Αμαρτίες γονέων, τα τέκνα τι φταίνε;
Ο Δημητράκης ήταν πάντα όπως τον βλέπω ακόμη και σήμερα: ψηλός, χοντρούλης, με ένα βλέμμα έκπληξης μόνιμα στο πρόσωπο.
Κι αυτό το μουστάκι, που είναι καινούργιο σχετικά απόχτημα, το έχει τρία με τέσσερα χρόνια, από τότε που πάτησε τα σαράντα και κατάλαβε πως πήρε αυτομάτως και τον τίτλο του «Θείου» ή του «Μπάρμπα».
Καλό παιδί είναι ο Δημητράκης, λίγο μαλάκας για πολλούς, προβληματικός για τους περισσότερους.
Αλλά καλό παιδί. Και φιλότιμο παιδί. Για εμένα και τους δικούς μου.
Εξωτερικά είναι ολόιδιος από τότε που ήμουν δέκα χρονών, κι εσωτερικά λίγα έχουν αλλάξει.
Μιλάει με τον ίδιο τρόπο, λίγο βραδύγλωσσα θα λέγαμε σήμερα και αργόσυρτα με μια σχεδόν ένρινη φωνή, έχει τις ίδιες χαρακτηριστικές κινήσεις του ( αυτό το τίναγμα του κεφαλιού στα δεξιά και το γέλιο το γαϊδουρινό όποτε έχει δίκιο ) κι έχει την ίδια αδυναμία για την μάνα του.
Είχε γίνει πολλές φορές αντικείμενο πειράγματος ο Δημητράκης, από όλα τα κωλόπαιδα της γειτονιάς.
Με εμένα σαν πρώτο κωλόπαιδο.
Το καλοκαίρι στο χωριό ακόμη και ο πιο φυσιοδίφης πιτσιρικάς θα βαρεθεί να σκαλίζει χώμα και να κυνηγά πεταλούδες, είναι το μόνο σίγουρο.
Οπότε όταν βαριόταν και ο τελευταίος από την παρέα, πηγαίναμε και βρίσκαμε τον Δημητράκη στον καφενέ του χωριού.
Ο μπαρμπα – Κώστας που κρατούσε το μαγαζί, μας άφηνε να τον πειράζουμε, έκανε κι ο ίδιος χάζι.
Τον αφήναμε να μας λέει ιστορίες, κι όταν βαριόμασταν και τις ιστορίες του κλείναμε ο ένας το μάτι στον άλλον και βουτούσαμε τα τσιγάρα του από το τραπέζι που καθόταν.
Και τρέχαμε χωρίς αύριο, απλά κοιτάζαμε πίσω μας να δούμε εάν ο «προβληματικός» της γειτονιάς μας κυνηγούσε.
Ο Δημητράκης όταν έβλεπε την κίνηση της κλεψιάς του πακέτου του απλά γούρλωνε τα μάτια στην αρχή. Μετά τα σήκωνε να δει αυτόν που το βούτηξε με μια απορία εντελώς φυσιολογική ζωγραφισμένη μέσα τους ( περίεργο για κάποιον «λειψόμυαλο» όπως όλοι τον έλεγαν) και η οργή έπαιρνε την θέση της απορίας.
Με ένα κύμα από βλαστήμιες σηκωνόταν επάνω και μας κυνηγούσε σε όλο το χωριό μέχρι να κουραστεί ή να βαρεθούμε και να του πετάξουμε τα τσιγάρα του.
Κι εμείς γελούσαμε, μας φαινόταν τόσο αστείο και φυσιολογικό να ενοχλούμε έναν άνθρωπο τόσο επίμονα κι έντονα.
Το παράξενο ήταν πως ενώ την μια στιγμή ο Δημήτρης ήθελε να μας σκοτώσει έναν-έναν την αμέσως επόμενη στιγμή το ξεχνούσε κι όλα ήταν πάλι μέλι-γάλα.
Δηλαδή εάν του πετούσαμε τα τσιγάρα, έσκυβε να τα πιάσει. Πήγαινε στο τραπέζι του και όταν πάλι πλησιάζαμε μας έκανε νόημα να καθίσουμε. Καθόμασταν, μας κερνούσε πορτοκαλάδες και συνεχίζαμε κανονικά την σχέση μας.
Αυτό γινόταν, αυτό συνέβαινε, αυτός ο φυσιολογικά και πανέμορφα παλαβός κύκλος στην ζωή μας.
«Έτσι είναι οι τρελοί ρε μαλάκα, την μια έτσι και την άλλη αλλιώς» μου είπε ένα απόγευμα ένας φίλος παιδικός, από τα μεγαλύτερα μπάσταρδα στο χωριό.
Καθόμασταν σε δυο σαραβαλιασμένες κούνιες, παρά την προχωρημένη μας ηλικία των δέκα και δεκατεσσάρων χρόνων αντίστοιχα δεν ντρεπόμασταν να μας δει κανείς στην παιδική χαρά.
Και συνέχισε:
«Αλλά μικρός δεν ήταν έτσι, μου το έλεγε ο μπαμπάς μου χθες.
Ήρθε η τρελή η μάνα του σπίτι και έκανε παράπονα, για τότε που του βουτήξαμε τα κλειδιά του τρακτέρ, θυμάσαι;
Κι έλεγε στον μπαμπά μου, τι τους φταίει ο Δημητράκης μου, τα αγαπάει, τι τον πειράζουν και τον κοροϊδεύουν, κι άλλα τέτοια κουφά μαλάκα, πραγματικά τελείως χαζοί οι άνθρωποι.
Αλλά τι περιμένεις από φασίστες, μια ζωή χαζόμυαλοι και ηλίθιοι, καλά του κάνανε τότε του κωλόχοντρου» κατέληξε ο αγαπητός μπάσταρδος που τότε έλεγα φίλο.
Να τα ωραία, από χαζό κι από μικρό κι από τρελό δεν μαθαίνεις αλήθεια. Παίρνεις όμως μια σωστή βάση για να δεις την αλήθεια κατάματα.
«Δηλαδή, τι εννοείς, τι είναι οι φασίστες και ποιος έκανε κάτι στον Δημήτρη; Και πότε;» τόλμησα να ρωτήσω τότε.
Ο φίλος από το χωριό ήταν ελαφρά μεγαλύτερος και κατάλαβε αμέσως ότι είπε περισσότερα από όσα έπρεπε. Με κοίταξε και ξαφνικά είπε:
«Τίποτα μωρέ, που λέει ο λόγος. Ξέρεις τώρα» και σηκώθηκε από την κούνια του. Ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά αλλά βιάστηκε να μου πει πως θα τον ψάχνουν από το σπίτι του κι ότι έπρεπε να φύγει.
«Θα τα πούμε αύριο, πάρε ποδήλατο και πάμε απέναντι στην Χάλκη. Θα πω και τους άλλους τώρα που θα ανεβαίνω, καλά;» με ρώτησε καθώς απομακρυνόταν.
Κούνησα το κεφάλι μου, τον είδα να ανεβαίνει στην επάνω γειτονιά κι άρχισα να κουνιέμαι.
Πέρα – δώθε. Πάνω – κάτω.
Τι μου είπε τώρα, να σκέφτομαι. Ποιος και πότε πείραξε τον Δημήτρη και με ποιον τρόπο; Τώρα που θα πάω στο σπίτι θα ρωτήσω, ή ακόμα καλύτερα να ρωτήσω τον ίδιο, γιατί όχι;
Τα σπίτια μας ήταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, μέναμε στην κάτω γειτονιά εμείς. Το ότι η επάνω γειτονιά και τα πιτσιρίκια που την απαρτίζανε ήθελαν να βρουν έναν στόχο και τον βρήκαν, δεν μου πέρασε τότε από το μυαλό.
Ο ήλιος ξεκίνησε να κατεβαίνει, σχεδόν άκουσα το χασμουρητό του. Αναστενάζοντας κοίταξα ένα γύρω και σηκώθηκα για το σπίτι.
Φτάνοντας στην εξώπορτα στάθηκα και κοίταξα προς το σπίτι του Δημήτρη, είχε φως και κόσμο μέσα.
Ήταν καλοκαίρι κι όλα τα σόγια του χωριού ήταν μαζεμένα σε όλα τα σπίτια. Το δικό του δεν αποτελούσε εξαίρεση, είχε κόσμο, είχε συγγενείς του. Ανθρώπους που τον αγαπούσαν. Όπως και το δικό μας σπίτι είχε ανθρώπους που μας αγαπούσαν.
Όπως και όλοι οι άνθρωποι σε όλα τα σπίτια του χωριού είχαν ανθρώπους που τους αγαπούσαν.
«Τι έγινε τότε, τι του κάνανε;» ρωτούσα τον εαυτό μου καθώς προχωρούσα προς τα μέσα.
Κι όπως κάθε φορά σε τέτοιου είδους ιστορίες πέρασαν πολλά χρόνια για να μου πει κάποιος τι ακριβώς είχε συμβεί με τον Δημήτρη. Μάλλον, με τον Δημητράκη.
Δεν θα μπορέσω να τον πω ποτέ Δημήτρη.
Ο Δημήτρης προερχόταν από οικογένεια δεξιών. Στον εμφύλιο ο πατέρας του ήταν ο μόνος από το χωριό που πήγε με το μέρος του στρατού. Ήταν ο μόνος που στην χούντα είχε τον τίτλο του εσατζή. Ήταν ο μόνος που στην επταετία είχε όπλο στο χωριό.
Αλλά ο άνθρωπος ποτέ δεν έκανε χρήση του όπλου του, ποτέ δεν έδωσε κανέναν συγχωριανό του στους ασφαλίτες όπως λεγόταν αργότερα.
Ποτέ δεν κοίταξε τον εαυτό του και την οικογένεια του παραπάνω από το κοινωνικό σύνολο, στην προκειμένη περίπτωση – το χωριό.
Εν ολίγοις, ο άνθρωπος ήταν πολύ πιο αριστερός από κάποιους αριστερούληδες της φάπας που τον κατηγορούσαν από το 1974 και μετά για φασίστα και συνεργάτη της χούντας.
Κι αυτοί τον οδήγησαν στον τάφο, φορτώνοντας τον με τύψεις που δεν του ανήκαν.
Η μάνα του Δημήτρη ήταν πλέον χήρα και προσπάθησε να κάνει τα πάντα για να μεγαλώσει το μοναχοπαίδι της. Από καπνά και πρόβατα μέχρι σκάλες και μπουγάδες, δούλευε καθημερινά για να μπορέσει να του παρέχει τα απαραίτητα.
Συνθήκες ελληνικής ταινίας, αλλά οι ταινίες πολλές φορές αντιγράφουν την ζωή.
Όταν ο Δημήτρης πέρασε από το δημοτικό στο γυμνάσιο, κάποιοι νταήδες του χωριού βρήκαν ευκαιρία να βγάλουν το άχτι και τον κομπλεξισμό τους επάνω του.
Έτσι λοιπόν, ένα μεσημέρι κι ενώ γύριζαν από το σχολείο του είπαν πως έχουν βρει ένα σημείο με λίρες, θαμμένες από τον πόλεμο.
Οι θρύλοι αυτοί στο χωριό υπήρχαν από πάντα.
Τους πίστεψε ο Δημήτρης και τους ακολούθησε.
Τον οδήγησαν σε ένα σπίτι, το οποίο ακόμη και σήμερα υπάρχει αλλά κανείς δεν μπαίνει μέσα. Ποτέ.
Εκεί λοιπόν, τέσσερα άτομα, τέσσερα παιδιά, όλα παιδιά των ανθρώπων που πάλευαν για κάτι καλύτερο κάποτε έσπασαν στο ξύλο τον Δημήτρη.
Για μισή ώρα χωρίς σταματημό τον βαρούσανε με χέρια και πόδια, φωνές δεν ακούγονταν αλλά και να ακούγονταν δεν θα ασχολούνταν κανένας. Σαν να μην έφτανε αυτό, το ένα από τα παιδιά, ο πατέρας του μπάσταρδου από πιο πάνω, έβγαλε το παντελόνι του και πλησίασε τον Δημήτρη:
«Αυτά παθαίνουν οι φασίστες χοντρέ» είπε. Την συνέχεια την καταλαβαίνουμε όλοι.
Η φράση είχε ειπωθεί έτσι κατά τα λεγόμενα ενός άλλου από την παρέα των παιδιών εκείνων. Τον συνάντησα όταν είχε πλέον μεγαλώσει κι είχε καταλάβει σε τι συμμετείχε.
Αλλά είμαι χαρούμενος που τον συνάντησα, γιατί ενώ μου τα έλεγε αυτά, έκλαιγε.
Όχι όσο θα έπρεπε ίσως, αλλά έκλαιγε.
Και ποιο το όφελος όσων διαβάστηκαν μέχρι τώρα, θα ρωτήσει ο καθένας μας. Κανένα.
Ένα συμπέρασμα ίσως, για τις αμαρτίες των γονέων δεν ευθύνονται τα παιδιά. Και πριν σκεφτούμε τις αμαρτίες των γονέων των παιδιών, ας σκεφτούμε τις αμαρτίες των δικών μας γονέων.
Κι αν εμείς ευθυνόμαστε για τις δικές τους αμαρτίες.
Ας σκεφτούμε κι αν ο οποιοσδήποτε έχει αμαρτίες, κι ας σκεφτούμε ακόμη περισσότερο ποιοι είμαστε εμείς που το παίζουμε ύψιστοι δικαστές και τιμωρούμε.
Ποιοι είμαστε εμείς που παριστάνουμε θεούς επί γης;