Ξύπνησα μέσα στα λευκά για άλλη μια φορά.

Όχι τα κελιά, τα τοπία τα λευκά. Τα χιονισμένα ρε παιδί μου. Εφέτος μας έχει ευλογήσει ο πανάγαθος, τίγκα στις λευκές μέρες. Και κορόιδευαν οι εγκάθετοι οι κερατάδες, αλλά τους τα βάλαμε τα γυαλιά, αφού πρώτα βάλαμε εμείς τα σκουφιά και τα γάντια.

Τι κωλόκρυο είναι τούτο ρε σύντροφοι;

Και καλά, όταν είσαι παιδί το βλέπεις σε ταινίες, ειδικά στο «Μόνος στο Σπίτι», που παίζει κάθε χρονιά. Το βλέπεις και λες:

«Ναι ρε πούστη, χιόνι, θα το στρώσει, θα παίξω χιονοπόλεμο (ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί), θα γίνω μούσκεμα και θα κρυώσω.

Θα ανεβάσω και κανέναν πυρετό, θα γλιτώσω το σχολείο που έχει ανοίξει επικίνδυνα τα δόντια του και πλησιάζει να με φάει». Μπράβο ρε ντενεκέ ξεγάνωτε, μπράβο.

Όταν όμως μεγαλώνεις λιγουλάκι ρε παιδί μου, αρχίζεις και βλέπεις πως το χιόνι είναι για όσους το σηκώνουν.

Ε, κι εμείς δεν το σηκώνουμε, πώς να το κάνουμε ρε αδερφέ. Ναι, θα το πω (γράψω), είμαστε οι Lannisters της φάσης. Όσο κι αν γουστάρουμε τον Λύκο, δεν το έχουμε για Stark. Είμαστε τα γλυκά παιδιά του Νότου, τα μοσχομαγουλάτα παιδάκια του αιώνιου καλοκαιριού.

Δυο μέρες χιόνι και άλλοι ντύθηκαν με κουβέρτες μεσημεριάτικα, άλλοι έβαλαν αλυσίδες σε έναν πόντο χιόνι, άλλοι προμηθεύτηκαν πετρέλαιο για ένα εξάμηνο παραπάνω.

Αλλά προς Θεού, δεν πανικοβαλλόμαστε σαν λαός ρε παιδί μου, δεν είμαστε πρόβατα άμυαλα σε ένα αχανές λιβάδι που περιμένουμε μια βεργιά του τσοπάνη να σιάξουμε.

Όχι, έχουμε ελεύθερη βούληση, κάνουμε κι εξέγερση άμα λάχει κι όταν κάτσει.

Το κράτος έχει πάει να πάρει τσιγάρα, αλλά από εκείνα τα τσιγάρα που σε έστελνε ο πατέρας σου όταν είχε έρθει επίσκεψη η γιαγιά που δεν πήγαινες μία.

Οπότε άρπαζες την ευκαιρία και καθόσουν στην γύρα για τα τσιγάρα του πατέρα κάνα σαραντάλεπτο, παραμόνευες στην γωνία μέχρι να δεις την γριά να φεύγει από το σπίτι και να λέει στην μάνα σου:

«Κρίμα και ήθελα να του δώσω του παιδιού και το κατιτίς του για το Πάσχατο, αλλά δεν ήρθε» κι εννοείται δεν ψάρωσες ποτέ από την δήλωση της αυτή, ήξερες ότι έλεγε ψέματα.

Περίμενες μέχρι να εξαφανιστεί τελείως, να μην υπάρξει καν η υποψία για επιστροφή της και μετά εμφανιζόσουν σεινάμενος-κουνάμενος με τα τσιγάρα του πατέρα στα χέρια.

Άκουγες τα εξ αμάξης, αλλά είχες γλιτώσει την γριά.

Ε, κάπως έτσι είναι και το κράτος με την παγωνιά.

Παραμονεύει στην γωνία, παριστάνει ότι νοιάζεται αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι γιατί έχει γίνει κάτι το σημαντικότερο από το να φροντίσει για την ασφάλεια των πολιτών του.

Οι οποίοι φτιάχνουν και διαμορφώνουν το ίδιο το κράτος. Τελικά εμείς είμαστε το κράτος; Κι αν είμαστε εμείς το κράτος, γιατί πάμε ίσα για το ανάθεμα;  Μήπως μας αξίζει ότι παθαίνουμε;

Τι λάκκος είναι αυτός που μπήκα και δεν μπορώ να ξεφύγω;

Κι άντε, να πάει από εκεί που ήρθε η κακοκαιρία. Είναι και το μείζον πολιτικό θέμα που μας ταλαιπωρεί τις τελευταίες ώρες. Το διαζύγιο, λέει, των εταίρων.

Λέει, διαζύγιο την παύση συνεργασίας των δυο εντελώς, ΜΑ ΕΝΤΕΛΩΣ (αρχικά), διαφορετικών παρατάξεων.

Μη με σκας. Τα σπάσανε τα παιδιά, δεν το έβλεπα κι εγώ από καιρό να πηγαίνει το τσαρδί.

Έλεγα, ποιος ρε παιδί μου θα το πει; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη να λήξει τούτη την σχέση;

Είναι δύσκολο, όταν ένα ζευγάρι έχει μοιραστεί τόσα και τόσα, να φτάσει σε μια συναινετική διάσπαση. Αλλά επετεύχθη, από όσα γνωρίσουμε μέχρι τώρα. Αύριο παίζει να αλλάξει η απόφαση των νεόνυμφων.

Γιατί εδώ και τέσσερα χρόνια, νεόνυμφοι είναι. Όλο ναζάκια και αγαπούλες, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν. Τώρα τελευταία για κάτι προικιά γκρινιάζανε και κάτι τίτλους και κάτι χωράφια.

Και τα βλέπαμε εμείς από τις οθόνες με το χιόνι έξω να έχει φτάσει γόνατο.

Και να και η θερμοκρασία να πηγαίνει στους μείον βαθμούς. Και να, κάπου κατά τα κέντρα των πόλεων να ανοίγουν με το ζόρι χώροι να φιλοξενήσουν ανθρώπους για να μην πεθάνουν από το κρύο. Και να, σε άλλους χώρους φιλοξενίας, λεγόμενους, να μην βλέπεις άνθρωπο από το χιόνι.

Και να, ένα κράτος μπουρδέλο να ψάχνει να βρει μια αιτία να συνεχίσει να υπάρχει και αύριο.

Αλλά, ναι, ξυπνήσαμε σε μια άσπρη μέρα.

 

Μοιραστείτε το: