Πόσο καιρό έχει που είμαι μέσα; Να σου πω. Μάλλον, θα σου πω το πώς ακριβώς ξεκίνησε η διαδικασία που με οδήγησε εδώ μέσα.
Ξεκίνησε από ένα δελτίο ειδήσεων, ήταν νομίζω μεσημέρι, μήνας Φλεβάρης. Η παρουσιάστρια έλεγε κάτι για μια επιδημία γρίπης η οποία είχε έναν λίγο πιο επιθετικό χαρακτήρα.
Αν και είχε ήδη εμφανιστεί από το Δεκέμβρη, εμείς οι δυτικοί της δώσαμε σημασία δύο μήνες αργότερα. Πολλά τα κρούσματα στην Ανατολή, οι θάνατοι αυξάνονταν μέρα με τη μέρα.
Έτσι κάπως θυμάμαι ότι ξεκίνησε.
~~~~
Έπειτα, ήρθε και η δικιά μας η σειρά. Κάτι γειτόνοι λέει, δεν πήραν τα μέτρα που τους έπρεπε και άρχισαν να νοσούν.
Ένας – ένας, έπεφταν στα κρεβάτια των νοσοκομείων. Θυμάμαι τις εικόνες που μας δείχνανε από την τηλεόραση.
Να έβλεπες, δε σου λέω τίποτα, γριές και γέροι στα κρεβάτια, με αναπνευστήρες.
Να πασχίζουν για μια γουλιά οξυγόνο, όχι, δε μας έδειχναν κάτι τέτοιο, στην αρχή τουλάχιστον. Μας το περιέγραφαν.
Έλεγαν:
“Όλοι όσοι πήραν αψήφιστα τις εικόνες αυτές, να ετοιμάζονται να ζήσουν τις στιγμές που μεταδίδουν.
Αυτό θα αποφευχθεί αν πάρουμε μέτρα. Ναι, μερικά θα είναι σκληρά μέτρα, όμως πρέπει να ληφθούν.
Για το Γενικότερο Καλό.”
~~~~

~~~~
Κάτι μου θύμιζε που λες αυτή η φράση, όμως όταν είσαι νέος δε λογαριάζεις και πολύ τις πληροφορίες που φιλτράρει το μυαλό σου.
Απλά τις περνάς στο υποσυνείδητο. Να υπάρχουν, κι αν είσαι και τυχερός, να σου χρησιμεύσουν και κάπου.
Λίγο αργότερα, ένα απόγευμα Κυριακής, διακόπηκε η ροή στην τηλεόραση. Ο Ανώτατος Άρχοντας εμφανίστηκε στην οθόνη και μας μήνυσε το εξής:
“Απαγορεύεται η κυκλοφορία, για την ασφάλεια όλων μας. Για το Γενικότερο Καλό.”
Έλεγαν όλοι στην αρχή ότι θα μπορούμε να κυκλοφορούμε για τις βασικές μας ανάγκες.
Φαρμακείο και νοσοκομείο, τρόφιμα, ατομική άθληση. Το μόνο που έπρεπε να έχουμε και είχαμε μαζί μας, ήταν ένα χαρτί με τον τόπο προορισμού και μια ταυτότητα.
Ναι, έτσι ήταν.
Και το συνηθίσαμε, όσο κι αν πολλοί διαμαρτύρονταν. Ή νόμιζαν ότι διαμαρτύρονταν.
Πέρασε έτσι ο πρώτος χρόνος.
~~~~

~~~~
Κανένας Μεσσίας δεν κυκλοφόρησε το αντίδοτο του Ιού. Και οι νεκροί μας έλεγαν από την οθόνη ότι αυξάνονταν, μήνα με το μήνα.
Εμείς εκεί, χαρτί και κυκλοφορία ανά ένας.
Και αυστηρά, μία ώρα έξω από το σπίτι. Μόνο.
Όσοι είχαν ακόμη δουλειά, από τις επτά το πρωί μέχρι και τις δέκα το βράδυ.
Ανά βάρδιες, μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, με το απαραίτητο χαρτί του εργοδότη.
Τώρα θα με ρωτήσεις, ποιοι δούλευαν με βάρδιες; Μα όλες οι παραγωγικές μονάδες συνέχιζαν να λειτουργούν και να βγάζουν προϊόντα.
Καμία τους δεν έκλεισε.
Όσο για τον κόσμο που εργαζόταν σε αυτές, τί να σου πω; Ήξερα έναν ή δύο, κανένας δε νόσησε.
Νόσησε μόνο στην τσέπη του. Το μηνιάτικο του κόπηκε στο μισό, ενώ οι ώρες βάρδιας αυξήθηκαν.
Έλεγαν στην οθόνη όταν ανήγγειλαν αυτό το μέτρο:
“Μα δεν είναι καλύτερα περισσότερες ώρες δουλειάς σε ένα ασφαλές περιβάλλον παρά στο οποιοδήποτε επικίνδυνο;
Ακόμη και στο σπίτι μας το ίδιο, ποιος θα πάρει καλύτερες προφυλάξεις από τις επιχειρήσεις οι οποίες φροντίζουν για την υγεία των εργατών τους;
Όχι, όσοι διαμαρτύρεστε, δε θα έπρεπε. Κακώς το πράττετε, είστε αδικαιολόγητοι. Και υπερβολικοί.
Ότι κάνουμε, το κάνουμε για το Γενικότερο Καλό.”
~~~~
Δε θυμάμαι πότε ακριβώς ξεχάσαμε τον επικίνδυνο Ιό που μας απείλησε.
Νομίζω πάνω στα δύο χρόνια, όταν γιορτάσαμε για πρώτη φορά τον Εγκλεισμό. Ναι, ήμουν εκεί, φαίνεται ότι έχω φάει τα ψωμιά μου, σωστά;
Δεν το είχαν προγραμματίσει οι Μεγάλοι. Όλους μας έπιασε κάπως, έως και πολύ απροετοίμαστους.
~~~~

~~~~
Άλλον τον πέτυχε η σειρήνα στο μπάνιο, άλλον στην κουζίνα, άλλον στο πάρκο με ένα σκυλί για παρέα.
Μέσα στη σιγή, αφού κανείς δεν κυκλοφορούσε έξω, εννιά παρά το βράδυ και έμοιαζε μεσάνυχτα ήδη. Ακούστηκε ο ήχος που σιχάθηκα τόσο πολύ, ο ήχος ο οποίος ακόμη και σήμερα με στοιχειώνει.
Μια σειρήνα, όχι σήμα πολέμου, με πιο φρικιαστικό ήχο.
Τον γνωρίζεις τον ήχο της, με αυτόν έχεις μεγαλώσει.
Το Δίκτυο είχε μπει από τον πρώτο χρόνο σε όλα τα σπίτια, με τις υπογραφές μας. Πιστέψαμε κι εμείς ότι θα μας ειδοποιήσει εάν κάποιος από τους δικούς μας στα νοσοκομείο ανοίξει τα μάτια του ή τα κλείσει για πάντα.
Ναι, είχε φτάσει η στιγμή που όλοι μας είχαμε κι ένα κρεβάτι με δικό μας άνθρωπο σε κάποιο Ίδρυμα. Τότε τα ιδρύματα τα λέγαμε νοσοκομεία, ξέρεις.
Για τον ίδιο λόγο έλεγαν ότι είχαν τοποθετήσει και τα μεγάφωνα. Σε πλατείες και πάρκα. Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε γειτονιά της κάθε πόλης.
Μεγάφωνα, συνδεδεμένα με το οτιδήποτε σημαντικό έκριναν οι Μεγάλοι ότι πρέπει να ανακοινωθεί από την οθόνη.
Είναι πιο φρικιαστικός ένας ήχος περιγραφής καταστροφής, παρά η θέαση της, πολλές φορές. Αυτό βιώνουμε εδώ και χρόνια.
~~~~
Η Οθόνη φωτίστηκε ο Άρχοντας εμφανίστηκε και ανακοίνωσε πως κλείσαμε ένα χρόνο από τη στιγμή που ο Ιός μας επιτέθηκε.
Είπε, χάσαμε πολλούς συνανθρώπους μας, όμως εμείς είμαστε ακόμη εδώ.
Και για να είμαστε και του χρόνου εδώ, η Καραντίνα επεκτείνεται επ’ αόριστον.
Έτσι και συνεχίστηκε.
~~~~
Πάνε τώρα, πόσα, είκοσι χρόνια; Δε θυμάμαι. Τριάντα; Εδώ μέσα ο χρόνος κυλάει λίγο μυστήρια.
Κάθε χρόνο, ο Άρχοντας εμφανίζεται στην οθόνη.
Μας θυμίζει τους συνανθρώπους μας που χάθηκαν. Μας θυμίζει τις προφυλάξεις που θα πρέπει να παίρνουμε όλοι μας.
~~~~

~~~~
Να μην έχουμε πολλές επαφές ο ένας με τον άλλον. Να μην ακουμπάμε, να μην αγγιζόμαστε μεταξύ μας. Η σωματική επαφή απαγορεύτηκε, εμμέσως.
Στο χώρο εργασίας μας να μην κατεβάζουμε τη μάσκα Δουλειάς για κανένα λόγο. Απλά να την αντικαθιστούμε την ώρα που σχολάμε με τη μάσκα Ανάσας και να πηγαίνουμε στο σπίτι μας.
Οι επικοινωνίες, όταν θα είναι το μέλλον πιο ασφαλές, θα αποκατασταθούν, έτσι λένε.
Θα μπορούμε να μιλάμε και πάλι ο ένας με τον άλλον χωρίς να χρειάζεται να πηγαίνουμε στο Δημαρχείο. Κάποτε αυτό μου φαινόταν απίθανο να συμβεί. Όταν ξεκίνησε να συμβαίνει, μου φαινόταν απίθανο να εφαρμοστεί.
Κι όμως, να που τώρα, τριάντα χρόνια μετά, δεν άλλαξε τίποτα.
~~~~
Ακόμη σε καραντίνα, ακόμη ο καθένας μένει μόνος του, σε δωμάτια κλουβιά. Ακόμη δεκατέσσερις ώρες τη μέρα δουλεύουνε για το Κράτος.
Όσο για το χρήμα, ήμουν από τους πρώτους που χρησιμοποιούσε κάρτες ανάληψης και κατάθεσης.
Όμως εκείνες ήταν διαφορετικές, τις είχαμε πάντα μαζί μας.
Τώρα, οι σημερινές που σας τις δίνουν κάθε εβδομάδα για να αγοράσετε τα απαραίτητα κι έπειτα τις επιστρέφετε, δεν ξέρω σε τί εξυπηρετούν.
Πολλά δεν καταλαβαίνω, όμως δεν έχει καμία σημασία. Η ημερομηνία μου έληξε, έτσι γράφει η κάρτα μου. Σήμερα.
Και είναι λογικό. Τα χέρια μου δε μπορούν να κουβαλήσουν άλλο, δε μπορούν να συναρμολογήσουν. Τα μάτια μου με δυσκολία σε βλέπουν, έχουν κουραστεί.
Οπότε ναι, είμαι έτοιμος. Έτοιμος για τη λήξη μου. Ακόμη δεν κατάλαβα τους λόγους που φτάσαμε εδώ, όμως τώρα, λίγο πριν τη λήξη, αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί εγώ μένω μέσα τριάντα χρόνια.
Τελείωσε το. Για το Γενικότερο Καλό.
~~~~

~~~~
Τα τελευταία λόγια όσων λήγουν, διαφέρουν. Αυτός ο Γέρος διέφερε κάπως από τους υπόλοιπους.
Ο Λοχαγός έβαλε το περίστροφο στην τσέπη του. Ο Γέρος δεν είχε βάλει γλώσσα μέσα για σχεδόν μία ώρα. Ήταν ήδη δώδεκα παρά, η μετάδοση της επετείου θα αναμεταδιδόταν σε ένα τέταρτο.
Έριξε ένα βλέμμα στο πτώμα του Γέρου, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στο μικρό, άδειο δωμάτιο.
Ευχαριστημένος, είδε το πορτραίτο του Ματιού, κόκκινο και μαύρο, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι του μακαρίτη του Γέρου.
Ήταν κρεμασμένο στραβά. Ο Λοχαγός, βάδισε προς τον τοίχο, με μηχανικές κινήσεις σήκωσε τα γαντοφορεμένα χέρια του και ίσιωσε το κάδρο.
Το Μάτι τον κοιτούσε στα ίσια.
Όχι μόνο το Λοχαγό αλλά και τον άψυχο Γέρο, το φτωχικό του δωμάτιο, το παμπάλαιο κρεβάτι, την εφημερίδα της Κυβέρνησης επάνω στο τραπέζι.
“Για το Γενικότερο Καλό” ψιθύρισε ο Λοχαγός.
~~~~
~~~~
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής