Η δικιά μου Ελλάδα
Σε ένα κείμενο για την δικιά μου Ελλάδα δεν ξέρω τι πρόλογος χωράει, δεν είναι ένα μυθιστόρημα αυτό που ακολουθεί, δεν είναι ρεπορτάζ, δεν είναι ένα άρθρο πικροχολίασης, δεν είναι ένα απόφθεγμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι αυτό που είναι η Ελλάδα για εμένα και ελπίζω για τουλάχιστον δυο ακόμη άτομα.
Λοιπόν,
Η δικιά μου Ελλάδα είναι οι πρώτες στιγμές που κατάλαβα πως περπατάω και μπορώ να κάνω την πρώτη μου ζημιά στην κουζίνα της μαμάς μου, η πρώτη φορά που γύρισα το αναμμένο μάτι και το φαγητό δεν έγινε ποτέ, η πρώτη φορά που αργήσαμε να φάμε δύο και βάλε ώρες επειδή εκείνη δεν το είχε καταλάβει.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι η τελευταία μάζωξη στο δημοτικό με παιδιά από τα οποία πολλά δεν είδα ξανά ποτέ στην ζωή μου και είχαμε περάσει μαζί τα έξι πιο ωραία χρόνια της παιδικής μας ηλικίας με μπουνιές, παιχνίδι, χορούς, μπάλα. Όλες οι τάξεις που κοροϊδεύαμε τους δασκάλους οι οποίοι προσπαθούσαν να βάλουν σε τάξη είκοσι διαόλια αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι τα πρώτα τσιγάρα στο Γυμνάσιο κρυφά από τους καθηγητές, είναι οι πρώτες βόλτες το βράδυ σε μαγαζιά που σερβίρουν αλκοόλ κρυφά από τους γονείς. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνθηκα το γυναικείο φιλί, μάλλον το φιλί ενός κοριτσιού – το άτσαλο και συνάμα υπέροχο- και το σκίρτημα στην καρδιά όταν άκουσα το «Ναι» για το πρώτο ραντεβού. Είναι το πρώτο αθώο μεθύσι της μιας μπύρας και το πρώτο άγχος, το πρώτο ψέμα που είπα στους γονείς μου όταν με είδανε στα τότε χάλια.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι ένα μπουρδέλο στον τιμημένο Βαρδάρη όπου για ένα εικοσάρικο τότε νόμισα πως κατάλαβα τι πάει να πει πως είμαι άντρας. Είναι οι καυγάδες που άρχισα από την ημέρα εκείνη κι έπειτα και όλες οι φορές που κόντεψα να μπλέξω.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι μια απογοήτευση όταν μαθεύτηκε στο σόι πως δεν θα γίνω ο γιατρός που ονειρευόντουσαν όλοι, δεν θα είμαι αυτός που θα ξελασπώσει την οικογένεια και θα την ανεβάσει αριστοκρατία μεριά. Είναι η κατρακύλα των βαθμών στο Λύκειο και οι πειραματισμοί με τα μαλακά, τα χαστούκια που έφαγα όταν έπρεπε να τα φάω από αυτόν που έπρεπε να τα φάω.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι μια πενταήμερη εκδρομή με τσιγάρα και μπύρες σε μια άδεια παραλία να σκέπτομαι τον επόμενο χρόνο μια σχολή υποκριτικής κάπου μακριά, είναι μια αρρωστημένη ανάγκη να περιθωριοποιήσω όσο περισσότερο μπορούσα τον εαυτό μου θέλοντας να κόψω παρτίδες με όσους έπρεπε και να κρατήσω όσους θέλησα κοντά.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι η τελευταία μέρα στην σχολή και μια συζήτηση με ανθρώπους που τα χνώτα μας ταίριαζαν ενώ έχω να τους δω χρόνια, είναι ένας περίπατος στην παραλία με ένα χέρι στο χέρι μου πιασμένο και πλέον απομακρυσμένο στην άλλη άκρη του κόσμου.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι μια βόλτα από τα Κάστρα μέχρι τον Λευκό με τα πόδια, είναι ένα πακέτο τσιγάρα στην παραλία ατενίζοντας το άπειρο. Είναι μια επική σούρα στα Λαδάδικα και μια βόλτα από την Καμάρα τις περίεργες ώρες.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι ένα «Σ’ αγαπώ» που δεν είπα ποτέ επειδή φοβόμουν πως ποτέ δεν θα ακούσω μια απάντηση που να του μοιάζει. Είναι όλα τα δάκρυα που έχυσα όταν κατάλαβα τι σημαίνει το «Δεν πάει άλλο, ας τελειώσουμε».
Η δικιά μου Ελλάδα είναι μια φωνή στο αυτί μου να ουρλιάζει για μια Καλλιόπη που ήθελε καθάρισμα, είναι κάτι άνθρωποι στα πράσινα να μου λένε τι να κάνω κι εγώ να το κάνω επειδή δεν είχα κι άλλη λύση. Είναι κάποιοι φίλοι από δίπλα που ακολουθούν και γινόμαστε ένα για λίγο καιρό και έπειτα χανόμαστε.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι ένα τρέξιμο χωρίς ουσία για ένα τίποτα στο τέλος του μήνα, είναι μια διαρκής επιβεβαίωση της ύπαρξης και άρνηση της ζωής που μεταφράζεται ως χρήμα, είναι η μια και οι δύο ώρες παραπάνω που υπομένονται αδιαμαρτύρητα.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι πορείες που συμμετείχα και θεωρίες που σε αυτές πίστεψα και με πρόδωσαν, είναι φυλλάδια με τον Μαρξ επάνω και μια τιμή να γράφει «3 ευρώ».
Η δικιά μου Ελλάδα είναι μια Κυριακή σε ένα γήπεδο με φλόγες και αστυνομικούς να κυνηγάνε οπαδούς και φιλάθλους.Είναι μια εξακρίβωση που πήγε στραβά και κατέληξε σε ένα βράδυ στο τμήμα με τσιγάρα από τους γύρω και συζητήσεις για άσυλο και δίκαιο μέχρι ο ήλιος να σηκωθεί.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι μια αέναη μάχη επιβίωσης, μια μάχη που αναμειγνύει θυμό και πείσμα με κουράγιο και κατάθλιψη βγάζοντας ένα αποτέλεσμα που ονομάστηκε ζωή.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι κι όλα τα παραπάνω, όλα αυτά που έφυγαν κι άλλα τόσα που ξέχασα.
Μαζί με όσα έφυγαν έφυγε και η δικιά μου Ελλάδα, δεν επιστρέφει και αν επιστρέψει δεν θα θυμίζει σε τίποτα την Ελλάδα που άφησα να φύγει.
Η δικιά μου Ελλάδα είναι και δικιά μας Ελλάδα, ήταν και άλλων Ελλάδα, ήταν όλων η Ελλάδα.
Σαν ένα χαμένο όνειρο ήταν η δικιά μου Ελλάδα, απλά εμφανίστηκε μια στιγμή στον κόσμο του Μορφέα, κατάλαβα πως πρόκειται για ένα όνειρο και μπορώ να την πλάσω όπως θέλω, κάνοντας ότι θέλω, αλλά άργησα να την πιάσω από το χέρι και την έχασα.
Αυτή είναι η δικιά μου Ελλάδα.