«Ήρθε λοιπόν η ώρα μου αγαπητοί μου συμπολίτες, ήρθε η στιγμή να συμβεί αυτό που όλοι με τόση ανυπομονησία και καρτερία περιμένατε.

Μετά από τόσες ώρες και ημέρες που περάσαμε εδώ μέσα, αφού έγινε πλέον κομμάτι μου αυτό το ξύλινο κλουβί, πιστεύω πως θα πάω σπίτι και θα το ψάχνω.

Δεν θα μπορώ να μείνω όρθιος μόνο βασισμένος στα δυο μου πόδια.

Μα δεν θα πάω σπίτι μου, τι λέω.

Ξέρω πως είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που μου δίνεται ο λόγος.

Ξέρω πως πολλοί από εδώ μέσα περιμένετε να ικετεύσω απλά για κάτι γρήγορο, απλά για κάτι που θα σας ψυχαγωγήσει για πόσο, ένα με δυο λεπτά, να πάρετε τις φωτογραφίες που θέλετε και να κλείσετε αυτή την θλιβερή σελίδα της ιστορίας με τους δειλούς φαφλατάδες που κάποτε υπήρξαν στον κόσμο και μόλυναν τον πολιτισμό σας.

Ας είναι, εγώ θα μιλήσω και θα πω αυτά που θέλω όσο κι αν το ακροατήριο λυσσαλέα ζητά το κεφάλι μου κυριολεκτικά.

Αναρωτιέμαι μα την αλήθεια αν είχατε αυτό στο μυαλό σας όταν αναθεωρούσατε αυτά που κάποτε λέγονταν σύνταγμα και πολίτευμα και ελευθερία.

Κι αν είχατε στο μυαλό σας αυτό που επικρατεί σήμερα εδώ μέσα. Αυτό το χάος που μυρίζει αναρχία, αυτήν που τόσο έντονα πολεμήσατε.

Ναι, έκανα πολλά όταν ήμουν νεότερος.

Έβγαινα κι έπινα, έβγαινα και ξεχνούσα να πάω σπίτι μου, πήγαινα όπου υπήρχε αλκοόλ και βρωμούσε ναρκωτικά. Πήγαινα όπου υπήρχαν γυναίκες και καλοπέραση, πήγαινα κι έμενα στον δρόμο αφού τα λεφτά μου τελείωναν μετά από πολλές-πολλές ημέρες καλοπέρασης.

Καλοπέραση, λέξη που σήμερα είναι ποινικοποιημένη και η χρήση της τιμωρείται με μαστίγωμα. Είχα παρατήσει τις σπουδές μου όταν έπρεπε να διαβάζω και  να πάρω το πτυχίο μου σφραγίζοντας έτσι το γρανάζωμα στην μηχανή, δεν δούλευα όταν ήμουν παραγωγικός αλλά προσπαθούσα να βρω μια τρύπα για να κάνω το δύσκολο εύκολο και το εύκολο τίποτα.

Ήμουν τέτοιος.

Δεν έβλεπα την καταιγίδα να έρχεται και όταν  έπιασε ήταν ήδη αργά, είχα περάσει την ηλικία που θα μπορούσα να αντιδράσω.

Σήμερα μου είπατε πως αυτό ήταν η δικαιολογία μου που απλά παραμέρισα και άφησα το νερό να με βουλιάξει μαζί με αυτούς που δεν έφταιγαν. Μπορεί να είναι κι έτσι, ποιος ξέρει. Εγώ από τα λίγα που κατάλαβα από εσάς τους πιο γραμματισμένους τόσον καιρό είναι πως δεν ξέρω τίποτα.

Από την λαϊκίστικη ρήση του ανθρώπου που έδειχνε το δάσος κι ο βλάκας κοιτούσε το δάχτυλο, από εκεί κατάλαβα πως δεν ξέρω τίποτα. Είμαι ο βλάκας προφανώς και όλοι θα λέγατε πως θα κοιτούσα το δάχτυλο του ανθρώπου κι όχι το δάσος.

Σκέφτηκε κανείς να κοιτάξει τον άνθρωπο που δείχνει στα μάτια μήπως και καταλάβει για ποιον λόγο δείχνει προς το δάσος;

Δείχνει όντως το δάσος ή απλά δείχνει όντως το δάχτυλο του ρωτώντας κάτι; Δείχνει ή διατάζει να πάω προς το δάσος να του φέρω κάτι που ξέχασε και είναι πολύ υπεράνω για να πάει να το πάρει μόνος του κι εγώ κοιτάζω στο δάχτυλο του το δαχτυλίδι με το τεράστιο ρουμπίνι και βράζω μέσα μου;

Δείχνει προς το δάσος από όπου έρχεται μια τεράστια φάλαγγα μαχητών ενώ στο δάχτυλο του κρατά το κλειδί της πόλης που είναι πρόθυμος να παραδώσει προκειμένου να του χαριστεί η ζωή; Δείχνει προς το δάσος όπου μια πυρά καίει ανθρώπους και μου δηλώνει πως είμαι ο επόμενος κι εγώ κοιτάζω το δάχτυλο του γιατί θα το δαγκώσω;

Καταλαβαίνετε πως αν συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω, ο βλάκας δεν είμαι εγώ που κοιτάζω το δάχτυλο αλλά όσοι υποστηρίζουν πως είμαι βλάκας επειδή κοιτάζω το δάχτυλο.

Με τα σημερινά δεδομένα και για όσα μου καταλογίζετε, ναι, αδιαφόρησα για τα κοινά και δεν αντέδρασα όσο μπορούσα. Προτιμούσα να περάσω στιγμές απόλυτης ευτυχίας όσο υπήρχε ευημερία και αδιαφορούσα παντελώς για όσα συνέβαιναν γύρω μου.

Δεν έδινα δεκάρα για την μηχανή σας, δεν ήθελα να την ταΐσω. Ήμουν παράδειγμα προς αποφυγή και όσο περνά η ώρα αισθάνομαι όλο και πιο περήφανος που κατάφερα κάτι τέτοιο. Ήμουν αυτό που έλεγαν όλοι οι γονείς να αποφεύγει το παιδί τους, ένα μίασμα, ένα αντισυμβατικό σκουπίδι που θέλει μόνο να τρώει και να πίνει και να περνά καλά την μίζερη του ζωή χωρίς να τον ενδιαφέρει τίποτα.

Και αυτό κατάφερα. Κατάφερα, όπως και στον άνθρωπο που δείχνει το δάσος  και κοίταζα το δάχτυλο του, να δω. Κατάφερα όσο ζούσα όπως ζούσα να κοιτάξω ανθρώπους που ζούσαν σαν κι εμένα και μέσω αυτών να κατανοήσω τον τρόπο ζωής των σημερινών δικαστών μου. Κατάφερα να καταλάβω τις συνήθειες των ρομποτικών ανθρώπων και να τις αποβάλω χωρίς να τις φάω, κατάφερα να γίνω ένας μικρός αγωνιστής της ζωής δρώντας ανάμεσα σε ανθρώπους κι όχι καβάλα σε αξίες που σήμερα κανείς δεν τιμά και δεν θυμάται. Κατάφερα να γίνω μισητός από την πλειοψηφία ζώντας σαν βδέλυγμα.

Και πλέον με όσα έχω δει από τους αγωνιστές τόσο του εφετείου σας όσο και των εδράνων μα την πίστη που κάποτε είχα, χαίρομαι.

Τώρα που τελειώνω, μια χάρη μόνο κύριοι κατήγοροι. Μην μου δέσετε τα μάτια γιατί θέλω να βλέπω τον άνθρωπο που θα δείχνει προς το μέρος μου, κι αυτόν και όλα τα δάχτυλα του. Και κάντε το όσο πιο αργά μπορείτε και τραβήξτε όσες φωτογραφίες θέλετε»

(Μια φανταστική απολογία σε ένα φανταστικό δικαστήριο φανταστικών αντιφρονούντων σε μια φανταστική κατάργηση φανταστικής ελευθερίας)

 

Μοιραστείτε το: