Με έκανε να πιστεύω πως αξίζω να αγαπάω και να με αγαπάνε.

Με έβγαλε από τον γκρεμό που είχα πιαστεί και κόντευα να πέσω.

Ξέρεις, όταν κρατιέσαι από κάπου με τα ακροδάχτυλα, πρώτα μουδιάζει το μυαλό και μετά τα δάχτυλα. Πρώτα σε πιάνει ένας πανικός στην ιδέα του τι θα πάθεις αν πέσεις.

Μετά έρχεται ο πόνος που νιώθεις ήδη και πάει περίπατο η ιδέα του τι θα πάθεις.

Έτσι ήμουν κι εγώ, κι εκείνη ήταν το τελευταίο πρόσωπο που θα έβλεπα πριν πέσω στο κενό. Κι αυτό το πρόσωπο ήρθε μέχρι την άκρη  του γκρεμού που κρατιόμουν.

Έσκυψε, με κοίταξε κι αντί να χτυπήσει το χέρι μου που έπιανε την άκρη, το έπιασε. Το έπιασε, το τράβηξε προς τα πάνω κι εμένα μαζί.

Και ανέβηκα και πάλι σε στέρεο έδαφος, κι η αιτία ήταν εκείνη.

Καλά, μην φανταστείς πως μιλούσα έτσι, ποιητικά, όταν βρισκόμασταν. Όχι.

Ίσα-ίσα, ήμουν ο μεγαλύτερος άγαρμπος και ακοινώνητος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ. Λίγα λόγια, και χωρίς αυτά τα «σ’αγαπάω και μ’αγαπας» και κάτι τέτοιες μαλακίες.

Βλέπεις, μαλακίες τα έλεγα τότε.

Και τα σκεφτόμουν κι έτσι, μαλακίες.

Μαλακία να πεις σε έναν άνθρωπο που κρατάς από το χέρι ότι τον αγαπάς. Μαλακία να πεις σε έναν άνθρωπο που μοιράζεσαι φαγητό μαζί του ότι τον αγαπάς. Μαλακία να πεις σε έναν άνθρωπο που τον βλέπεις γυμνό στον μπάνιο ότι τον αγαπάς.

Μαλακία να πεις σε έναν άνθρωπο που ανασαίνεις την ανάσα του ότι τον αγαπάς.

Να, βλέπεις τι μου έχει κάνει;

Ακόμη και σήμερα μιλάω σαν κι εκείνη. Μάλλον, μιλάω σαν κι εμένα όπως μιλούσα σ’ εκείνη. Λες και δεν ήξερα να μιλάω πριν να την γνωρίσω.

Μα την Παναγία και τον Χριστό ναι, έτσι νιώθω. Κι όχι μόνο να μιλάω, νιώθω πως δεν ήξερα να… να ζω ρε πούστη μου.

Ήταν από τις λίγες μέρες που η δουλειά είχε πέσει και βρήκα την ευκαιρία να αράξω στο γραφείο. Το αφεντικό έλειπε, είχε πάει στον διάολο. Είχε αφήσει τον μαλάκα τον ανιψιό στο πόδι του να μας ζαλίζει.

Μπήκε με την τσάντα της ανοιχτή, πάλευε να βγάλει ένα χαρτί που είχε καταχωνιάσει μέσα. Πάνω στη προσπάθεια, της έπεσε η τσάντα μπροστά από το γραφείο μου.

Τώρα θα περιμένεις να σου πω ότι σηκώθηκα και την βοήθησα να μαζέψει το χάος από το πάτωμα. Κι έτσι όπως βάζαμε όπως – όπως τα πράγματα στην τσάντα της, τα χέρια μας ταυτόχρονα έπεσαν σε ένα στυλό της και κοιταχτήκαμε.

Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον, σημείωσε το νούμερο της σε ένα κομμάτι χαρτί και μου το έδωσε. Έφυγε αμέσως, ξεχνώντας την δουλειά που είχε κατά νου όταν μπήκε στο γραφείο.

Τόσο την εντυπωσίασα.

Αν εξαιρέσεις το κομμάτι χαρτί, ναι. Έτσι ακριβώς έγινε. Είναι αστείο όταν η ζωή μιμείται ταινίες, έτσι;

Την πήρα αμέσως μόλις σχόλασα, ήταν η πρώτη κλήση που έκανα εδώ και πολύ καιρό. Βρεθήκαμε κοντά στο γραφείο και πήγαμε για έναν καφέ που μεταμορφώθηκε σε ποτό. Καταλήξαμε σπίτι της.

Αν τέλειωνε εκεί όλα θα ήταν μια χαρά. Δεν φημίζομαι για τις αρπαχτές μου, αλλά φημίζομαι στην αφασία που με διακατέχει όταν αυτές συμβαίνουν. Τι που φημίζομαι; Παντού, ρώτα να σου πούνε.

Εκεί που γονάτισα, ήταν στο τσιγάρο ενώ ήμασταν ακόμη ξαπλωμένοι. Όταν με ρώτησε «Θα σε ξαναδώ;»

Κι ήθελε να ξαναδεί εμένα. Δηλαδή αν είναι δυνατόν, εμένα;

Με ξαναείδε, πολλές φορές. Και το αστείο ήταν πως ενώ και οι δυο ξεκινήσαμε απλά να βρισκόμαστε για να πηδιόμαστε, ερωτευτήκαμε. Με την αηδιαστικά κυριολεκτική έννοια του έρωτα.

Από το καθημερινό κρεβάτωμα και τις περιστασιακές εξόδους περάσαμε να σπαταλάμε όλη την ελεύθερη μας μέρα μαζί. Να πηγαίνω σπίτι της να γνωρίζω τους δικούς της και να έρχεται να γνωρίζει τους δικούς μου. Το έβλεπα να συμβαίνει με διάρκεια για κάποιο λόγο.

Η συγκατοίκηση δεν άργησε να έρθει.

Όταν μέναμε μαζί μετρούσα τις ώρες στην δουλειά μέχρι να την ξαναδώ. Μέχρι να πάω σπίτι και να την περιμένω να γυρίσει. Να ακούσω την πόρτα να ανοίγει και να δω το πρόσωπο της. Να τρέξω να την σηκώσω στα χέρια μου ψιθυρίζοντας τις μαλακίες που πιο πάνω σου είπα, αυτά τα «σ’αγαπώ».

Δεν κατάλαβα πότε πέρασαν τρεις μήνες. Τι εννοείς μόνο τρεις;

Ναι, μόνο τρεις.

Αυτό που κατάλαβα ήταν η αλλαγή στην συμπεριφορά της. Κάθε φορά γύριζε με μια κακή διάθεση στο σπίτι μας. Στο σπίτι μας με κακή διάθεση, το διανοείσαι; Όλα όπως τα ήθελε εκείνη τα κάναμε, και τα έπιπλα και τα κομοδίνα και τις άλλες τις αηδίες στους τοίχους και τα σκατά μέσα στα ενυδρεία κι όλα.

Κι αυτή όποτε γύριζε ήταν κακόκεφη. Πήγαινα να την αγκαλιάσω και με απέφευγε, έλεγε πάω για μπάνιο. Και μετά κλείδωνε την πόρτα, να μην μπω κι εγώ μέσα μαζί της. Ενώ τον πρώτο καιρό δεν ξεκολλούσαμε ο ένας από τον άλλο.

Όταν της πρότεινα να το πάμε μέχρι την εκκλησία μου είπε ένα απλό «πολύ βιάζεσαι». Βιάζομαι; Τι άλλο χρειάζεται εκτός από την αγάπη που της έχω;

Βιάζομαι λέει.

Μετά από την κουβέντα που είχαμε για τον γάμο, έπαψε να έρχεται να μένει στο σπίτι. Όχι, δεν ήταν και των δυο. Δικό μου ήταν, απλά το διακοσμήσαμε όπως ήθελε εκείνη.

Μετά από μέρες που έπαιρνα τηλέφωνα ασταμάτητα να ρωτήσω τι σκατά έχει πάθει και δεν απαντά, αποφάσισα να πάω από την δουλειά της. Να την περιμένω να σχολάσει, να την πάρω και να πάμε να πιούμε κάνα ποτάκι, να μιλήσουμε.

Να δούμε τι έχει φταίξει και έχει γίνει τόσο απόμακρη, τι έχει πάθει κι αν συμβαίνει κάτι στην ζωή της.

Έχεις νιώσει ποτέ το κακό να έρχεται; Μέσα σου εννοώ, έχεις νιώσει ποτέ κάτι που σε προειδοποιεί ότι κάτι κακό θα γίνει;

Εγώ το ένιωσα όταν την περίμενα να σχολάσει. Σε μια καφετέρια δούλευε, δεν είχε ωράριο συγκεκριμένο. Κάπου στις 2 το βράδυ νομίζω την είδα να βγαίνει. Πριν την πλησιάσω όμως είδα να πηγαίνει δίπλα της ένας πιτσιρικάς, να την αγκαλιάζει και εκείνη να τον φιλάει.

Ο κόσμος άρχισε να γυρίζει, δεν ένιωθα κάτι άλλο πέρα από μια κάψα και μια ατέλειωτη επιθυμία να της κάνω κακό. Και στον μικρό. Ήθελα να… δεν ξέρω τι ακριβώς ήθελα.

Κι έτσι τους πλησίασα, με σταθερό το βλέμμα μου σε εκείνη. Χωρίς να μιλήσω της έδωσα τα λουλούδια που κρατούσα κι ένα σημείωμα. Το σημείωμα που μου είχε γράψει όταν συναντηθήκαμε, θυμάσαι;

Όχι, σημείωμα μου έδωσε.

Όχι, μια χαρά θυμάμαι τι σου είπα.

Δεν μίλησε, ούτε άφησε το χέρι του άλλου. Αλλά ούτε εγώ της είπα κάτι.

Έφυγα και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην την ξαναπάθω με αυτήν την μαλακία, την αγάπη.

Τον έρωτα. Αυτές τις αηδίες.

Αυτές τις μαλακίες.

 

 

Μοιραστείτε το: