Στον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, ένα έντονο κωμικό στοιχείο – χαρακτήρας ήταν ο «βλάχος».
Ο κακομοίρης Έλληνας της επαρχίας, ο οποίος επισκεπτόταν την πρωτεύουσα για πρώτη φορά στην ζωή του.
Συνηθισμένος από την ζωή στο χωριό του, έπεφτε συνεχώς σε αδιέξοδες καταστάσεις, έκανε συνεχώς γκάφες, γενικά ήταν το comic-relief της εποχής.
Η ενδυμασία του ήταν η κλασική : μάλλινη κάπα, σκελέα κι από πάνω μάλλινο παντελόνι, στο ένα πόδι λουστρίνι και στο άλλο τσαρούχι που έλεγε κι ο Σουρής. Την εικόνα συμπλήρωναν ένα καλάθι με πίτα και τυρί από το χωριό μαζί με δυο κότες δεμένες επάνω του.
Συνήθως ο Κώστας ο Χατζηχρήστος ή ο Τάσος Γιαννόπουλος έπαιρναν τέτοιους ρόλους και τους παρουσίαζαν με απίστευτη επιτυχία.
Ομορφιά σκέτη.
Η εμφανής διαφορά μεταξύ του χωριού του χαρακτήρα με τα χαμόσπιτα του, και της πρωτεύουσας με τις πολυκατοικίες, αποτυπωνόταν στο βλέμμα του. Η διαφορά στην επικοινωνία με τους ανθρώπους της «πόλης» ακουγόταν στην ομιλία του. Η αμηχανία όταν καταλάβαινε το «χάος» που υπήρχε ανάμεσα στους δυο κόσμους, αυτού του χωριού και αυτού της πόλης, μας έκανε να γελάμε.
Και τον ίδιο να λυπάται.
Ίσως.
Όλος αυτός ο πρόλογος γράφτηκε για να συγκριθώ με τον βλάχο, καθώς πριν από λίγες ημέρες έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό.
Συγκεκριμένα στην Γερμανία. Ναι, για να δω ανθρώπους που αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν για κάτι το καλύτερο.
Από όσα είχα ακούσει για την χώρα ήμουν επιφυλακτικός ως προς το τι θα συναντήσω.
Ναι μεν η Γερμανία αποτελούσε για τους Έλληνες τον τόπο της φυγής και της εργασίας τους από το 1950, αλλά με τα όσα συμβαίνουν την τελευταία δεκαετία, την είχα στο κεφάλι μου σαν τον μπαμπούλα της νέας εποχής.
Όχι την χώρα σαν χώρα, αλλά τους ανθρώπους της. Ή και την χώρα. Ή και τους δύο.
Αλλά από την αρχή.
Στο τυπικό ελληνικό αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, ο χαμός ο ίδιος αλλά ο έλεγχος των αποσκευών ήταν σωστός. Περίεργο, αλλά λογικό αφού ο προορισμός μας ήταν η Γερμανία.
«Excuse me sir, may I see your ID please;» άκουσα μια ερώτηση από μια κυρία της ασφάλειας.
Σε εμένα. Στα αγγλικά. Σε εμένα, στα αγγλικά.
Τέλος πάντων.
Μια απογείωση, ένα πλαστικό με κάτι που θύμιζε κασερόπιτα μέσα, δύο ώρες στον αέρα και πολλές χώρες μετά, προσγειωθήκαμε.
Κατά την πτήση ξαναζούσα το fast forward του Tyler από το Fight Club. Μαζί με την συντριβή.
Ειδικά στο σημείο περιγραφής της χρήσης της μάσκας οξυγόνου.
Ναι, όταν θα πέφτει το αεροπλάνο θα έχω την ψυχραιμία να βάλω σωστά την μάσκα μου, χαμογελαστά όπως δείχνει και το φυλλάδιο στην μπροστινή μου θέση.
Ναι, δεν θα τσιρίζω αρπαγμένος από τον σβέρκο του μπροστινού μου: «ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ, ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ!».
Αλλά ναι, με τα πολλά προσγειωθήκαμε. Σώοι και αβλαβείς.
Φαντάζεσαι να προσγειωνόμασταν σόι και αβλαβείς;
Ναι βγαίναμε για κάποιο λόγο όλοι συγγενείς, ξαδέρφια, κουμπάροι, θειάδες, γιαγιάδες. Να αγκαλιαζόμασταν, να κλαίγαμε και να χορεύαμε κι έναν καλαματιανό στο αεροδρόμιο με τους Γερμανούς απλά να κοιτάνε με τα στόματα ανοιχτά και τα μπρέτσελ τους να πέφτουνε από την έκπληξη.
Πάλι παρασύρθηκα.
Είναι μια ασθένεια που είχε κι ο γκίκουλας από το The Fast and The Furious το πρώτο, το αντρίκιο. Η έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης ή προσοχής.
Προχωράμε.
Η πρώτη εικόνα που έβλεπα να ζωντανεύει μπροστά μου, στο μυαλό μου βασικά, ήταν η αστυνομία του αεροδρομίου ή και η κανονική αστυνομία της Γερμανίας να με τραβά στην άκρη, να μου κάνει έναν υποτυπώδη έλεγχο ρουτίνας κι αφού κοιτάξει την ταυτότητα μου, να έρθει ο καλός αστυνόμος από τους δύο μπάτσους και να μου πει σε άπταιστα Γερμανικά που στα αυτιά μου θα ακουστούν Ελληνικά (επειδή δεν ξέρω Γερμανικά) :
«Μπορείτε να περάσετε στο γραφείο μας για δυο λεπτά;» σκουντώντας ελαφρώς προς την κατεύθυνση του γραφείου.
«Για ποιόν λόγο καλέ μου άνθρωπε;» να λέω παίζοντας το κι άνετος κι ωραίος τουρίστας.
«Περάστε σας παρακαλώ κύριε» να ξαναλέει σοβαρεύοντας απότομα. Και η συνέχεια να περιλαμβάνει κελιά, καταναγκαστικά έργα, ηλεκτρικές καρέκλες, απόδραση από την φυλακή μέσω ενός πόστερ των Rammstein.
Η πραγματικότητα ήταν κάπως διαφορετική.
Ναι μεν όλους όσους αποβιβαστήκαμε από Ελλάδα μας έλεγχαν ξεχωριστά, αλλά η συμπεριφορά και ο τρόπος ήταν άψογος. Με το παρακαλώ και το ευχαριστώ (please και thanks), ένα βλέφαρο στην ταυτότητα και μετά ευχές για να περάσουμε καλά.
«Αϊ στο διάολο» το μόνο που σκεφτόμουν ενώ τακτοποιούσα την ταυτότητα μου σε σημείο εύκολης πρόσβασης. Μπορεί να χρειαζόταν και πάλι. Αλλά δεν χρειάστηκε.
Το αεροδρόμιο θύμιζε ένα τεράστιο λούνα παρκ, με όλα τα θεάματα του πεντακάθαρα. Παστρικά θα το λέγαμε εμείς σαν Έλληνες. Το ίδιο καθαρά τα πεζοδρόμια, ίδια κατάσταση και στους δρόμους, όσο παρατήρησα στην διαδρομή μέχρι το σπίτι.
Ξενέρωτοι. Ούτε στοίβες σκουπιδιών να ξεχειλίζουν από τον γεμάτο κάδο, ούτε αναμεμειγμένα πλαστικά με γυαλικά και χαρτικά, ούτε αποτσίγαρα και ξερατά παντού.
Την δεύτερη ημέρα, είχε σειρά να μου έρθει το χαστούκι της οδηγικής συμπεριφοράς και της σωστής παιδείας στον δρόμο. Ναι, όσο γλυκανάλατο κι αν ακούγεται, οι Γερμανοί έχουν μια ανώτερη παιδεία στον δρόμο και έναν διαφορετικό τρόπο οδήγησης.
Λέγεται ο ΣΩΣΤΟΣ.
Και δεν θέλω να πλέξω το εγκώμιο κανενός, πόσο μάλλον των Γερμανών.
Σε διάβαση πεζών τα αυτοκίνητα θα σταματήσουν, μάντεψε τον λόγο, για να περάσει ο πεζός.
Σοβαρά. Το έζησα.
Σε κατοικημένες περιοχές, το όριο είναι, ας πούμε, 20 χιλιόμετρα την ώρα. Ε, όλοι μα όλοι, ακόμη και οι Έλληνες της Γερμανίας, θα τρέχουν (θα περπατάνε) με 20 χιλιόμετρα την ώρα. Στις εθνικές οδούς το όριο ανεβαίνει, ας πούμε, στα 120.
Ε, κανένας μα κανένας δεν θα πάει παραπάνω.
Ίσα – ίσα όλοι θα πηγαίνουν με 110, μόνο στον φόβο ότι μπορούν να παραβούν το όριο με μια ξερογκαζιά.
Και πώς θα μαθευτεί η οποιαδήποτε παράβαση στην οδήγηση; Από τις αναρίθμητες κάμερες που υπάρχουν παντού. Κάμερες στον δρόμο, στο πεζοδρόμιο, στα φανάρια, στις οδούς, στα δοκιμαστήρια, στις τουαλέτες.
Θέλουμε κάμερες λέμε ρε παιδί μου, θέλουμε να μας μπανίζει ο οποιοσδήποτε όλη μέρα. Θέλουμε να ζήσουμε στιγμές Μεγάλου Αδερφού, δεν τις προλάβαμε.
«Δηλαδή καταγράφονται τα πάντα, οι πάντες, και τα κοάλα και οι κοάλες;» σε ακούω να ρωτάς. Ναι, αλλά αυτό είναι κακό;
«Ναι, είναι κακό» σε ακούω να απαντάς. Μα γιατί, αφού με αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχουν παραβάσεις, δεν υπάρχουν καφρίλες στον δρόμο, ο πεζός δεν φοβάται τον οδηγό, γλιτώνουν ζωές στον δρόμο κάθε χρόνο.
«Ναι, αλλά η παρακολούθηση των δρόμων με πρόφαση την ασφάλεια των ανθρώπων δεν μου αρέσει. Το θεωρώ πολύ κακό.
Γενικά η παρακολούθηση και η καταγραφή με πρόφαση την ασφάλεια, κρύβει δικτατορία με μπέρτα δημοκρατίας.
Όχι, δεν συμφωνώ» σε έπιασε και άρχισες τα δικά σου, αυτά τα αναρχοάπλυτα. Για Γερμανία και βόλτες ξεκίνησα, πάλι πολιτικά το πήγες.
Τέλος πάντων.
Τρίτη ημέρα και αυτό που δεν είχα παρατηρήσει τις προηγούμενες δύο, το εντόπισα σαν τον ιχνηλάτη των Απάτσι από την πρώτη βόλτα της ημέρας στο κέντρο της πόλης.
Μπήκα σε ένα μίνι μάρκετ, πήρα μια σοκολάτα για πρωινό (ναι, σοκολάτα για πρωινό) και στο ταμείο είδα μια κοπέλα με μαντήλα στο κεφάλι να εξυπηρετεί κόσμο και να μιλά άπταιστα Γερμανικά.
Έτσι ακούστηκαν τουλάχιστον.
Έμεινα να την κοιτάζω για κάτι δευτερόλεπτα, συνήλθα και πλησίασα να πληρώσω. Είπε κάτι (δεν το κατάλαβα), έδωσα τα λεφτά, μου έδωσε απόδειξη και μου χαμογέλασε λέγοντας μου, λογικά, καλή συνέχεια;
Μπορεί.
Βγαίνοντας σκεφτόμουν όχι την κοπέλα με την μαντήλα στο κεφάλι που εργαζόταν, αλλά τον λόγο που μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι μια κοπέλα με μαντήλα είχε απορροφηθεί από την κοινωνία της Γερμανίας. Ότι και να σημαίνει αυτό.
Και δεν ήταν η μόνη που συνάντησα, είτε να εργάζεται είτε να έχει βγει μια βόλτα με οικογένεια ή με φίλες – φίλους.
Άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο στην συνέχεια, και το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας υπήρχε παντού γύρω. Ασία και Ινδία, Τουρκία και Συρία, Ελλάδα και Αφρική συναντήθηκαν και χόρευαν έναν ακαταλαβίστικο χορό αλλά, όμορφο.
Στην αρχή δεν τον άκουσα, δεν τον ένιωσα. Όπως το παράδειγμα της κοπέλας στο μάρκετ, δεν κατάλαβα το γιατί δεν τον ένιωσα στην αρχή και απλά παραξενεύτηκα.
Αλλά μετά είδα την πραγματικότητα, την διαφορετική πραγματικότητα που υπάρχει σε μια άλλη χώρα και εμείς δεν μπορούμε να την καταλάβουμε. Δεν είναι όλοι εχθροί, όπως δεν είναι όλοι φίλοι. Αυτό είναι η αλήθεια της ζωής, αλλά να ξεχωρίσεις φίλους κι εχθρούς από το χρώμα και την θρησκεία, είναι η μαλακία της.
Γνώμη μου πάντα, έτσι;
Και στην παρατήρηση που μου έκανε την μεγαλύτερη των εντυπώσεων.
Οι Γερμανοί είναι ευγενικοί άνθρωποι. Οι πολίτες της Γερμανίας, δεν συνάντησα κάποιον από την πολιτική ηγεσία της.
Κάθε μέρα χαιρετούσαν έναν άγνωστο, εμένα, στον δρόμο. Είχαν ένα χαμόγελο που το έδιναν απλόχερα, έβγαζαν μια εξυπηρέτηση παντού που δεν την περίμενα. Γενικά, περίμενα να δω μια συνέχεια ανθρώπων από κάτι από τα παλιά μαύρα χρόνια της χώρας. Αλλά διαψεύστηκα ευχάριστα.
Πραγματικά, μετά από τον ευγενικό Γερμανό, μένει να συναντήσω και τον καλό μπάτσο. Τα στερεότυπα μου θα γκρεμιστούν και θα πέσουν στα τάρταρα.
«Καλά, σε χαρτζιλίκωσαν να γράψεις το εγκώμιο του μέσου Γερμαναρά ρε πουλημένε;» ρωτάς πάλι.
Ναι, από όλο τον πλανήτη βρήκαν οι πανγεμανικές οργανώσεις εμένα, ΕΜΕΝΑ, να τους μεταμορφώσω σε πεντάμορφους από τέρατα.
Όχι, απλά κάποια πράγματα που με εντυπωσίασαν τα μοιράζομαι.
«Και δεν έχει κάτι το αρνητικό δηλαδή η χώρα;»
Έχει, αν είσαι Βαλκάνιος όπως είμαστε εμείς, τρομάρα μας.
Παρατήρησα έντονη ρομποτοποίηση, δουλειά – σπίτι κι ανάποδα.
Καμιά βόλτα σε κάνα μάρκετ για κανένα ψώνιο και μετά πάλι σπίτι. Έντονη βιομηχανοποίηση των χωριών της χώρας, συνδυάζοντας εργοστάσια που παράγουν τα πάντα με τα καταπράσινα της τοπία. Πολύ πράσινο, εν τω μεταξύ, η χώρα.
Καλό, γιατί δημιουργούνται συνεχώς θέσεις εργασίας, κακό γιατί η έντονη βιομηχανία της χώρας δεν ξέρουμε που θα οδηγήσει.
Εννοείται ότι ο πανικός της νυχτερινής ζωής δεν υπάρχει πουθενά, παρά μόνο στα Ελληνικά μαγαζιά. Έχουμε εξάγει πολιτισμό να βάλουν και στις τσέπες τους οι ξενέρωτοι.
Γιατί, αν δεν είσαι Έλληνας μετανάστης στην Γερμανία και δεν βγαίνεις Σάββατο σε ένα κωλόμπαρο στο Βούπερταλ να ακούσεις Καζαντζίδη μέχρι το χάραμα και να σπάσεις ότι σπάζεται με τσίπουρα και βότκες για συνοδευτικά, δεν είσαι Έλληνας μετανάστης στην Γερμανία.
Στην επιστροφή, (κι ενώ κόντεψα να παίξω σφαλιάρες με τον έλεγχο του αεροδρομίου) σκεφτόμουν όσα έχω ακούσει ή διαβάσει για κάποιες συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων κι αν αυτά ισχύουν στην πραγματικότητα.
Έφαγα την πρώτη ήττα, αναμένω και την δεύτερη, εάν και όποτε έρθει.
Αυτά τα λίγα για το ταξίδι στην Γερμανία.
Βγήκε λίγο μεγάλο το κείμενο.
«Σιγά μην διάβασε κανείς μέχρι εδώ» και γελάς.
Μπα, όλο και κάποιος θα διάβασε μέχρι εδώ.
Υ.Γ. : Πώς τρώνε το βουρστ και το μπρέτσελ, δεν μπορώ να καταλάβω.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής