Κάθε καλοκαίρι η κατάρα του πιτσιρικά που μεγαλώνει σε ένα αστικό κέντρο είναι μια: ένας μήνας στο χωριό.

Ένας μήνας μακριά από τηλεόραση, από φίλους, από βιβλία, από παραλίες, από οτιδήποτε κρατά το μυαλό του πιτσιρικά απασχολημένο όλο τον χειμώνα και το μισό καλοκαίρι.

Ο υποφαινόμενος ήθελε να πηγαίνει στο χωριό, η πλειοψηφία πιτσιρικάδων ανήκει στους παραπάνω βέβαια.

Όταν κάποτε όμως φτάνει ο πιτσιρικάς στο χωριό συμβαίνει αυτή η επανεκκίνηση στο μυαλό του.

Θυμάται το προηγούμενο καλοκαίρι και τις καταστάσεις που βίωσε στο χωριό. Θυμάται φίλους που έναν χρόνο έχει να τους δει, θυμάται τους παππούδες και την χαρά που έχουν όποτε τον βλέπουν να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο.

Θυμάται τις περιπέτειες μέσα στα λιβάδια και το κυνήγι που έφαγε από τα τσοπανόσκυλα του μεγαλοτσιφλικά του χωριού.

Θυμάται το πρώτο σκίρτημα στην καρδιά, στην ψυχή και στο παντελόνι όταν πρωτοείδε την τάδε, ας την πούμε εντελώς τυχαία Ελένη, και ελπίζει στην κίνηση που θα κάνει φέτος.

Όπου φέτος, η χρονιά που θα πάει ξανά χωριό. Όπου κίνηση, το πέσιμο.

Μια τέτοια χρονιά, λογικά θα ήμουν γύρω στα έντεκα, ζούσαν οι παππούδες ακόμη, συνέβη κάτι που από τότε που το κατάλαβα και το εμπέδωσα μου δημιουργήθηκε μια τρομερή ευαισθησία στα μάτια, που ακόμη και σήμερα την έχω.

Εντάξει, την μυωπία εννοώ, απλά από εκείνη την ημέρα έκανε την εμφάνιση της.

Λοιπόν, μεσημέρι και ο δρόμος μπροστά ξεσκεπάζει μια πινακίδα με το όνομα του χωριού γραμμένο με παχιά, μπλε γράμματα.

«Φτάσαμε μπαμπά» λέω, επειδή για κάποιο λόγο όταν είσαι μικρός πρέπει να λες τα αυτονόητα σε όσους βρίσκονται γύρω σου.

«Ναι, το ξέρω» η απάντηση του μπαμπά μου, και η μαμά απλά να τον κλωτσάει επειδή ο άνθρωπος δεν ενθουσιάστηκε από την μεγαλειώδη μου ανακάλυψη.

Άκου «φτάσαμε».

Αργά διασχίσαμε με το αυτοκίνητο όλο το χωριό, το σπίτι μας βρίσκεται στην αντίθετη μεριά της εισόδου του, να δουν και οι μπαρμπάδες και οι θείες με την ευκαιρία την καινούργια την κούρσα.

Σαν να άκουγα τις γιαγιάδες όταν τις είδα στην πλατεία, αφού όλο εγκαρδιότητα χαιρετίσαν,  να γύρισαν η μια στην άλλη:

«Καινούργια κούρσα πήραν αυτοί, σίγουρα βάλανε το σπίτι υποθήκη, αλλιώς από που;» να λέει η πρώτη καρακάξα.

«Όχι μαρή, αυτοί όλοι είναι με την δεξιά, στην χούντα ο παππούς τους έδινε κόσμο. Έχουν αυτοί στους ντορβάδες τις λίρες» να αντιλέγει η άλλη καρακάξα.

«Που μα’ ,  αυτοί όλοι πάνω στον Γράμμο ήτανε, τότε που οι Γερμανοί αφήναν ντενεκέδες πίσω ο πάππος δέκα είχε ξεθάψει» να δίνει πόνο η τρίτη καρακάξα.

Πέρασαν κάποια χρόνια μέχρι να μάθω ότι όντως είχαν ειπωθεί όλα αυτά, όχι από τις συγκεκριμένες καρακάξες βεβαίως – βεβαίως.

Φτάνοντας στο σπίτι, κατάλαβα την επανεκκίνηση στο μυαλό από πιο πάνω.

Η ησυχία και το τιτίβισμα, το ενοχλητικό πολλές φορές, των πουλιών αντικατέστησαν αμάξια και μηχανάκια, τα γέλια της γιαγιάς και τα φιλιά της αντικατέστησαν τις χριστοπαναγίες του απέναντι πρεζέμπορα και τα χαστούκια στην γυναίκα του.

Ο παππούς πήρε μερικά πράγματα από το αυτοκίνητο να βοηθήσει, είχε έρθει το τελευταίο στάδιο για αυτόν τότε, και τα πήγε στο σπίτι.

Πάντα είχα απορία για το συγκεκριμένο σπίτι, πως διάολο από λάσπη και πλιθιά κατάφεραν οι γέροι των γέρων μου να το σηκώσουν;

Πολλοί θα έβλεπαν απλά ένα παλιό, άσχημο, πλίθινο, κακόγουστο σπίτι που στέκεται με το ζόρι, εγώ ανέκαθεν έβλεπα μια ιστορία να προσπαθεί να μπει στο κεφάλι μου.

Είχε ζήσει τρεις πολέμους το συγκεκριμένο, είχε φιλοξενήσει μέλη αντίστασης και πρόσωπα που την πρόδωσαν επίσης.

Ο παππούς άφησε τα πράγματα και με λυπηρό ύφος είπε στην μαμά μου που ακολουθούσε:

«Ανοίξανε τον Άη- Θανάση εχθές, κλέψανε εικόνες και το σπάσανε όλο» έτοιμος να μουσκέψει το μουστάκι του.

Η μαμά μου το πήρε πιο ψύχραιμα. «Ποιοι ήταν; Από εδώ;»

Σε εμένα έμοιασε, το ίδιο έξυπνοι κι εύστοχοι είμαστε κι οι δυο στις παρατηρήσεις και στις ερωτήσεις.

«Δεν ξέρω, ρήμαξε. Θα πάνε να το καθαρίσουν οι γυναίκες τώρα» είπε ο παππούς και βγήκε έξω, σίγουρα να καπνίσει στα κρυφά κανένα Καρέλι. Τα άφιλτρα εκείνα, τα αντρίκια, τα ωραία.

«Θα πάμε κι εμείς» δήλωσε η μαμά μου, λες και ήταν το φυσικό επακόλουθο της συζήτησης να πάω κι εγώ με τις θειάδες του χωριού να καθαρίσουμε ένα εκκλησάκι, μισό μίλι μακριά.

Ο μπαμπάς μου είχε εξαφανιστεί μόλις μυρίστηκε την αγγαρεία με εκπληκτική ταχύτητα.

Ένα μισάωρο αργότερα, όταν ο ήλιος έβγαζε λάβα κι όχι απλά λάμψη και ζέστη, περπατούσαμε  για το εκκλησάκι.

«Δεν τους είδε κανείς, πρέπει να ήτανε ξένοι» έλεγε η θεία η Τούλα, γερή και κοτσονάτη για την ηλικία της και πρώτη στην σειρά. «Πρέπει να το κάνανε το βράδυ, ο Τάσος πέρασε κατά τις δέκα αλλά δεν είδε τίποτα»

«Ε, δεν λες καλύτερα; Φαντάζεσαι να τους πετύχαινε μέσα και να τον σφάζανε; Αβάφτιστοι, τι περιμένεις;» είπε η θεία η Μάγδα. Γιατί τότε, όλοι θα μας σκότωναν, κινδυνεύαμε παντού και πάντα από όλους, όπως  και τώρα.

Δεν μπορούσα παρά να θαυμάσω το κουράγιο των γυναικών αυτών, να κουτσομπολεύουν και να ανεβαίνουν ένα δρόμο σούζα ταυτόχρονα. Εγώ είχα ψοφολογήσει, η μαμά μου το ίδιο αλλά δεν το έδειχνε, μην την πουν οι άλλες και πρωτευουσιάνα.

Ξέχασες που μεγάλωσες και πως πήγαινες σχολείο; Δυο ώρες να πας και δυο να γυρίσεις με τα ποδάρια.

Γέλασα σαν τον χάχα μόνος μου, εισέπραξα από την κυρά – Μάγδα μια ματιά που παγώνει και δράκο και ηρέμησα.

Με τα πολλά το εκκλησάκι φάνηκε, όπως το θυμόμουν.

Κόκκινα κεραμίδια, παλιά καλή πέτρα, μια βαριά πόρτα που νόμιζες πως αν έκλεινε και ήσουν μέσα στην εκκλησιά δεν θα σε άφηνε να φύγεις.

Μέσα σε ένα μέρος τόσο απόμερο με τόσες βελανιδιές ένα γύρο, τόσα ανεκμετάλλευτα χωράφια και τόσο μακριά από το οποιοδήποτε σπίτι, το εκκλησάκι μου θύμιζε πάντα τον ανεμόμυλο από τον Όλιβερ Τουίστ.

Γι αυτό δεν μου άρεζε να πηγαίνω εκεί πάνω.

Όλα φαίνονταν φυσιολογικά, πήγα να ρωτήσω αλλά ακούστηκε μια γυναίκα από την συντροφιά:

«Από το παραθύρι μπήκανε οι άτιμοι». Κι όντως, στην δεξιά πλευρά της εκκλησίας το παράθυρο ήταν σπασμένο, ρημαγμένο μάλλον. Όλο βγαλμένο.

Ξεκλείδωσε μια από τις κυρίες και μπήκαμε μέσα.

Και ξεκίνησε ένα παροξυσμός συναισθημάτων μέσω καταστάσεων. Για αρκετή ώρα κιόλας.

Από την μια να ακούγεται σαν σε χορωδία το «Ο Χριστός και η Παναγία» και να συνοδεύεται από κάτι σταυρούς με τεμενάδες. Από την άλλη να ακούγονται κάτι αναφιλητά και οι φράση «Συχώρνα τους» από την θεια την Μάγδα που κάναμε να την συνεφέρουμε δυο μέρες.

Εγώ πάλι, έκανα μια βόλτα να δω την κατάσταση, άλλωστε ήμουν κι ο μόνος άντρας εκεί μέσα, έπρεπε να είμαι ψύχραιμος.

Τα κεριά ήταν όλα πεταμένα κάτω, οι μοκέτα καμένη και όταν πήγα στο ιερό τα ασημικά της λειτουργίας ήταν άφαντα. Οι δυο εικόνες, Παναγίες ήταν και οι δύο θαρρώ, εικόνες που χρονολογούνταν από αρκετό καιρό πριν, εννοείται είχαν εξαφανιστεί.

Γύρισα στις εικόνες που είχαν μείνει καρφωμένες. Αυτές δεν μπόρεσαν να τις πάρουν.

Τα μάτια τους ήταν βγαλμένα. Μάλλον, ήταν ξυσμένα. Με μαχαίρι, από όσα έμαθα μετά. Γύρισα και στους τοίχους, οι τοιχογραφίες ήταν επίσης με βγαλμένα μάτια.

Όλοι οι Άγιοι, χωρίς μάτια. Χριστός χωρίς μάτια.

Ένιωσα ναυτία για πρώτη φορά στην ζωή μου, μια ανατριχίλα και μια αδυναμία που έχω ξαναζήσει λίγες φορές.

Ένας χώρος λατρείας για πολλούς ανθρώπους βανδαλίζεται, ληστεύεται, καταστρέφεται ολοσχερώς, καίγεται συθέμελα. Μπορώ να δικαιολογήσω την πράξη αυτή. Μπορώ να δικαιολογήσω και την κλοπή, ειδικά τέτοιων κειμηλίων σαν τις εικόνες.

Αλλά τις τοιχογραφίες με τα μάτια τα ξυσμένα δεν μπορώ να τις δικαιολογήσω. Πρέπει να είσαι τρομερά προβληματικό άτομο για να σκεφτείς να κάνεις κάτι τέτοιο.

Επί τουρκοκρατίας ήταν συνηθισμένο, οι Τούρκοι πίστευαν πως οι εικονιζόμενοι των εκκλησιών τους έβλεπαν κι έτσι δεν μπορούσαν να τις μακελέψουν ελεύθερα. Οπότε πρώτα έμπαιναν κάνας δυο και έξυναν με στιλέτα τα μάτια των Αγίων, ακολουθούσε το απόσπασμα κι έκλεβε τα πάντα, έπειτα ρήμαζε την εκκλησία.

Το ίδιο συνέβη και στο χωριό εκείνη την νύχτα. Δεν έκατσα μέχρι το τέλος του καθαρισμού, βγήκα έξω και περίμενα το απόσπασμα των θειων.

Όταν αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς το χωριό, έριξα μια ματιά προς την εκκλησιά, ένιωσα μια ζαλάδα και άρχισα να βλέπω θολά, όλο και πιο θολά. Ήταν μια αρχή μυωπίας που κουβαλάω ακόμη.

«Τα μάτια τι τους φταίγανε;» ρώταγε η τελευταία θεία στην συντροφιά, αλλά αρκετά δυνατά για αν την ακούσουμε όλοι.

«Τι τους φταίγανε» λέγανε κι όλες οι άλλες σαν να τελούσαν ένα τελετουργικό εξαγνισμού.

«Τα μάτια είναι καθρέφτης, αντικατοπτρίζουν την ψυχή μας. Όμως καθρεφτίζουν και τις ψυχές των απέναντι μας. Αυτό φοβίζει, ο απέναντι φοβάται να δει την ψυχή του σε έναν καθρέφτη. Για αυτό τα μάτια φοβίζουν, για αυτό τα μάτια τρομάζουν» σκέφτηκα, ή είπα.

Σε μικρότερη κλίμακα βέβαια.

Τότε νόμιζα πως δεν έχει σχέση το μικρό συμπέρασμα μου με την κατάσταση που είδα.

Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως είχε.

Κι έχει ακόμα.

Μοιραστείτε το: