Η πρώτη μου επαφή με τον Θάνατο ήταν κάπου στα Εννέα.

Ή στα Οκτώ; Κάπου στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.

Τετάρτη βράδυ είχα αποκοιμηθεί με Jurassic Park και είχα αυτό το όμορφο αίσθημα που είχαμε οι πιτσιρικάδες, του τότε, οι ερωτευμένοι με τους δεινόσαυρους.

Ξημέρωνε Πέμπτη και είχαμε σχολική φωτογράφηση, τα ρούχα που είχε επιλέξει η μαμά μου ήταν ήδη επάνω στην καρέκλα.

Ξάπλωσα και κουκουλώθηκα σκεπτόμενος τον παλιό κατεστραμμένο κόσμο των δεινοσαύρων ενώ έβαζα τον εαυτό μου στην θέση του δόκτορος Γκραντ.

Λίγο και το χάζι στον τοίχο με τα αυτοκόλλητα που φώτιζαν και παρουσίαζαν Τρικεράτοπες και Βελοσιράπτορες και τα βλέφαρα βάρυναν.

Αποκοιμήθηκα.

Αλλά ακόμη και στην χαλαρότητα του μεταιχμίου της νυχτιάς, είχα ένα ανάμεικτο αίσθημα για την Πέμπτη που ξημέρωνε.

Το χάραμα της, άνοιξα τα μάτια νωρίς και άκουσα κατόπιν ξυπνήματος, το τηλέφωνο του σπιτιού να χτυπάει και να ανακοινώνουν οι συγγενείς στην μαμά μου ότι ο τάδε θείος πέθανε.  Έτσι στα ξαφνικά, όπως μετά έμαθα. Ανακοπή, στον ύπνο του είπε η γυναίκα του ότι έφυγε.

«Ήσυχα, σαν ο ύπνος να τον πήρε έμοιαζε. Λες και το ήξερε, τα εγγόνια του τα αποχαιρέτησε το βράδυ το προηγούμενο» επαναλάμβανε με έναν μονότονο τόνο στο σπίτι μετά την κηδεία, όπως λέγαμε πολλά χρόνια μετά σε ένα μεθύσι επάνω με τον πρώτο εγγονό της.

Και το γνώριζα, το πρωινό εκείνης της Πέμπτης ήξερα ότι έρχεται κάτι το άσχημο.

Το πιο θεαματικό στο μυαλό μου αλλά και μακάβριο είναι η προαίσθηση που είχα. Όχι όταν άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο, αλλά πριν χτυπήσει.

Το έχεις νιώσει, όταν κοιμάσαι και ξυπνάς πριν να δημιουργηθεί ο θόρυβος ο οποίος θα σε ξυπνήσει. Είναι μια λειτουργία πρωτόγονης επιβίωσης που έχει περάσει και σε εμάς, αν και πλέον δεν της δίνουμε την πρέπουσα σημασία.

Η φύση μας έχει προικίσει κατάλληλα για επιβίωση, αλλά εμείς δεν λογαριάζουμε ούτε φύση, ούτε επιβίωση αλλά ούτε και προαίσθηση.

«Ναι, θα έρθουμε. Πότε θα τον θάψετε; Σήμερα κιόλας; Καλά, καλά. Σε καμιά ώρα θα ξεκινήσουμε» ήταν κάποια από τα λόγια που άκουσα.

Μέσα στο σκοτάδι δεν κατάλαβα πότε είχα σηκωθεί στο κρεβάτι και περίμενα. Δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί ακριβώς, αλλά καταλάβαινα ότι ήταν κάτι το τελειωτικό. Ίσως η λέξη που σκεφτόμουν τότε να ήταν «Τέλος» κι όχι τελειωτικό.

Ο Θάνατος θα μάθαινα αργότερα τι είναι.

«Το παιδί τι θα το κάνουμε; Σε καμιά ώρα σχολείο έχει. Ή να τον πάρουμε μαζί μας;» ρώτησε ο μπαμπάς, ο οποίος όπως όλοι οι άντρες που μπλέκουν σε τέτοιες καταστάσεις, άρχισε να χάνει τη ψυχραιμία του.

Αν και με κλειστή πόρτα, έβλεπα την μαμά μου να κουνάει το κεφάλι αρνητικά.

«Όχι, θα πάρω τηλέφωνο την Χρύσα (την αδερφή της) να έρθει να τον πάρει και να τον κρατήσει σήμερα και αύριο. Είναι μικρός ακόμη για να το δει» απάντησε.

Η πόρτα μου άνοιξε και μπήκε μέσα να με ξυπνήσει. Με είδε ήδη ξύπνιο μέσα στο μισοσκόταδο, ήρθε και κάθισε στο κρεβάτι μου.

«Τι έγινε;» την ρώτησα. Εκείνη άρχισε να μαζεύει τις κουβέρτες αμήχανα ενώ κοιτούσε προς το πάτωμα. Πως τα έκανε αυτά τα δυο μαζί, δεν κατάλαβα ποτέ. Γενικά ποτέ δεν κατάλαβα τους ανθρώπους οι οποίοι κάνουν ταυτόχρονα πολλά.

Σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο.

Η αμηχανία συνεχίστηκε για δέκα λεπτά, ίσως και δεκαπέντε. Άνοιγμα παραθύρου να αεριστεί ο χώρος, όπως έλεγε. Σιωπή, συμμάζεμα τα σκεπάσματα, κεφάλι κάτω και μετά η αλήθεια σαν δόρυ να σκίζει τον χειμωνιάτικο αέρα ενώ καθόταν και πάλι δίπλα μου:

«Ο θείος ο Αριστείδης πέθανε το πρωί» και με κοίταξε περιμένοντας αντιδράσεις.

Ξημέρωσε για τα καλά και πλέον μπορούσα να δω τα μάτια της, τα οποία ήταν ήδη κόκκινα από το κλάμα. Σήκωσα τα μάτια προς την πόρτα και είδα τον μπαμπά μου να παρακολουθεί. Επίσης βαριανασαίνοντας.

Και οι δύο περίμεναν να δουν αν μου σύστησαν το πιο σίγουρο πράγμα στον κόσμο με τον σωστό τρόπο.

«Και τι θα κάνουμε τώρα;» ήταν το μόνο που ρώτησα.

«Θα μείνεις με τη  θεία δύο με τρεις ημέρες, εμείς θα πάμε στο χωριό. Πρέπει να πάμε να τον χαιρετίσουμε» ήταν η απάντηση που πήρα.

«Καλά, σήμερα θα βγω φωτογραφίες έτσι; Ή δεν κάνει τώρα;» ήταν η μόνη και φυσιολογική, νόμιζα, απορία μου.

Αφέλεια, άγνοια, ηλικία, η στιγμή. Δεν ξέρω τι από όλα αυτά λειτούργησε και εξέφρασα έτσι την πρώτη μου απορία που αφορούσε τον Θάνατο.

Με κοίταξαν και οι δυο με μια υποψία γέλιου και μια ζωγραφιά πόνου στο πρόσωπο.

«Ναι, ναι θα βγεις» άκουσα και χάρηκα επειδή το είπε ο μπαμπάς μου.

Μετά από καιρό που επισκεφτήκαμε τον τάφο του Αριστείδη του Θείου κατάλαβα τι είχε συμβεί. Χωρίς κλάματα και παράπονα ατένισα το μάρμαρο και άφησα γονατίζοντας απλά ένα μπουκέτο λουλούδια στην φωτογραφία του.

«Κι εσύ έβγαινες φωτογραφίες, ε Θείε;» του ψιθύρισα ενώ σηκωνόμουν.

Η γνωριμία με το αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής που λέγεται Θάνατος θα γίνει με το παιδί, θέλει ο γονιός – δεν θέλει ο γονιός. Θέλεις εσύ – δεν θέλεις εσύ. Θέλω εγώ – δεν θέλω εγώ.

Στην ιδέα και μόνο του Θανάτου όλοι ανατριχιάζουμε. Όλοι αισθανόμαστε αυτό που δεν περιγράφεται και δεν το νιώθουμε κάτω από άλλες οποιεσδήποτε συνθήκες.

Έρχεται το σφίξιμο στο στομάχι, έρχεται ο κόμπος στον λαιμό, έρχεται η αναγούλα και η ναυτία (εάν πρόκειται για πολύ κοντινό μας πρόσωπο).

Και τελευταία έρχονται τα δάκρυα.

“Όσο νωρίτερα το παιδί γνωρίσει και μάθει τι ακριβώς συμβαίνει όταν ο άνθρωπος φεύγει, τόσο πιο αψήφιστα θα πάρει το γεγονός όταν συμβεί”.

Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα που έχει γραφτεί ποτέ σε άρθρα κι έχει ειπωθεί σε συνεντεύξεις, συζητήσεις, αποφάσεις ψυχολόγων μετά από συνεδρίες.

«Θα πάρεις αψήφιστα τον Θάνατο».

Κανένας δεν θα πάρει αψήφιστα τον Θάνατο ενός προσώπου αγαπημένου. Κανένας άνθρωπος, όσων χρονών και αν είναι. Απλά, η γνωριμία της ιδέας του Κυρίου με την Κάπα με το παιδί, θα αποθηκεύσει τον Θάνατο σαν ένα φυσιολογικό ακόλουθο της ζωής.

«Και θα βοηθηθεί το παιδί να κατανοήσει την διαδικασία;»

Όχι.

Γιατί όχι;

Γιατί κανένας μας δεν κατανοεί τον Θάνατο, πόσο μάλλον ένα παιδί. Κανένας δεν καταλαβαίνει ότι πρόκειται για το βεβαιότερο πράγμα στην ζωή.

Απλά το συνειδητοποιεί.

Και συνεχίζει την ζωή του, αυτή είναι η ουσία στο όλο θέμα του Μίστερ. Να συνεχίσεις την ζωή σου όταν σε επισκεφτεί και να μην  περιμένεις την επόμενη επίσκεψη του.

Κι αν έχεις κανονίσει να βγεις φωτογραφίες την ημέρα της επίσκεψης ανέβαλε το. Αλλά μην το ακυρώνεις.

Εκτός αν είσαι Εννέα και έχεις ήδη τα ρούχα σου σιδερωμένα στην καρέκλα σου. Τότε βγες την φωτογραφία σου και να αισθάνεσαι και περήφανος που θα το κάνεις.

Μοιραστείτε το: