Το δωμάτιο σου είναι γεμάτο, παρότι δεν υπάρχει μέσα του τίποτα πια. Μόνο οι τοίχοι, τα γαμημένα τα τέσσερα τα ντουβάρια που κλεινόσουν τον τελευταίο καιρό.

Συνέχεια έλεγες ότι θέλεις να μείνεις για λίγο μόνη σου, να ηρεμήσεις, να «βάλεις τα πράγματα σε μια σειρά»  με κλειστά τα μάτια σου. Κι έπειτα βούλιαζες μέσα σε μια άβυσσο, ξάπλωνες στον άβολο καναπέ σου και περίμενες να φύγω.

Κι έφευγα, ειδικά τις τελευταίες μέρες δεν επέμενα καν.

Απλά έφευγα.

Έκλεινα την πόρτα με δύναμη, να ακουστεί ότι φεύγω και σε απαλλάσσω από την ενοχλητική μου παρουσία. Το είχα στο μυαλό μου πως σε τιμωρούσα, ότι σε έκανα να καταλάβεις πως με το που φύγω θα καταστραφεί η ζωή σου.

Ήθελα να σε κάνω να βγεις από την άβυσσο σου, να σηκωθείς από τον καναπέ και τρέχοντας να ανοίξεις την πόρτα σου. Να με προλάβεις και να με αγκαλιάσεις κτητικά, όπως σε αγκάλιαζα κι εγώ.

Κτητικά.

Να ανακουφιστώ ότι δεν έκανα κάτι λάθος, ότι όλα είναι και πάλι καλά. Τώρα που άνοιξα με τα δεύτερα κλειδιά την πόρτα σου, τώρα που βλέπω άδειο το δωμάτιο, δεν μπορώ να περάσω το κατώφλι του.

~~

Δεν μπορώ να προχωρήσω. Γιατί;

Επειδή δεν είσαι εδώ. Κι έλεγες ότι δε θα με νοιάξει όταν θα φύγεις. Κι έλεγα κι εγώ, ναι, δεκάρα δε δίνω. Να σηκωθείς και να φύγεις, να μη σε ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Ότι ζήσαμε κι ότι κάναμε μαζί, ήταν το μεγαλύτερο μου λάθος.

Ο μαλάκας.

Κι όμως το δωμάτιο σου είναι γεμάτο. Γεμάτο με την παρουσία σου κι ας μην είσαι εδώ. Κι εγώ στέκομαι κοιτάζοντας την άδεια θέση του καναπέ σου. Περνάω το βλέμμα μου στους τοίχους σου, θυμάμαι ότι είχαμε σκοτωθεί για το χρώμα τους.

Άσπρο εσύ, μαύρο εγώ. Καταλήξαμε στο γκρι, το χρώμα το γκρι.

Το πιο αληθινό χρώμα, ένα χρώμα που στην ουσία δεν έχει χρώμα.

Σαν τη σχέση μας τον τελευταίο καιρό. Χωρίς χρώμα.

~~

Δεν τολμάω να περάσω  μέσα, φοβάμαι ότι θα χαλάσω την ανάμνηση σου. Αυτό και μόνο αυτό έμεινε από τη ζωή μας. Η ανάμνηση, η μνήμη και το δάκρυ. Το δικό μου τώρα πια μόνο, το δικό σου έχει από καιρό σταματήσει.

Το έβλεπα και δεν έδινα σημασία. Δε με ένοιαζε το δάκρυ σου, έλεγα και σκεφτόμουν ότι δεν ευθυνόμουν εγώ γι αυτό.

Δεν ήταν έτσι, σωστά; Δεν είναι έτσι, σωστά;

Βλέπω το φως να μπαίνει από το παράθυρο και να χτυπά στο σημείο που έβαζες το κεφάλι σου όταν κοιμόσουν. Σαν να σε βλέπω και τώρα, μια ομορφιά που πλέον δεν υπάρχει να μου θυμίζει τον καλύτερο εαυτό μου.

Επειδή, θα στο γράψω τώρα, αυτό μου ξύπνησες. Κι ας μη το παραδέχτηκα ποτέ σε εσένα.

Όσο σκέφτομαι όλο τον καιρό μας, όλο το χρόνο μας, όλα όσα είδαμε μέσα από το ίδιο ζευγάρι μάτια, τόσο θέλω να φύγω τρέχοντας από το δωμάτιο σου. Θέλω να σε ψάξω, να σε βρω και να σου πω όσα ακριβώς αισθάνομαι.

Όμως, όχι, δε θα το κάνω.

~~

Δε θα σου παραδεχτώ ποτέ ότι είχες δίκιο σε όσα μου είπες εκείνο το βράδυ ενώ εγώ φώναζα για να πείσω τον εαυτό πως το δίκιο είναι δικό μου.

Δε θα σου πω ότι η ψυχή μου πιάστηκε σε μέγκενη όταν με κόκκινα μάτια έπεσες στον καναπέ και μου είπες απλά να φύγω.

Αλλά περισσότερο σπάραξε η καρδιά μου. Και αυτό δε θα σου το πω.

Ποτέ.

Να ξέρεις, το δωμάτιο σου θα είναι για πάντα εδώ και θα σε περιμένει. Όποτε θελήσεις, μάλλον καλύτερα, εάν ποτέ θελήσεις να επιστρέψεις.

Και να με ακούσεις για μια τελευταία φορά.

Εγώ θα βρίσκομαι εδώ, στο κατώφλι του, όπως τώρα καλή ώρα. Θα περιμένω να μου πεις:

«Πέρασε μέσα να μιλήσουμε» όπως μου είχες πει κάποτε κι από εκείνη τη στιγμή άλλαξε η ζωή μου.

Για μια ακόμη αλλαγή προσεύχομαι. Αρκετό καιρό τώρα.

Από εδώ, από το κατώφλι σου.

~~

Από τη συλλογή: Γράμματα που δεν ανοίχτηκαν Ποτέ

Μοιραστείτε το: