Οδός Πανδώρας Και Αυγερινού Γωνία – Μέρος Πρώτο
“Ποιά νομίζεις ότι είναι η χειρότερη τιμωρία για κάποιον άνθρωπο;
Πολλοί λένε ο Θάνατος. Ίσως για μερικούς. Για πολλούς είναι και μια λύτρωση.
Αρκετοί θα πουν η Φυλακή. Μόνο όσοι βρίσκονται μέσα στα κάγκελα γνωρίζουν τί είναι η Ελευθερία.
Κάποιοι ίσως να σκεφτούν τα βασανιστήρια. Όποια και να είναι αυτά. Μαστιγώματα, βιασμοί, ανελέητο ξύλο, ότι ανώμαλο και άρρωστο μπορεί να κατεβάσει ο ανθρώπινος νους.
Εγώ όμως ξέρω καλύτερα από όλους τους. Η μεγαλύτερη τιμωρία για έναν άνθρωπο είναι να μην τον παίρνει κανένας σοβαρά.
Να μην υπολογίζεται η γνώμη του. Να μή βλέπεται το πρόσωπο του. Να μην ακούγεται η φωνή του. Υπήρχε μια φράση σε ένα βιβλίο που είχε πέσει στα χέρια μου κάποτε στα Αγγλικά : “I Nothing Him”.
Τον Τίποτα. Έτσι, σαν ρήμα το έγραφε το Nothing. Τον Τίποτα.
Εμένα έτσι μου φερόντουσαν.
Μέχρι το τέλος.”
~~{}~~

~~{}~~
“Γεννήθηκα το 1960, σε ένα κωλοχώρι στην Κοζάνη. Ο πατέρας μου ήτανε αγρότης και παλιάς κοπής άνθρωπος. Η μάνα μου τον είχε συνηθίσει, ποτέ δεν τον αγάπησε.
Αλλά σαν κορίτσι εκείνης της εποχής, έπρεπε να φύγει από το σπίτι του παππού μου.Βλέπεις, είχε φτάσει τα είκοσι και δεν είχε παντρευτεί.
Για εκείνη την εποχή ήταν έγκλημα.
Την προξενέψανε στον πατέρα μου, του δώσανε και είκοσι πρόβατα και ένα καλύβι. Την πήρε, κάνανε εμένα και την αδερφή μου. Και αυτό ήταν.
Σταμάτησαν να ζουν και απλά περίμεναν τη μέρα που θα πέθαινε ο ένας ή η άλλη. Να νιώσουν ελεύθεροι.
Εγώ βγήκα μπασμένος, από μικρός. Αδύνατος και κοντός, με το μόνο χαρακτηριστικό που μου άρεσε – τα μάτια μου. Ένα κρηρονόμημα του παππού.
Τα γαλάζια του μάτια.
Παρά το μικρό μου σουλούπι, ήμουν όμορφο αγόρι. Το έβλεπα και το καταλάβαινα, το έβλεπαν και το καταλάβαιναν και οι άλλοι.
Ήμουν ένα απλό αγόρι του χωριού για όλους. Μέχρι να με κοιτάξουν στα μάτια. Τότε κάτι άλλαζε. Προς εμένα.
Λέγανε οι γιαγιάδες στη μάνα μου: Αυτό το γιαβρί σου είναι όμορφο πολύ, σαν κορίτσι είναι όμορφο.
Αυτή η φράση μού έμεινε από την πρώτη φορά που την άκουσα. Πρέπει να ήμουν γύρω στα οκτώ.”
~~{}~~

~~{}~~
“Δε θα σου πω ότι το ήξερα από την πρώτη στιγμή της ζωής μου. Θα σου πω ότι το ήξεραν όλοι οι γύρω μου. Κι αυτό ήταν αρκετό για να κακοπεράσω τα πρώτα χρόνια στο χωριό, μέχρι να φύγω.
Οι λέξεις που έλεγαν οι γριές επαναλαμβανόντουσαν από πολλούς βρωμιάρηδες όταν πάτησα τα δώδεκα. Ειδικά από έναν. Λίγο μεγαλύτερο από εμένα τότε.
– Εσύ Αυγερινέ (το σιχαμένο όνομα του παππού) έγινες κούκλος, σωστό κορίτσι είσαι. Θα κάψεις πολλές καρδιές γυναικών όταν μεγαλώσεις.
Άντε και γαμήσου ρε πουτάνας γέννημα. Αυτό σκεφτόμουν κάθε φορά που αυτός ο μπάσταρδος, ο Μηνάς, μού έλεγε τις μαλακίες του. Κάθε στιγμή που τον έπιανα να με κοιτάζει, όταν με τα υπόλοιπα χωριατόπουλα παίζαμε μπάλα και κρυφτό στην πλατεία.
Ένιωθα το σιχαμένο του βλέμμα επάνω μου. Και σύντομα θα τον ένιωθα και αυτόν.”
~~{}~~
“Το καλοκαίρι, πηγαίναμε στην εκκλησία του προφήτη Ηλία. Τα ήσυχα βράδια κάθε καλοκαιριού, παίζαμε μέχρι τα μεσάνυχτα το κρυφτοκυνηγητό, όπως το είχαμε πει τότε.
Εκεί, πού και πού, μαζευόντουσαν και οι μεγαλύτεροι του χωριού.
Οι πιο κοντά στα δεκαοχτώ. Άλλοι προσπαθούσαν να ξεμοναχιάσουν τις κοπέλες της παρέας τους, μήπως και γαμήσουνε, να έχουνε κάτι να παινέψουν τον εαυτό τους.
Άλλοι κάπνιζαν άφιλτρα τσιγάρα να το παίξουν άντρες πριν από την ώρα τους. Άλλοι απλά προσπαθούσαν να βρούνε ένα δρόμο να φύγουνε από εκείνο τον κωλότοπο.
Κάποιες φορές, όλοι μαζί οι Μεγάλοι, έπαιζαν μαζί μας. Ίσως για να ξεχαστούν.
Κοπέλες και αγόρια, να φανταστείς ένα τσούρμο από παιδιά. Δέκα με δεκαεφτά χρονών να τρέχουν να κρυφτούν από τους δύο που τα φυλούσαν.”
~~{}~~
“Έτσι κι εγώ, εκείνο το βράδυ, έτρεχα να κρυφτώ. Ο δρόμος από την εκκλησία μέχρι το πρώτο φως, αρκετά μεγάλος σαν ένα γήπεδο με πολλές κρυψώνες. Εκεί παίζαμε.
Με τη λίγη φαντασία μου, άνοιξα την πόρτα της εκκλησίας και μπήκα μέσα.
Φως δεν είχε, μόνο δυο – τρία κεριά στο μανουάλι. Δεν προχώρησα, στάθηκα στην πόρτα και γύρισα στο παγκάρι. Έψαξα την τσέπη μου μήπως κι έχω κανα φράγκο να ρίξω.
Έπιασα μόνο ύφασμα.
Η μάνα μου έλεγε πως ο Θεός δεν ξεχνάει. Ότι του χρωστάς θα σου το πάρει και ότι σου χρωστάει θα σου το δώσει.
Οπότε πήρα ένα κερί και το άναψα. Χωρίς να δώσω φράγκο στο παγκάρι.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα. Και μπήκε ο Μηνάς.”
~~{}~~

~~{}~~
“Κατάλαβα. Σαν να έβλεπα μέσα στο κεφάλι μου ταινία ήτανε. Ήξερα τί θα γινότανε. Τα παιδιά είχαν απομακρυνθεί, τα γέλια τους ίσα που ακουγόντουσαν.
Κανένα δεν κρυβόταν στην εκκλησία, ήταν πολύ σίγουρο μέρος για να ψάξει όποιος τα φυλούσε.
Για αυτό είχα μπει εκεί μέσα. Για να μη με βρει κανείς. Αλλά τελικά στο σπίτι του Θεού με βρήκε ο διάολος. Αργά και σταθερά, ερχόταν προς το μέρος μου. Άνοιξε το στόμα του:
-Σε έχω δει πώς κοιτάς τα αγοράκια πουστράκι. Ξέρω τί θέλεις.
Καθώς με πλησίαζε όλο και περισσότερο, άρχισα να πισωπατάω ώσπου έφτασα σε τοίχο.
Ο Μηνάς είχε κατεβάσει το παντελόνι του, με είχε πλησιάσει αρκετά για να νιώθω την ανάσα του και να κοιτάζω τα πεινασμένα του μάτια. Είχα παγώσει ολόκληρος.
Πήγε να με φιλήσει. Τότε, για μια στιγμή βρήκα δύναμη και προσπάθησα να φωνάξω. Εκείνος μου έδωσε μια στα μούτρα, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω.
Έτσι όπως ήμουν στο πάτωμα μπρούμητα, ένιωσα αίμα στο στόμα μου, ένιωσα τα ρούχα μου να ξεκολλάνε από το σώμα μου. Άκουσα τη φωνή του Μηνά στο αυτί μου:
-Θα σου αρέσει πουστράκι.
Και έτσι, μέσα σε λίγες στιγμές, αβοήθητος και χτυπημένος, ένιωσα τον απόλυτο εξευτελισμό στα χέρια του σιχάματος αυτού.
~~{}~~

~~{}~~
Δεν κατάλαβα πόση ώρα πέρασε αφού έφυγε από πάνω μου. Μπορεί να πέρασε μια ώρα, μπορεί να πέρασαν και δύο λεπτά. Σηκώθηκα μέσα στα αίματα, τον ιδρώτα, τα δάκρυα και τον πόνο.
Σύρθηκα μέχρι την πόρτα της εκκλησίας, μαζεύοντας το παντελόνι και το πουκάμισο μου, όπως όπως.
Μέσα στο σκοτάδι, κοιτούσα τα τρία αναμμένα κεριά στο μανουάλι. Το τέταρτο, το δικό μου, είχε σβήσει. Ψιθύρισα μέσα σε λυγμούς που ήδη είχαν αρχίσει πριν ξεκινήσω:
-Δεν είχα λεφτά. Αλλά δε μου άξιζε αυτό που μου έδωσες.
Κι έκλαψα. Πολύ.
~~{}~~
~~{}~~







