Σε ένα live ποτέ δεν περιμένω να συμβεί κάτι το μαγικό και να αλλάξει ο κόσμος μετά το τέλος του.

Αντιθέτως λόγω συγκεκριμένων ακουσμάτων μετά το κάθε live, πάντα μα πάντα πιστεύω πως ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ και ότι βαδίζουμε προς την καταστροφή, τον αλληλοσπαραγμό και την κατάρρευση μιας κοινωνίας που κάναμε να την οικοδομήσουμε χιλιάδες χρόνια.

Η αισιοδοξία είναι ένα φρούτο του διαβόλου για τους πλούσιους, τους ηλίθιους και τους ηγέτες, δεν την έχω.

Την πιστεύω σαν μια θρησκεία της οποίας τους κανόνες δεν τηρώ.

Βρίσκομαι σήμερα και πάλι σε ένα τέτοιο live, καλύτερα να γραφεί ως «μιας ζωντανή εμφάνιση, μια συναυλία» αφού βιώνουμε μια Ελληνοσύνη με ημερομηνία λήξης τις ημέρες αυτές και πάλι, σε έναν χώρο που δεν μπορεί να σηκώσει το συγκεκριμένο εγχείρημα, αλλά προσπαθεί.

Κόσμος αρκετός. Για το βεληνεκές των καλλιτεχνών – επειδή είναι πολλοί κι όχι ένας, λίγος.

Ποτά από σπόνσορα κι ακριβά, άσχημο.

Είσοδος με φουσκωτούς που δεν αφήνουν να περάσεις τίποτα μέσα, άσχημο επίσης.

Πιτσιρικάδες γύρω – γύρω ντυμένοι με φαρδιά και μπαντάνες κι ένα στόμα όλο χρυσάφι, με σεβασμό ο ένας στον άλλο απευθυνόμενοι :

«Ρε μαλάκα άρχισε, άντε ρε καριόλη πάμε στο κέντρο, φοβάσαι» κι άλλα τέτοια όμορφα και κοσμητικά.

Γέρασες, σκέφτομαι όσο τους κοιτάζω καθώς τους προσπερνάω, δεν είναι άλλο για εσένα οι τέντες και οι αποθήκες, βρες μια κανονική δουλειά και μια κανονική γυναίκα μπας και κάνεις κανονικά παιδιά και δουν και οι γέροι σου κανονικά εγγόνια.

«Άντε ρε γαμήσου» απαντάει ο άλλος από μέσα μου. Αυτός με κουβαλάει ακόμη σε κάτι τέτοιες μαζώξεις.

Μέσα στην αποθήκη με πλάτη σε έναν τοίχο, ακούω μια μουσική από τα παλιά προβλήματα μιας Αμερικής που έχει παντρευτεί μια κοινωνία της Ελλάδας με όλα τα κακά της.

Νιώθω περήφανος που την γνώρισα κάποτε, νιώθω δέος όποτε κι αν την ακούω, νιώθω ελπίδα με μικρότερους ένα γύρω να την ακούν.

Νιώθω και κάτι ενοχλήσεις στην μέση μου και βολεύομαι καλύτερα στον τοίχο. Αυτός ο πόνος έρχεται από το συκώτι;

Πρέπει να κόψω το τσιγάρο, πρέπει να ελαττώσω και το ξύδι. Με το σκοτάδι παντού δεν φαίνομαι, κανείς δεν με βλέπει να σχολιάσει κάτι, αλλά έχω αγχωθεί.

«Λες να φύγεις έτσι σαν τον Τζιμάκο;» ρωτάει ο άλλος και πάλι «αλλά αυτόν θα τον θυμούνται για πάντα» συμπληρώνει.

Δεν απαντάω, αγνοώ τον πόνο και την μέση, συνεχίζω να ακούω την μουσική. Το μυαλό κι ο νους όταν βαριούνται σκαρώνουν κάτι παιχνίδια να με παιδέψουν, παίζω που και που να μην νιώθουν μόνα τους τα παιδιά μου.

«Αλλά σήμερα όχι» σκέφτομαι για να με ακούσουν εκείνη την ώρα και τα δύο.

Στην σκηνή βγαίνει ο ένας έξω και ο άλλος μπαίνει μέσα, με μια βαριά μυρωδιά από μαύρο στον αέρα, κάφτρες σαν πυρσοί πλησιάζουν σαν να είναι έτοιμοι να κάψουν την μάγισσα που προσέβαλε την επικρατούσα θρησκεία.

Κάτι αλλάζει.

Γυρνάω το κεφάλι γιατί αισθάνομαι την παρουσία της αλλά δεν την έχω δει ακόμη.

Κάθεται ακριβώς δίπλα μου, μάλλον στέκεται στον ίδιο τοίχο, ακουμπάει την μέση της και κοιτάζει στην σκηνή. Κρατάει ένα  κινητό τηλέφωνο, από τα παλιά,  της παλιάς σχολής, με τα κουμπιά τα ανθρώπινα.

Γυρίζει και με κοιτάζει, το καταλαβαίνω αλλά δεν την κοιτάζω. Τα μάτια μου είναι στο χέρι της και στο τηλέφωνο που κρατά.

Ένα γκρι, μάρκα εταιρίας που έχει πλέον χρεοκοπήσει , αρκετά μεγάλο, με την οθόνη που μας κράτησε παρέα στα διαλείμματα κάποτε, όταν παίζαμε με ένα φιδάκι που έτρωγε την ουρά του.

Πρέπει να έχει περάσει ένα πεντάλεπτο που κοιτάζω το τηλέφωνο της, πρέπει να έχει περάσει  ένα πεντάλεπτο που με κοιτάζει.

Όταν το χέρι κινείται καταλαβαίνω πως φεύγει, προσπαθώ να την πλησιάσω. Ένας θόρυβος και ένα σκούντημα μαρτυρά πως ο τελευταίος στην σκηνή είναι και ο τελευταίος της βραδιάς, γυρίζω να τον χειροκροτήσω ενώ ταυτόχρονα την ψάχνω με τα μάτια.

Την βλέπω κοντά στην εξώπορτα, όχι πολύ μακριά μου, γυρίζει και μου ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα και ένα χαμόγελο, ψάχνω την τσέπη μου, βγάζω το δικό μου τηλέφωνο και το σηκώνω.

Το κοιτάζει, σηκώνει τους ώμους της και φεύγει.

Έχουμε ακριβώς το ίδιο.

Δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο όλη την ώρα από την εικόνα της γιατί δεν την θυμάμαι. Το μόνο που θυμάμαι είναι το τηλέφωνο της.

«Δηλαδή, τόση ώρα κοιτάς μόνο το τηλέφωνο; Ε, είσαι μαλάκας» η φωνή του άλλου στο κεφάλι μου.

«Ναι, μπορεί» αυτή τη φορά απαντάω, «μπορεί και να είμαι».

 

https://www.youtube.com/watch?v=ErC54cGZKec

Μοιραστείτε το: