περισσότερα τα είχανε πάρει για προσανάμματα. Είχε κατέβει το ασκέρι πιο μπροστά από εμάς, πήρανε τα ζωντανά, όσα δεν ήταν γερασμένα κι ότι άλλο μπορούσαν να κουβαλήσουνε.
Τα μάτια τους, των χωριανών, σαν κάρβουνα λένε ήτανε, μέσα στην ψυχή τους κοιτούσαν. Όσο προχωρούσαν, λένε, τόσο οι λαλιές των ανθρώπων δυναμώνανε.
Έλεγαν φωναχτά ο ένας στον άλλο: στρατιώτες είναι. Η μια στην άλλη, δεν υπήρχανε άντρες στο χωριό. Μόνο γυναίκες και παιδιά.
Πρώτα άνοιξε την πόρτα του ένα σπίτι και μια κυρά βγήκε, τους καλοκοίταξε καθώς προχωρούσε κοντά τους.
Χαμογέλασε, τους έβαλε στα χέρια με το στανιό τέσσερις ντομάτες και δυο φρατζόλες ζυμωτό ψωμί.
Εκείνοι, πεινασμένοι ήταν, έριξαν τα τουφέκια κάτω, όρμησαν στο φαγητό με κλάματα και πολλά “ευχαριστώ” στην κυρά.
Χαμογελώντας, η κυρά έκαμε ένα νόημα στο απέναντι σπίτι.
Αμέσως πρόβαλε άλλη μια γυναίκα που κρατούσε ένα κουβά γάλα φρεσκοαρμεγμένο.
Πήρε ένα τέντζερη και τον γέμισε, τους έδωσε να τον πιούνε.
Δεν ήταν πως δε σκέφτηκαν κι εμάς, αλλά τους νίκησε η πείνα, Μάνα.
Κι εγώ να ήμουνα το ίδιο θα έκαμα.
~~
Τόσος καιρός, τόσοι μείναμε και φαγητό καθόλου, τα ρούχα μας ζέχνουνε, οι αρβύλες τρύπιες.
Εάν με δεις, δε θα με γνωρίσεις. Όλο μου φωνάζει ο λοχαγός να κόψω το μαλλί, έφτασε μέχρι τον ώμο.
Λες και αν κουρευτώ θα αλλάξει κάτι. Μου λέει ότι μοιάζω με τον Σμόλικα, ίδια μαλλιά και γένια, λέει, έχετε.
Και πού να ήξερε, Μάνα, ποιος είναι ο Σμόλικας και ποιος είμαι εγώ. Όμως δε θα το πω, σε κανένα δε θα το πω.
Θα το κουβαλήσω μέχρι τον τάφο, Μάνα.
~~
Γύρισαν τα φαντάρια φορτωμένα με ψωμί, γάλα, φακή, ρεβίθια, κρεμμύδια κι ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Το χωριό λένε τους έδωσε ότι μπορούσε, ότι τους περίσσευε.
Ο Λοχαγός αγριοκοίταζε όλους όσους φωνάζαν. Με το που τους αντικρίσαμε, χαρήκαμε, νομίζαμε ότι σκοτώθηκαν.
Κι όμως, να, κουβαλήσανε πίσω κάτι για να μας χορτάσουν. Μάλλον, για να ξεγελάσουμε την πείνα μας.
Πάνε δυο μέρες τώρα, Μάνα, που τρώμε σαν βασιλιάδες. Όμως θα τελειώσει το φαγητό, θα σωθεί και το γάλα.
Ευτυχώς, το ποτάμι δεν το φαρμάκωσαν και το νερό του πίνεται.
~~
Βραδιάζει για τα καλά τώρα, Μάνα. Με βάλανε να τους φυλάω, είναι η σειρά μου. Όλοι κοιμούνται. Κι εγώ σου γράφω.
Δεν ξέρω αν φτάσει το γράμμα μου. Δεν πιστεύω ότι τα στέλνουν, τα στιβιάζουν και μας λένε ψέματα απλά για να μη μας αποκαρδιώσουν.
Όμως, αν διαβάζεις τις αράδες μου, να ξέρεις Μάνα, ζω.
Μην ανησυχείς, ο γιος σου είναι καλά.
Όπως έλεγες πριν με πάρουν, το μωρό είναι καλά. Σκέφτομαι το χωριό και τον πατέρα, πριν να ξεκινήσει αυτή η καταστροφή. Σκέφτομαι όσα μας έλεγε για τα βουνά και τις κατάρες τους.
“Αυτά τα ρημάδια σκοτώνουν οικογένειες, γεννάνε μίσος. Να προσέχετε ο ένας τον άλλον, εγώ δε θα είμαι εδώ για πάντα.”
Θυμάσαι μάνα τον Κώστα; Τον άκουσε κι άρχισε να κλαίει. Τον αγκάλιασες κι είπες ότι ο πατέρας το έλεγε στ’ αστεία.
Έχω να ακούσω για τον Κώστα πολύ καιρό, όλο πάω να το φέρω στο Λοχαγό με τρόπο, να μη νομίσει ότι είμαι δικός τους.
Πολύ καιρό στο νησί, μάνα. Φοβάμαι για τον Κώστα. Όπως φοβάμαι και για το Νίκο.
~~
Ο Νίκος ζει, να ξέρεις. Είναι απέναντι, ίσως αυτή τη στιγμή σου γράφει κι εκείνος. Αν τον δεις πριν από εμένα, αν τον δεις κι εγώ δε γυρίσω, πες του κάτι: συγγνώμη.
Δεν το διάλεξα εγώ, απλά με πήρανε.
~~
Τελειώνω μάνα, θα σηκωθώ να κάνω καμιά γύρα. Μη νομίσει ο Λοχαγός ότι κοιμάμαι.
Σε σκέφτομαι συνέχεια, προσεύχομαι στο Θεό να σε έχει καλά. Εύχομαι να δεις γρήγορα έναν από τους τρεις μας.
Ας μην είμαι εγώ, ένας από τους άλλους δυο ας είναι. Να μην είσαι μονάχη σου.
Σου στέλνω ένα σταυρό από το μοναστήρι του Αϊ Νικόλα , ίδιος με του πατέρα είναι. Μου τον έδωσε μια καλογραία, όταν είδε τον δικό μου.
Να σε φυλάει Μάνα, μέχρι να έρθει η ώρα που θα τελειώσει αυτό το σιχτίρι.
Την ευχή σου,
Απόστολος
~~

~~
Είχε πάει δύο το χάραμα. Ο παππούς, τότε ήταν δεκαεννιά χρονών. Τέλειωσε το γράμμα και το έβαλε σε έναν καφέ φάκελο. Θα το έδινε στο Λοχαγό το πρωί.
Με προσοχή κι ευλάβεια το έβαλε στην εσωτερική του τσέπη.
Ησυχία, το βουνό σήμερα όλη μέρα ήταν εξαιρετικά ήσυχο. Ούτε μια ριπή δεν ακούστηκε, ίσως οι αντάρτες να είχαν αλλάξει μέρος.
“Μακάρι” σκέφτηκε ο παππούς. Σηκώθηκε, έφτιαξε το πανωφόρι του και τίναξε το χώμα από τα άρβυλα.
Ατένισε για λίγο το απέναντι ύψωμα, όσο μπορούσε να δει, μέσα στο σκοτάδι. Το μόνο φως ερχόταν από το φεγγάρι, τόσες χιλιάδες μίλια μακριά του.
Έψαξε στην πλαϊνή τσέπη του πανωφοριού, έπιασε τη σφαίρα, τη χούφτιασε κι έκλεισε τα μάτια. Ήταν η μόνη συμβουλή που κράτησε από το Λοχαγό.
“Πάντα να έχεις πάνω σου μια σφαίρα. Όχι για τον απέναντι, όχι για κάποιον εχθρό. Μια σφαίρα για εσένα.”
Άφησε τη σφαίρα στη θέση της, έπιασε το τελευταίο άφιλτρο τσιγάρο του. Το έβαλε στα χείλια του, γύρισε την πλάτη στο απέναντι ύψωμα κι έβγαλε τα σπίρτα του.
Η φλόγα του σπίρτου φάνηκε σαν αχτίδα ηλιακή μέσα στο σκοτάδι.
Άναψε το τσιγάρο του, ρούφηξε μια γερή τζούρα, σήκωσε το τουφέκι του κι άρχισε τη βόλτα.
Ξάφνου, ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. Από το απέναντι ύψωμα. Μια φωνή γνώριμη, που ο παππούς είχε να ακούσει καιρό.
“Απόστολε, αν σε πιάσω ζωντανό, θα σε σφάξω σαν τραγί μπάσταρδε.”
Λίγα δεύτερα κράτησε κι όμως, του φάνηκε η στιγμή ατέλειωτη.
Στο τέλος η φωνή σαν να έσπασε, λες και ανέβηκε κάποιος κόμπος στο λαιμό εκείνου που φώναξε.
Ο παππούς σταμάτησε τη βόλτα του και γύρισε στο ύψωμα.
Μέσα στο σκοτάδι και την ησυχία δευτερολέπτων που ακολούθησε, ρούφηξε άλλη μια τζούρα και χαμογέλασε.
“Κι εγώ Νίκο. Κι εγώ” ψιθύρισε. Σφούγγισε τα μάτια του ενώ οι στρατιώτες άρχισαν να ξυπνούν πίσω του.
~~
Το κείμενο είναι επηρεασμένο από κουβέντες του παππού μου, σε συζητήσεις που είχαμε για την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Ο αδερφός του ήταν καπετάνιος στο απέναντι ύψωμα.
Η φράση του Σμόλικα, ειπώθηκε στην πραγματικότητα.
~~
~~
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής