“Μια καλή ιστορία έχει πολύ λίγη αλήθεια μέσα της.
Ίσα – ίσα τόση ώστε να γίνει πιστευτή κι ωραία.”
Δηλαδή όσα μου έλεγε ο παππούς τόση ώρα, μπορεί να μην είχαν συμβεί και ποτέ. Μπορεί να μην είχαν υπάρξει. Καθόλου.
Απλά κάποια στόματα τα διέδωσαν και κάποια αυτιά τα άκουσαν.
Όμως, για κάποιο λόγο, η ιστορία του Τζόουνς μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον.
“ Άκου τώρα… “
~~()~~
Στην κεντρική αγορά της περιοχής Μανχάταν, ή τουλάχιστον στην περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Μανχάταν, εκεί τη γνώρισε.
Ο Ντέιβι Τζόουνς περπατούσε ανάμεσα σε Ινδιάνους σκλάβους των αποικιοκρατών, κτηματίες που έψαχναν απεγνωσμένα χέρια απέλπιδων φτωχών ανθρώπων για τις τεράστιες τους φυτείες.
Παιδιά που ζητιάνευαν ένα καρβέλι ψωμί για να βγάλουν την ημέρα.
Ανάμεσα σε γυναίκες λογής – λογής:
πλούσιες βαμμένες ξιπασμένες γεροντοκόρες αποικιοκρατών γονέων κληρονόμες. Ηλιοκαμένες Ιθαγενείς με περήφανο βλέμμα και πλεγμένα μαλλιά.
Μαυριτανές ψηλές και ατάραχες από τα πεινασμένα ανδρικά βλέμματα που έπεφταν πάνω τους κατά κύματα.
~~()~~

~~()~~
Αν και είχε μεσημεριάσει, ο Τζόουνς δεν είχε φάει κάτι. Περίμενε νέα από κάποιο δρομολόγιο, κουτσομπολιά από ένα σημείο για συνάντηση με τους ρουφιάνους του Κράτους του, κρυβόταν για να μη συλληφθεί από τους αστυνόμους της περιοχής… θα σε γελάσω.
Το σίγουρο ήταν ότι περπατούσε νηστικός ανάμεσα από τις γυναίκες που σαν έκθετα έστεκαν στο πεζοδρόμιο, περιμένοντας το σύζυγο τους, το μαστίγιο, το θάνατο τους, την ταπείνωση…
καμιά τους δεν ήξερε τί ακριβώς. Περίμεναν. Απλά περίμεναν.
~~()~~
Ο Ντέιβι Τζόουνς λοιπόν, γύρισε στις Μαυριτανές μηχανικά, για να ταξιδέψει το μάτι του και το μυαλό του σε άγνωστα πελάγη ενώ σκεφτόταν τί να έπαιρνε για φαγητό χουφτώνοντας το γεμάτο του πουγκί.
Και κοκκάλωσε εκεί, στη μέση του δρόμου στο τότε Μανχάταν, το 1600 και κάτι. Εκεί την είδε για πρώτη του φορά. Αυτή που θα ερωτευόταν, τη μία και μοναδική του αγάπη.
~~()~~

~~()~~
Πρώτα είδε τα μάτια της, μαύρα σαν τα κάρβουνα της μεγαλύτερης θράκας που θα μπορούσαν να ζεστάνουν την ψυχή του μέχρι το τέλος της ζήσης.
Μετά κοίταξε το στόμα της, τα σαρκώδη χείλη της που θα μπορούσαν να του μιλούν για ημέρες ολόκληρες ενώ αυτός θα άκουγε μαγεμένος το οτιδήποτε ήθελαν εκείνα να του μεταφέρουν.
Τα μαλλιά της είχαν ένα περίεργο δέσιμο, σαν να ήταν πλεγμένα με κλωστές, σχημάτιζαν κοτσίδες μικρές σε όλο το κεφάλι της κι έφταναν ως τη μέση της.
Το χρώμα της σαν το ηλιοβασίλεμα, σαν το άνοιγμα των ματιών του ουρανού ένα βράδυ με ξαστεριά.
~~()~~
Φορούσε ένα άσπρο κουρελιασμένο φόρεμα, αν ήταν κάποτε φόρεμα κι όχι απλά ένα κομμάτι ύφασμα από εκείνα που δημιουργήθηκαν για τους φυλακισμένους, κι όμως, ακόμη και σε ένα τέτοιο παλιόρουχο η κοπέλα εξέπεμπε μια χάρη την οποία ο Τζόουνς δεν είχε συναντήσει ποτέ σε άλλη γυναίκα.
Κατάλαβε ότι πλησίαζε όλο και πιο κοντά της, στο πεζοδρόμιο όπου βρίσκονταν οι Μαυριτανές κοπέλες, σαν άλλα εμπορεύματα εκείνου του Νέου Κόσμου.
Μέτρησε γύρω στα έξι κορίτσια, όχι πάνω από είκοσι χρονών το καθένα.
Όλα σχεδόν με την ίδια κορμοστασιά και ενδυμασία, όλα με τις ίδιες χάντρες σε χέρια και λαιμό και στα ξυπόλυτα πόδια τους.
Όλα με το ίδιο κομμάτι ύφασμα φορεμένο. Κι όμως, εκείνη που του είχε τραβήξει την προσοχή διέφερε από τις υπόλοιπες σε ένα και μόνο:
στο βλέμμα.
Ποτέ στη σύντομη του ζωή ο καπετάνιος δεν είχε συναντήσει τέτοιο βλέμμα σε άλλον άνθρωπο μέχρι εκείνο το μεσημέρι που κοιτούσε την κοπέλα.
Αυτή πάλι τον κοίταξε καθώς πλησίαζε. Έσφιξε σε γροθιές τα δεμένα της χέρια, δημιουργώντας έναν ανεπαισθητο θόρυβο στα σχοινιά της.
~~()~~

~~()~~
Ο Τζόουνς πλησίασε ακόμη περισσότερο, σταμάτησε μπροστά της. Σχεδόν ένα μέτρο απόσταση ο ένας από την άλλη.
Είχαν το ίδιο ύψος.
Γύρισε στον άνδρα που βρισκόταν καθισμένος σε ένα καφάσι δίπλα από τα κορίτσια με ένα μπουκάλι στο χέρι. Εκείνος πάλι, ζύγιζε καλά τον καπετάνιο, μάλλον σκεπτόμενος τον τρόπο που θα πρέπει να του μιλήσει.
Πρώτος μίλησε ο Τζόουνς:
“Είναι για πούλημα;” ρώτησε τον ήδη μεθυσμένο δουλέμπορο επιτακτικά.
“Όλα είναι για πούλημα καπετάνιε, για μια τιμή κατάλληλη” απάντησε εκείνος, χωρίς να σηκωθεί από το καφάσι του.
Κοίταζε το σπαθί και το ματοκιάλι του Τζόουνς, σαν να προσπαθούσε κάτι να θυμηθεί.
“Είκοσι χρυσά για αυτήν την κοπέλα” είπε ο καπετάνιος, ενώ γύρισε να αντικρίσει τη Μαυριτανή.
“Έχεις όνομα, καταλαβαίνεις τί λέω;” τη ρώτησε με την πιο γλυκιά φωνή που πίστευε ότι είχε.
Η κοπέλα απάντησε μονολεκτικά, με καρφωμένα τα μαύρα της μάτια πάνω του, μέσα στην ψυχή του:
“Καλυψώ.”
~~()~~
Ο παππούς σταμάτησε, η κουνιστή η πολυθρόνα έκατσε για λίγο. Άπλωσε το χέρι του να πάρει ένα ποτήρι νερό από το κομοδίνο.
Ήπιε μερικές γερές γουλιές. Περίμενα.
Περίμενα. Είχε σταματήσει να πίνει.
Στο τέλος τον ρώτησα:
“Δηλαδή απλά την αγόρασε από ένα σκλαβοπάζαρο επειδή του άρεσε… εμφανισιακά; Δεν την αγάπησε πραγματικά, δεν την είδε κάπου για να την ερωτευτεί.
Κι επίσης δεν είπες στην αρχή κάτι και για ένα θησαυρό;”
Ο παππούς χαμογελαστός μου απάντησε:
“Ναι, είπα.”
Η συνέχεια στο Τρίτο Μέρος.
~~()~~
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής