«Ο πόνος φτιάχνει και γαμώ τις μουσικές, να το ξες.»
Ο πόνος φτιάχνει και «γαμώ» το οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεται ένας δημιουργός. Είμαστε και τέτοιοι όταν ξεχνιόμαστε.
Όμως ο πόνος μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα ορμητήριο για το μουσικό, τον ηθοποιό, το συγγραφέα, τον γκραφιτά, τον οποιοδήποτε αφήνει ένα στίγμα κάπου για να υπάρχει και την επόμενη ημέρα.
Ο πόνος είναι ένα μικρό κακομαθημένο αδερφάκι που έχει μαζί του κάποιος από εμάς, συνήθως όλοι μας. Ή ένας μεγάλος αδερφός που έρχεται να μας υποστηρίξει όταν δεν υπάρχει κάποιος άλλος να το κάνει.
Δεν υπάρχει κάποιος άνθρωπος που δεν έχει πονέσει λίγο ή πολύ στη ζωή του. Τουλάχιστον δεν έχω γνωρίσει κάποιον.
Ίσως και να έχω γνωρίσει, όμως έχει κρύψει τόσο καλά τον πόνο μέσα του που δεν μου τον σύστησε και εγώ, άλλος ηλίθιος, δεν τον κατάλαβα.
«Δηλαδή όλοι μας έχουμε τον πόνο για αδερφό; Από πάντα; Από την πρώτη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο, αυτό κάνουμε; Πονάμε;»
Να σου πω, όχι. Οι περισσότεροι άνθρωποι, τουλάχιστον του δυτικού κόσμου, όχι. Για τον πόνο των υπολοίπων δε μπορούμε να εκφέρουμε γνώμη κι άποψη. Δεν δικαιούμαστε κάτι τέτοιο.
«Πότε έρχεται στη ζωή μας ο μεγάλος μας αδερφός λοιπόν;»
Να θυμηθώ τρεις από τις αμέτρητες επισκέψεις του.
~~

~~
Γεννημένος βασιλιάς, μια ζωή μέσα στα λούσα και με ανέσεις που δεν έχει συνηθίσει η πλειοψηφία των συνανθρώπων σου.
Άνεση στα πρώτα χρόνια, σπατάλη στα σημαντικότερα, κατάχρηση στα Τρίτα. Ο Βασιλιάς διατάζει κι οι υπήκοοι του εκτελούν.
Έτσι έμαθε.
Έτσι έμαθες.
Μια ωραία πρωία, ο θρόνος τσακίζεται, πέφτεις και γκρεμίζεσαι, νιώθεις για πρώτη φορά ένας υπήκοος. Και αυτό σε τρομάζει, αυτό σε κάνει να νιώθεις μικρός κι ασήμαντος.
Η κορώνα σου έχει σπάσει σε χίλια δυο κομμάτια. Νιώθεις ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Δεν ξέρεις πού να πας και σε ποιόν να μιλήσεις.
Είσαι μόνος, υπήκοε.
Ούτε σύμβουλοι ένα γύρω, ούτε γλείφτες, ούτε φίλοι, ούτε συγγενείς. Κανένας, εσύ και τα συντρίμμια του θρόνου. Εσύ και η κατεστραμμένη κορώνα στα χέρια σου.
Τότε έρχεται και σου συστήνεται ένας καινούργιος φίλος, ο μόνος από εδώ και πέρα. Ο αδερφός σου.
«Γεια σου, σε νιώθω, όμως δεν υπάρχει κάποια διέξοδος. Έτσι από εδώ και μπρος θα περπατήσεις.
Μόνος σου, αποδιοπομπαίος, ανεπιθύμητος. Κι είχες κάποτε τόσα πολλά, τόσα αχρείαστα και τι κατάφερες;
Τίποτα.
Μαζί μου κατέληξες κι ας με απέφευγες. Ναι, το έκανες χρόνια. Όμως, όπως κανείς άλλος δε γλιτώνει, έτσι κι εσύ δε γλίτωσες.»
Κοιτάς το χέρι που σου προτείνει, αφήνεις τη σπασμένη σου κορώνα και το σφίγγεις.
«Ποιος είσαι εσύ πάλι;» τον ρωτάς με ένα παραξενεμένο βλέμμα, με δακρυσμένα ακόμη μάτια. Χαμογελά με το σαρδόνιο του τρόπο.
«Ξέρεις» απαντά.
~~

~~
Η ζωή σού έκανε ένα τεράστιο δώρο. Τους ανθρώπους. Τους δικούς σου ανθρώπους. Συνέχεια μαζί, σε καλούς και χαλεπούς καιρούς. Πάντα μαζί.
Στα δύσκολα και στα εύκολα. Αν και τα δύσκολα φαίνονται εύκολα με τους ανθρώπους σου δίπλα. Είναι ένα χαρακτηριστικό που πάντα σε μάγευε.
«Ότι και να γίνει, έχεις αυτούς, πάντα θα τους έχεις. Ότι και να γίνει. Ότι και να φέρει αυτό το τρενάκι του τρόμου που ονομάζεται ζωή.» Η φωνή που δε θα ακούσεις ποτέ ξανά σου το έλεγε αυτό.
Τώρα που το τρενάκι έχει μπει σε ένα από τα πρώτα μεγάλα τούνελ, κοιτάζεις το κάθισμα δίπλα σου.
Κανένας.
Τόσοι άνθρωποι υπήρχαν δίπλα σου, όμως τώρα κανένας.
Ίσως κάποιοι να κατέβηκαν σε στάσεις πριν από το τούνελ. Ίσως άλλοι να επέλεξαν διαφορετικό τούνελ από το δικό σου.
Ίσως να ήθελαν περισσότερο φως, περισσότερο χρόνο στον ήλιο, να απολαύσουν το ταξίδι μέχρι να έρθει η ώρα για το τούνελ.
Ίσως πάλι να επέλεξαν και διαφορετικό τρενάκι από το δικό σου.
Μάλλον, για να λέμε και την αλήθεια, αυτό έγινε. Το καταλαβαίνεις, τώρα που το τούνελ ξεκινά να καλύπτει το φως. Κοιτάζεις πίσω και δεν υπάρχει κάποιος, κάτι.
«Ήξερες ότι θα γινόταν όταν έκοβες το εισιτήριο» ακούγεται μια αμυδρά γνωστή φωνή. Το κάθισμα δίπλα σου δεν είναι άδειο. Κάθεται ένας τύπος με ένα επικίνδυνα σαρδόνιο χαμόγελο. Φαίνεται, παρά το σκοτάδι που σε έχει καλύψει.
Σου προτείνει το χέρι του.
Φοβισμένος το αρπάζεις σαν τη μόνη επιλογή. Είναι η μόνη επιλογή;
«Ποιος είσαι;» ρωτάς φοβισμένος μέσα στο σκοτάδι.
«Ξέρεις» απαντά εκείνος.
~~

~~
«Όλα στη ζωή έχουν ένα τέλος. Όλοι κάποτε θα γίνουμε στάχτη και σκόνη, θα ταξιδέψουμε στο άπειρο. Θα γίνουμε ύλη και θα πάμε στον επόμενο σταθμό.»
Λόγια που δεν έχουν καμία απολύτως σημασία. Λόγια από ανθρώπους οι οποίοι δε σημαίνουν τίποτα για εσένα.
Κι όμως, τώρα, μια στιγμή απέραντης θλίψης και απόγνωσης, έρχονται και μιλούν.
Σε εσένα. Για κάτι το οποίο δεν έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα να έχουν γνώμη.
«Φύγετε, αφήστε με μόνο μου, σας παρακαλώ.» Μουρμουρίζεις ακατάληπτα, δεν απευθύνεσαι κάπου συγκεκριμένα. Στο πουθενά, ταυτόχρονα όμως και στο παντού.
Σε ακούνε όλoι, κάνουν ότι σιχαίνεσαι περισσότερο.
Παριστάνουν ότι νοιάζονται. Τα ψεύτικα χαμόγελα τους, τα λόγια παρηγοριάς που δε βγαίνουν από την καρδιά τους, οι χάρτινες χειρονομίες τους.
Σιχαίνεσαι το καθετί που σου προσφέρουν αυτή τη στιγμή. Τα πάντα.
Στη γωνία πιάνει το μάτι σου μια γνωστή από κάπου φυσιογνωμία. Δεν έχει συγκεκριμένη δομή. Δεν έχει συγκεκριμένο σώμα, δεν έχει συγκεκριμένη φωνή.
Έχει όμως ένα πολύ συγκεκριμένο χαμόγελο.
Γνωστό χαμόγελο.
«Ξέρεις, εδώ νιώθω ακόμη κι εγώ περίεργα. Όχι, μην παρεξηγηθώ, δε νιώθω τύψεις ή κάτι τέτοιο.
Απλά ξέρω ότι μαζί σου θα είμαι μέχρι να Φύγεις. Δε θα σε ξεφορτωθώ εσένα τόσο εύκολα.
Ας μη κοροϊδευόμαστε, δε σε έχω ανάγκη εγώ, εσύ με έχεις. Οπότε…» και σου προτείνει το χέρι του.
Τρέμοντας, το πιάνεις. Βρίσκεις την ανάσα σου μέσα από τα αναφιλητά. Δε χρειάζεται να κοιτάξεις γύρω σου. Υπάρχει κόσμος, όμως τα μάτια σου κοιτάζουν μόνο αυτόν.
Στον αδερφό που έψαχνες.
Τον ρωτάς:
«Ποιος είσαι;»
Εκείνος, χαμογελά σαρδόνια, για ακόμη μια φορά.
«Ξέρεις» απαντά και σε αγκαλιάζει.
~~
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής