Πάντα λάτρευα την κουλτούρα των πειρατών, από το πρώτο καράβι των πειρατών που είχα βάλει τους δικούς μου να μου αγοράσουν κάποια Χριστούγεννα. Τότε που βάζαμε τα Playmobil να κάνουν ότι δεν μπορούσαμε εμείς κι ότι ονειρευόμασταν κάποτε να καταφέρουμε.

Δεν είχαν βγει ακόμη τα Playstation, μόνο το NES υπήρχε σε λίγους κι εκλεκτούς πιτσιρικάδες.

Δεν είχα καταλάβει τότε ακριβώς τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι βέβαια, έβλεπα απλά τον καπετάνιο με τον παπαγάλο στον ώμο και το ξυλοπόδαρο ή τον άλλον με το γάντζο στο χέρι και φανταζόμουν πως αυτοί είναι οι πειρατές.

Το Νησί Των Θησαυρών για πολλούς ήταν η πρώτη επαφή με την συγκεκριμένη κουλτούρα.

Βεβαίως, το να αποκαλούμε πλέον τους πειρατές ανθρώπους με κουλτούρα και ιδανικά είναι λίγο τραβηγμένο, καθώς στην ουσία επρόκειτο για ανθρώπους του περιθωρίου οι οποίοι έκλεβαν και ρήμαζαν καράβια, πόλεις, ανθρώπους δικαιολογώντας τις πράξεις τους με μια λέξη: ελευθερία.

“Καλά, τα μεγαλύτερα εγκλήματα πλέον στο όνομα της ελευθερίας γίνονται, οι πειρατές σε πείραξαν;”.

Όχι, δεν με πείραξαν. Καθόλου.

 

 

Ναι, ίσως να ήταν όντως περιθωριακοί τύποι οι οποίοι δεν μπορούσαν να δουλέψουν κανονικά, όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι του τότε γνωστού κόσμου. Του τότε γνωστού Νέου Κόσμου, για την ακρίβεια.

Δεν μπορούσαν να έχουν ένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι τους και να μοχθούν όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι τους τότε αιώνες λόγω εγωισμού, ξεροκεφαλιάς, νοοτροπίας.

Ίσως να ήταν και απογοητευμένοι στρατιωτικοί οι οποίοι μετά από πολλές δεκαετίες πολέμων κατέφυγαν στην θάλασσα με σκοπό να μην σαλπάρουν πλέον κάτω από την σημαία μιας χώρας αλλά κάτω από μια σημαία μιας ιδέας.

Ίσως να ήταν και απογοητευμένοι ναυτικοί που απλά είχαν σιχαθεί να κουράζονται μήνες ολόκληρους μην βλέποντας τίποτα άλλο εκτός του απέραντου γαλάζιου της θάλασσας πλουτίζοντας τον καπετάνιο τους και τα αφεντικά του – την αστική κοινωνία της τότε εποχής που επωφελούνταν από το εμπόριο μεταξύ Νέου κόσμου και Βρετανίας.

Ίσως και να ήταν αυτοί που είχαν μπαρκάρει σε πλοία με λευκά πανιά και εναντιώθηκαν όταν είδαν πως το φορτίο τους δεν ήταν καπνός και μετάξι αλλά άνθρωποι με αλυσίδες που είχαν αρπαχθεί και πήγαιναν να δουλέψουν για πολλά χρόνια χωρίς μισθό και ανάπαυση.

Όταν έχεις δει ή βιώσει κάτι από τα παραπάνω νομίζω πως μπορεί να αλλάξει όλος ο κόσμος σου και να αρχίσεις να βλέπεις πως ότι πίστευες παράλογο και παράνομο είναι το μόνο λογικό.

 

 

Όταν βρεις στο απέναντι καράβι τον καπετάνιο που σου κράτησε μισθούς ενός χρόνου επειδή ο ίδιος είχε χρέη.

Όταν βρεις στο απέναντι καράβι τον συνταγματάρχη που ακρωτηρίασε τον φίλο σου στην τάδε πολεμική επιχείρηση  απλά για να διασκεδάσει.

Όταν βρεις στο απέναντι καράβι τον τάδε αξιωματούχο που διέταξε την επικήρυξη σου επειδή αρνήθηκες να μεταφέρεις σαν σκλάβους ανθρώπους στον Νέο Κόσμο.

Όταν δεις τόσους κι άλλους τόσους που αξίζει να τιμωρηθούν, πιστεύω πως το ρεσάλτο το κάνεις.

Και όλα τα παραπάνω, δεν μπορούν να συγκριθούν με την τραβηγμένη αλλά σωστή για τους ίδιους θεωρία που είχαν όσο έπλεαν με την σημαία του Νεκροκέφαλου;

Ήταν ελεύθεροι και δεν έδιναν σε κανέναν λογαριασμό.

Έκλεβαν ότι έβρισκαν και ξόδευαν παραπάνω από όσο έπρεπε επειδή δεν γνώριζαν αν θα ζουν την επόμενη ημέρα.

Λάθος επειδή έκλεβαν. Σωστό όμως για την ιδέα τους. Για την ιδέα της ελευθερίας, όπως είχαν καταλάβει την ελευθερία μέσα από την ζωή τους και την τότε πραγματικότητα.

Το είχε πει και ο Jack Sparrow: “Take what you can, give nothing back.”

Πολύ φίλος μου ο Sparrow.

 

Μοιραστείτε το: