Κάθε μέρα που περνά, όλο και περισσότερο καταλαβαίνουμε ότι η πραγματικότητα μας αλλάζει.

Μεταμορφώνεται, προσαρμόζεται στην κοινή πραγματικότητα των διαφόρων, γύρω μας, γειτόνων. Αν και ο πλεονασμός δε μου αρέσει, κάποιες φορές είναι απαραίτητος.

Συγκεκριμένα, όταν θέλεις μέσα από τις λέξεις σου να δώσεις έμφαση.  

Έτσι, επειδή είμαστε ένας λαός ο οποίος φοβάται την αλλαγή, είμαστε ένας λαός που τρέμει το διαφορετικό, ένας λαός που θέλει να μένει πίσω, ακουμπάμε στο μετερίζι μας.

Το μετερίζι του ελληνικού λαού, είναι ένα και μόνο: το παρελθόν του. 

~~

Κάθε φορά που η πραγματικότητα έρχεται να δείξει σε όλους μας ότι αυτό που κάνουμε και κάναμε για χρόνια είναι λάθος, ερχόμαστε να δείξουμε και να πούμε:

Ναι, αλλά αυτό το λάθος που εμείς κάνουμε τόσο καιρό, είναι κάτι το οποίο γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο, τον τόπο μας.

Άρα, είναι κάτι δικό μας, άρα μας ανήκει, άρα μας χρωστάτε και δεν λογαριάζουμε τη γνώμη σας. 

Όμως με τις αοριστολογίες δε γίνονται αντιληπτά τα παραδείγματα. Και λογικό, καθώς δεν αναφέρονται τα παραδείγματα, μόνο οι αοριστολογίες.

Πάλι πλεονασμός, όμως και πάλι χρειάζεται. 

~~

Παράδειγμα πρώτο, η φιλοξενία.  

Πόσοι έχουμε ακούσει για το φημισμένο πλέον, Ξένιο Δία και την παρακαταθήκη που άφησε πίσω του. Πόσοι έχουμε μάθει για τη φιλοξενία, άλλη μεγαλόπρεπη παρακαταθήκη.  

Ελληνική λέξη η φιλοξενία, ελληνική κληρονομιά ο Ξένιος Ζεύς. Άσχετοι οι λόγοι και άγνωστοι, που οι αρχαίοι μας πρόγονοι τιμούσαν τον ξένο στην πόλη τους. 

Και όχι τον κάθε ξένο, τον Έλληνα ξένο.  

Τον Έλληνα από άλλη πόλη δηλαδή.  

Αυτά στο παρελθόν.  Εκεί συνέβαιναν ή συνέβησαν.

~~

Εκεί ανατρέχουμε όταν στις σημερινές μέρες ακούσουμε το οποιοδήποτε σχόλιο για την εκκένωση κτιρίων από ανθρώπους που έχουν ανάγκη ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους.

Ή όταν ακούσουμε το οτιδήποτε για μια οικογένεια που πετάξαμε στο δρόμο λόγω μη καταβολής ενοικίων.  

“Μα καλά, εσείς δεν είστε που τιμάτε τις παραδόσεις και τους τιμημένους προγόνους σας; Πού πήγαν, εν προκειμένω, η φιλοξενία και ο Δίας ο Ξένος; Περίπατο;” 

Ναι, όταν στη μέση του ζητήματος εμπλέκονται οικονομία και ανασφάλεια ή ασφάλεια, κάνουν στην άκρη οι περασμένες δόξες και οι παρακαταθήκες.

Αυτές τις θυμόμαστε μόνο εκ του ασφαλούς, όταν δεν έχουμε να χάσουμε κάτι. 

Ή όταν έχουμε να κερδίσουμε το οτιδήποτε.

~~

Άλλη μια περίπτωση άκρατης παρελθοντολογίας; Οι περασμένες διακρίσεις στα μέτωπα του πολέμου και τα θρυλικά έπη στα πεδία των μαχών.  

Παράδειγμα υπεκφυγής συζήτησης για τυχόν πολεμικές συρράξεις, ειδικότερα στη σημερινή καθημερινότητα και πραγματικότητα.

Επειδή, όπως και να το κάνουμε, από πάντοτε, είμαστε λαός ο οποίος αρέσκεται στα πολεμικά ομηρικά έπη.

“Το έπος του 1940 και το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, αυτά ήταν τα χρόνια και τα κατορθώματα του άκρατου ελληνικού κατακτητικού πολέμου.”  

Δε θα εξετάσουμε τώρα ποιος πόλεμος ήταν και αν υπήρξε κάποιος  κατακτητικός.  

Θα δούμε και θα αναρωτηθούμε το λόγο για τον οποίο ανατρέχουμε εκεί, στο παρελθόν, όταν ερωτόμαστε από κάποιον για την τωρινή στρατιωτική μας ισχύ.  

Επειδή, για κάποιο λόγο, έχουμε μεγαλώσει και με την αντίληψη ότι ποτέ δε θα πεθάνουμε. Ότι η Ελλάδα δε θα πεθάνει ποτέ. 

Να καταγράψω εδώ και μια ρήση του δασκάλου μου, Μιχάλη Στρατάκη: 

“Η Ελλάδα δε θα πεθάνει ποτέ. Έχει και η κόλαση αξιοπρέπεια.” 

Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο σε τούτο δάσκαλε.

~~

Όμως η αγαπημένη μου ιστορία λατρείας του παρελθόντος, είναι μία: Αυτή της Δημοκρατίας.  

Το πολίτευμα που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο, το πολίτευμα το οποίο εδραιώθηκε και χρησιμοποιείται από το σύνολο των πολιτισμένων, δήθεν, χωρών.

Η Δημοκρατία βέβαια της αρχαίας Αθήνας, δεν είχε κάποια σχέση με τη Δημοκρατία που έχουμε γνωρίσει και βιώσει εμείς.

Για την ακρίβεια, ούτε τις στοιχειώδεις διαφορές μεταξύ αυτής και των άλλων πολιτευμάτων δε γνωρίζουμε.

Όμως, όταν ζητηθεί η άποψη μας, θα την εκφέρουμε:

“Η Δημοκρατία γεννήθηκε εδώ, στην Ελλάδα. Αυτό μας ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους.” Ασχέτως ότι ο ίδιος που δηλώνει τα παραπάνω, εγώ κι ο γείτονας μου, αναπολεί τη δικτατορία.

Μεταφορικά πάντα μιλώντας, μη μας βγει το όνομα ή η πένα στα καλά των καθουμένων.

~~

Έχοντας μπερδευτεί ως λαός, έχοντας αποτύχει τελευταία σαν πολίτες, έχοντας σταματήσει τον αγώνα σαν κράτος, έχουμε το μετερίζι μας να ακουμπάμε: το παρελθόν μας.

Ίσως να ακουμπάμε εκεί απλά και μόνο για να στηριχτούμε, μην πέσουμε, μην κινηθούμε απότομα και σκοτωθούμε.  

Ή πάλι μπορεί όταν πέσουμε να ξυπνήσουμε.

Κι αυτό είναι κάτι που τρομάζει το λαό, τρομάζει κι εμένα και τον διπλανό μου. Με βολεύει να βρίσκομαι σε ένα διαρκή ύπνο, να ανοίγω για λίγο το στόμα όταν μπορώ και να καταριέμαι τον οποιοδήποτε.  

Είναι καλύτερο από το να ξυπνήσω.

Επειδή, όταν ξυπνήσω, θα πρέπει και να σηκωθώ. Όταν σηκωθώ, θα πρέπει και να δράσω.

Οπότε, ναι, ίσως είναι καλύτερο το γεγονός: κοιμάμαι στο μετερίζι μου επάνω.

~~

~~

Μοιραστείτε το: