Το νου σου στη Χελώνα
~~
“Την πελώρια Χελώνα κοιτάξτε παιδιά, στο καβούκι της πάνω τον κόσμο κρατά”, για το Μάτουριν.
Η γιγάντια Χελώνα που κρατά και κουβαλά τον κόσμο στο καβούκι της και περπατά στο άπειρο του σύμπαντος. Ο Μάτουριν, από τις περιγραφές του Στίβεν Κινγκ.
Τον είχα συμπαθήσει. Είχα λυπηθεί όταν η Αράχνη τον σκότωσε. Ένας Φύλακας πέθανε και η ισορροπία διαταράχθηκε.
Τον είχα συμπαθήσει το Μάτουριν.
Αυτό βέβαια πριν τον συναντήσω.
Γαμημένη Χελώνα.
~~

~~
Βαθύ μπλε.
Ήταν το χρώμα που είδα όταν άνοιξα τα μάτια μου. Όμως κάτι δε μου πήγαινε καλά, ήταν το μπλε μου τρεμάμενο κι εγώ βρισκόμουν κάπου αρκετά χαμηλά.
Οι κινήσεις μου ήταν αργές, πολύ αργές και σαν κάτι να με εμπόδιζε να τις κάνω γρηγορότερες.
Στο βάθος έβλεπα φως. Προς τα επάνω έβλεπα το φως, μάλλον. Κατάλαβα ότι βρισκόμουν μέσα σε νερό.
Τότε ξεκίνησε να με πιάνει η ασφυξία. Τρομοκρατημένος, κίνησα γρήγορα προς το φως, προς το μπλε το τρεμάμενο.
Έβγαλα το κεφάλι μου στην επιφάνεια με μια δυνατή κραυγή.
~~
Η πρώτη ανάσα ήταν βάλσαμο.
Ρούφηξα μανιασμένα τον αέρα, ενώ κοιτούσα τον ήλιο ο οποίος μετά βίας ερχόταν από τον ουρανό. Του έφραζαν το δρόμο τα δέντρα και η πυκνή βλάστηση που υπήρχε τριγύρω.
Με έναν τρόπο, από το άνετο σαλόνι μου στην Πρωτεύουσα, βρέθηκα σε μια ζούγκλα.
Προχώρησα προς την όχθη της λίμνης που είχα βρεθεί, δεν ξέρω κι εγώ πώς ακριβώς. Σκαρφάλωσα, ανέβηκα και έσφιξα στις χούφτες μου το χώμα.
“Γη” ψιθύρισα και πατώντας στα πόδια μου, σηκώθηκα και κοίταξα για πρώτη φορά το δάσος.
~~

~~
Τεράστια δέντρα, τα οποία έφταναν μέχρι τον ουρανό θαρρείς, παντού τριγύρω.
Ο ήλιος έφτανε από το άνοιγμα. Τέτοια εικόνα είχα συναντήσει μόνο στα επικά ταξίδια του Φρόντο Μπάγκινς.
Ξεκίνησα να περπατάω, ατενίζοντας και αναμένοντας το άγνωστο.
Η ησυχία ήταν εκνευριστική, ούτε πουλιά, ούτε ο ήχος του νερού, ούτε τίποτα.
Η εικόνα μου δεν άλλαξε καθόλου, όσο συνέχιζα το βάδισμα έβλεπα μόνο δέντρα και ένα μονοπάτι που ακολουθούσα, το οποίο θαρρείς και υπήρχε μπροστά μου από τη στιγμή που βγήκα από τη λίμνη.
Σε λίγα δευτερόλεπτα, στα οποία είχαν περάσει ώρες, μπροστά μου εμφανίστηκε μια πόρτα.
~~
Μια παλιά, καφέ, ξύλινη πόρτα με χερούλι. Κάποτε είχα ανοίξει μια ανάλογη πόρτα για να στιγματίσω μια για πάντα τον αδερφό και τη νονά του στο κεφάλι μου.
Έτεινα το χέρι μου και γύρισα το πόμολο.
~~

~~
Βρέθηκα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου.
Ακατάστατο, φαινόταν ότι κάποιος είχε διαρρήξει το δωμάτιο εκείνο, τα πάντα μέσα ήταν αναποδογυρισμένα.
Κάτι έψαχνε, μάλλον δεν το βρήκε, πολλά αντικείμενα, γυάλινα, ήταν κομματιασμένα στο δάπεδο.
Ο φωτισμός ήταν εκείνος του χειρουργείου, ο μπλε βαθύς καθησυχαστικός και συνάμα αγχωτικός.
“Κάτι σαν τον ουρανό” σκέφτηκα και προχώρησα στο δωμάτιο. Ο ουρανός και η λίμνη, μπλε και τα δύο.
Ο Ουρανός και η Γαία, είχα διαβάσει κάποτε ότι αυτοί οι δύο ευθύνονταν για τη δημιουργία του κόσμου και του σύμπαντος.
“Και η Χελώνα;” άκουσα μια ερώτηση να έρχεται από μια γωνιά του δωματίου – ιατρείου.
Σταμάτησα.
~~
Από τη γωνιά του, βγήκε στο μπλε φως ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, φορώντας μια γαλάζια στολή.
Τα άσπρα του γένια μαρτυρούσαν ότι κρυβόταν στο δωμάτιο για κάποιες μέρες, τα ρούχα του φανέρωναν ότι είχε να κάνει μπάνιο άλλες τόσες.
Τον κοίταξα με μια περιφρόνηση. Μου θύμιζε τον Καθηγητή από τον Τεν Τεν.
Τον σιχαινόμουν εκείνον το χαρακτήρα.
“Τί η Χελώνα; Η Χελώνα πέθανε, τη σκότωσε η Αράχνη. Το είδα να συμβαίνει, είδα την ακτίνα της να διαλύεται” του απάντησα έντονα.
Ο Καθηγητής με κοίταξε σοβαρά, σταύρωσε τα χέρια του και έστρεψε τα κατάμαυρα του μάτια ευθεία, θαρρείς, στην ψυχή μου.
Τον κοιτούσα μη μπορώντας να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω του.
“Σε ψάχνει, ήταν εδώ πριν από μέρες, κοίτα τί έκανε στο νοσοκομείο. Δεν έμεινε κανένας.
Εσένα πρόλαβα και σε τράβηξα πίσω από την πόρτα. Πώς στο διάβολο βγήκες; Το νερό έπρεπε να σε κρατήσει.
Τώρα είναι αργά, θα σε βρει” είπε και γύρισε την πλάτη του.
~~
Είχα αφαιρεθεί, οι χτύποι στην πόρτα ήρθαν στα αυτιά μου αμέσως μόλις τελείωσε να μιλά ο Καθηγητής.
Πριν ανοίξει την καφέ πόρτα, γύρισε να με κοιτάξει και λυπημένα, σήκωσε το δεξί μανίκι της ρόμπας του.
Εκεί, στον πήχη του, ήταν ζωγραφισμένη μια Χελώνα. Η Χελώνα, ο Μάτουριν.
~~
Δεν πρόλαβα να του πω κάτι. Η πόρτα άνοιξε.
Βαθύ μπλε με τύλιξε κι ύστερα σιωπή. Μετά πάλι σκοτάδι. Άνοιξα τα μάτια μου.
~~

~~
Ο ήλιος είχε γείρει, η θάλασσα μπροστά μου τον προετοίμαζε για το βραδινό του ύπνο. Ήταν απόγευμα μάλλον.
Κατάλαβα ότι ήμουν ξαπλωμένος σε ένα πετρώδες έδαφος. Ανακάθισα και κοίταξα για λίγες στιγμές την υπέροχη θέα.
~~
Είχα ταξιδέψει από το νοσοκομείο και τον Καθηγητή σε μια απομακρυσμένη βουνοκορφή, όπου μπροστά της υπήρχε η πιο γαλάζια θάλασσα που έχει υπάρξει.
Αυτομάτως, σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο μου.
Άρχισα να καταλαβαίνω ότι οι αισθήσεις μου δούλευαν και πάλι.
~~
Ένιωθα τις πέτρες στις παλάμες μου, επίτηδες σήκωσα μια μικρή πετρούλα και άρχισα να ξύνω το νύχι του δείκτη μου μαζί της. Το ένιωσα.
Χαμογελώντας ακόμη, άκουσα την ηρεμία. Άκουσα τα πουλιά, που τριγύρω μου είχαν στήσει μια γιορτή, μια γιορτή στην οποία με προσκαλούσαν.
Μύριζα τον αέρα, η μυρωδιά της ακροθαλασσιάς και του βουνίσιου χώματος με γέμισε.
Σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό. Μπλε, το ίδιο μπλε.
Τότε, επίτηδες, δάγκωσα τη γλώσσα μου. Περίμενα να γευτώ αίμα, όμως μια διαφορετική γεύση αισθάνθηκα. Νερό, θαλασσινό νερό.
Έβγαλα έξω τη γλώσσα μου, άγγιξα την πληγή που ο ίδιος έκανα στον εαυτό μου. Ναι, δεν υπήρχε ίχνος αίματος.
Νερό, θαλασσινό νερό. Μπλε θαλασσινό νερό.
“Μα πώς;” ρώτησα, χωρίς να απευθύνομαι κάπου συγκεκριμένα.
Γύρισα απότομα πίσω, κατάλαβα ότι η Χελώνα βρισκόταν εκεί, μαζί μου.
~~

~~
Και μπροστά μου βρέθηκε ο Μάτουριν. Γαμημένη Χελώνα. Νόμιζα ότι είχε πεθάνει.
Το καβούκι της ήταν, ώ του θαύματος, μπλε. Το ίδιο γαμημένο μπλε χρώμα που με στοιχειώνει από τη μέρα που είδα την Αράχνη.
Και δεν είδα κανένα Κόσμο, κανένα σύμπαν, κανένα Πύργο επάνω στο καβούκι.
Τα τέσσερα πόδια έδειχναν να πατάν γερά επάνω στη Γη, θαρρείς και το θεμέλιο για την ισσοροπία της Σφαίρας στο σύμπαν, ήταν ο Μάτουριν.
Καφέ, δυνατά, με μεγάλα κι όπως φαινόταν, κοφτερά νύχια, πόδια. Το αίμα που είχε στολίσει τα δύο μπροστινά, σίγουρα δεν ήταν δικό του.
~~
Το κεφάλι του ήταν ο Τρόμος.
Μάτια που με κοίταζαν, όμως όχι στην ψυχή, όπως συνηθίζεται να λέγεται.
Με κοιτούσαν και με ταξίδευαν πίσω, πολύ πριν γεννηθώ, πολύ πριν γεννηθεί ο πρώτος μου πρόγονος.
Τότε, που στις Ακτίνες υπήρχαν μόνοι οι Φύλακες και προστάτευαν το σύμπαν από αυτό που βρίσκεται στο Κάπου.
Από την Αράχνη.
Τότε κατάλαβα ότι η Αράχνη με είχε πάει εκεί. Είχε καταφέρει να με κάνει να ξεχάσω το Μάτουριν. Είχε καταφέρει να με κάνει να μισήσω τη Χελώνα.
Δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια μου. Σηκώθηκα, όμως κατάλαβα ότι δε μπορούσα να μιλήσω.
Η Χελώνα δεν ήθελε να μιλήσω. Ήθελε να πεθάνω.
Έκανε ένα βήμα μπροστά κι ολόκληρος ο κόσμος σείστηκε. Το φεγγάρι τρεμόφαιξε, αφήνοντας μας στο σκοτάδι.
Τα μάτια της, με κάρφωναν. Είχε βρεθεί ακριβώς από πάνω μου.
Ξαφνικά, άνοιξε το στόμα της, είδα κόσμους ολόκληρους να αχνοφαίνονται εκεί μέσα, άκουσα φωνές γνωστές να με φωνάζουν.
Τα δόντια της, ματωμένα πλησίασαν.
Τρομοκρατημένος, ούρλιαξα. Και μετά σκοτάδι.
~~
Ξύπνησα ιδρωμένος, γύρω στις τρεις το χάραμα. Πετάχτηκα από το κρεβάτι ενώ πάλευα για να βρω την ανάσα μου.
“Όνειρο,” έλεγα στο εαυτό μου. “Ένα κωλο-όνειρο. Ο Μάτουριν και η Αράχνη, όλα στον ύπνο σου τα είδες.”
Έβαλα το πρόσωπο μου στις χούφτες μου και προσπάθησα να συγκρατήσω τη φάτσα του καθηγητή.
Μου φαινόταν αόριστα γνωστός από κάπου, κάποτε.
Κατέβασα τα χέρια μου, κοίταξα το δεξιό μου πήχη.
~~

~~
Η Χελώνα με ενοχλούσε. Το δέρμα μου είχε ερεθιστεί.
Είχα ξεχάσει να βάλω κρέμα, έπρεπε να το κάνω για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Ήταν το πρώτο μου, οπότε το πρόσεχα λίγο παραπάνω.
Έτριψα τη μεμβράνη και ταυτόχρονα μουρμούριζα:
“Την πελώρια Χελώνα κοιτάξτε παιδιά, στο καβούκι της πάνω τον κόσμο κρατά.”
~~
~~
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής