Ο Γέρος ήταν περίεργος εκείνες τις τελευταίες νύχτες και το καταλάβαινα. Ούτε τα γελάκια που έριχνε καλοπροαίρετα στα άνοστα ανέκδοτα μου, ούτε διάβασμα παρέα μύθους και ιστορίες, ούτε τηλεόραση στις δέκα κάθε βράδυ να γελάσουμε με ότι αηδία έπαιζε, ούτε περίπατοι στην πόλη που δεν του άρεσε. Κλείστηκε και το ένιωθα. Ίσως είχε καταλάβει.
Εγώ άργησα να το καταλάβω. Λογικό, ήμουν δεν ήμουν δέκα.
Δεν τον έζησα πολύ είναι η αλήθεια αλλά οι γονείς μου με ονόμασαν από αυτόν, οπότε μια αδυναμία παραπάνω σε εμένα την είχε. Τον θυμάμαι να ξυπνάει χαράματα τα καλοκαίρια, τότε τον ζούσα λίγο περισσότερο. Να βάζει τις γαλότσες, να ντύνεται και να πηγαίνει να βγάλει τα ζώα για βοσκή. Μετά από καμιά ώρα γυρνούσε και άφηνε σε άλλον την συνέχεια, δεν άντεχε πλέον. Από τις πέντε το χάραμα μέχρι τις εννέα το βράδυ το έκανε παλιά, όταν μπορούσε και ήταν ξεκούραστος. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ποτέ ξεκούραστος, αλλά έλεγε σε όλους ότι ήταν και το έδειχνε.
Η ημέρα ξεκινούσε όταν ξυπνούσα κι εγώ και πηγαίναμε στον στάβλο τον οποίο καθαρίζαμε και γεμίζαμε τις ταΐστρες του. Έλεγε ο Γέρος πως αυτή η μυρωδιά είναι υγεία κι ευτυχία μαζί. Τρελό τον έλεγα βέβαια όποτε το άκουγα, αλλά συμφωνούσα μαζί του.
Πάντα.
Στη συνέχεια κάναμε ένα περίπατο σε όλο το χωριό, από διαφορετικούς δρόμους κάθε μέρα. Καθώς περπατούσαμε μου έλεγε ιστορίες για τα σπίτια που περνούσαμε και τους ανθρώπους τους. Ναι, ήταν λίγο κουτσομπόλης ο Γέρος αλλά χωρίς δόλο και κακία.
Και όσα είχε πει για συγκεκριμένους ανθρώπους κατάλαβα μετά πως ίσχυαν. Όλα.
«Να, αυτός εδώ πρότεινε να πάω ζητήσω τη γιαγιά σου», έλεγε. Και συνέχιζε:
«Ας όψεται, θα είχα φύγει Γερμανία τώρα», αλλά δεν το εννοούσε. Ήταν χαρούμενος με την ζωή του.
Ο άλλος ήταν μαζί του στο ύψωμα τάδε στον πόλεμο και ο ακριβώς απέναντι ήταν απέναντι του. Τον σημάδεψε ο πόλεμος, ειδικά ο εμφύλιος. Ειδικά όταν είχε απέναντι του τα αδέρφια του.
Περνάγαμε τα σπίτια και φτάναμε έξω από το χωριό, στα χωράφια που είχε έρθει η ώρα να δώσουν καρπό. Και ήμασταν εκεί κι οι δυο, συνονόματοι, παππούς κι εγγονός να αγναντεύουμε μια ατέλειωτη κίτρινη θάλασσα. Μας γοήτευαν τα στάχυα, δεν είχαμε και με κάτι καλύτερο να γοητευτούμε εκεί πάνω βέβαια. Την αγαπούσε ο Γέρος αυτή την εικόνα και μου το έλεγε σε κάθε στιγμή που του δινόταν η ευκαιρία. Εγώ δεν του το έλεγα, αλλά κι εγώ την αγαπούσα.
«Δεν καταλαβαίνω την πόλη. Δες εδώ» και με σήκωνε στους ώμους, όσο μπορούσε. Και προσπαθούσα να δω αυτό που έβλεπε. Τότε έβγαζε ένα τσιγάρο του πατέρα μου, κάτι απαγορευμένο χρόνια τώρα. Μόνο μπροστά μου άναβε από κανένα. Κι έτσι μου έλεγε όταν τον μάλωνα, σαν παιδί αντιδρούσε.
«Από κανένα», και το άναβε κοιτώντας εμένα με ενοχή, νιώθοντας κι εγώ μετά ενοχή που τον στεναχώρησα. Το άφηνε το τσιγάρο να κάψει, η καύτρα να σβήσει κι όχι να πατηθεί.
Στον γυρισμό για να σιγουρευτεί πως δεν θα πω κάτι ή επειδή του είχαν κόψει το ποτό, ή και τα δύο, άνοιγε ένα σακούλι με καραμέλες ούζου. Ξεγελιόταν αυτός, χαιρόμουν εγώ.
Χωρίζαμε να πάμε για ύπνο, τα δωμάτια κοντά και τον έβλεπε όταν μετά από καμιά ώρα έβγαινε έξω ακούγοντας την μουρμούρα της γιαγιάς.
«Από κανένα» έλεγα από μέσα μου κι έπεφτα για ύπνο.
Το καλοκαίρι που “έφυγε” η γιαγιά, τον είδα να αλλάζει. Όταν ήρθαν να καλύψουν τους καθρέφτες εκείνο το βράδυ, άλλαξε. Όταν έπεσε το χώμα, σταμάτησε να αλλάζει.
Όταν ήρθε για εξετάσεις τον έβλεπα καλά μπροστά μου. Κι άλλη αλλαγή. Θέατρο να μην πονέσει άλλον. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ήρθαμε περισσότερο κοντά από ποτέ. Κάθε μέρα στο δωμάτιο μαζί, λες και ξέραμε πως τελειώνει ο χρόνος και θέλαμε να ζήσουμε ο ένας τον άλλον όσο περισσότερο γινόταν.
Γι αυτό μου είχε φανεί περίεργη η απότομη αλλαγή του. Ξαναμπήκε νοσοκομείο, μου είπε η μητέρα μου μια Δευτέρα ενώ ετοιμαζόταν να φύγει για εκεί και η ίδια. Γύρισα από το σχολείο, δεν τον βρήκα και ρώτησα που είναι. Την επομένη έκανε και την τελευταία επέμβαση.
Πήγαμε να τον δούμε και αντίκρισα έναν άλλον άνθρωπο. Η τελευταία αλλαγή του. Απόμακρος και αδυνατισμένος με ένα βλέμμα θλιμμένο. Ρώτησαν οι δικοί μου, δε θα πεις στον μικρό τίποτα;
«Ευχαριστώ που ήρθες» είπε χωρίς να με κοιτάξει. Εγώ τον κοίταξα για τελευταία φορά. Το ίδιο βράδυ έφυγε κι αυτός.
Ο Γέρος θα μου θυμίζει για πάντα την ζωή. Άλλοι σπουδάζουν να την μελετήσουν, άλλοι φιλοσοφούν να την καταλάβουν κι άλλοι τη ζουν όπως κάτσει. Εγώ έμαθα να αλλάζω μαζί της, όπως μου το έμαθε ο Γέρος.
Κι όποτε πάω στο μνήμα Ιούνιο, κάθομαι, κοιτάω τα στάχυα κι ανάβω δυο τσιγάρα. Κρατάω το ένα και το άλλο το βάζω στο χώμα μπροστά του.
«Από κανένα» του λέω. Και χωρίς ενοχή αυτή τη φορά και οι δυο αφήνουμε τα τσιγάρα να φτάσουν μέχρι την καύτρα.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής