Εντάξει, ίσως το παράκανα με το αλκοόλ τελευταία.
Κάτι το τέλος του καλοκαιριού, κάτι ο Σεπτέμβρης που μας θύμισε πως έχουμε δέκα χρόνια που τελειώσαμε το σχολείο ( άκου εκεί δέκα χρόνια ), κάτι οι τέσσερις μου τοίχοι που όλο και πλησιάζουν ο ένας τον άλλον όποτε βρίσκομαι ανάμεσα τους.
Τέσσερις βούλες και μια στην μέση, αλλά αυτή είναι μια ιστορία για άλλη στιγμή.
Ή τρεις βούλες στον αντίχειρα.
Κι αυτή είναι άλλη ιστορία, για άλλη στιγμή με άλλες συνθήκες.
Στην όλη ουσία της συγκεκριμένης βραδιάς υπήρχε αϋπνία, αλκοόλ, καπνός, και Johnny Cash.
Η νύχτα ήταν γεμάτη ανθρώπους, οι παράδρομοι της Άνω Πόλης ήταν γεμάτοι μαγαζιά.
Τα κρασάδικα αν και αρχή της περιόδου είχαν μαζέψει από τις εννέα το βράδυ έναν αξιοπρεπή αριθμό θαμώνων. Μπήκαμε στο πρώτο που είδαμε με κόσμο.
Γιατί για αυτό δεν βγαίνεις πλέον με φίλους σου, για να δεις άγνωστους ανθρώπους;
«Δύο λίτρα» ήταν το πρώτο που είπε κάποιος. Πριν καν καθίσουμε, τόση κακία κουβαλούσαμε.
Καθίσαμε στις καρέκλες και περιμένοντας το κρασί άρχισε η κλασική κυκλική εξομολόγηση του καθενός. Που είσαι τώρα, τι κάνεις και με τι ασχολείσαι, ποιος στοιχειώνει τον ύπνο σου το βράδυ κι άλλα τέτοιου είδους ερωτήματα.
«Εσύ ρε μαλάκα που βρίσκεσαι χαμένος;» έσκασε σαν χαστούκι μια ερώτηση στα μούτρα μου ενώ σερβίρονταν στο ποτήρι μου κρασί.
«Τα ίδια, όπως τα ξέρεις» βγήκε μια απάντηση πριν να την σκεφτώ.
Οι ώρες περνούσαν και τα κρασιά τέλειωναν, οι άνθρωποι άρχισαν να γίνονται περισσότεροι στο μαγαζί. Κοιτούσα έναν πίνακα στον απέναντι τοίχο. Αναπαριστούσε μια μαυροφορεμένη νεράιδα καθισμένη σε ένα μισοφέγγαρο. Παραμυθένια παράνοια, ή παρανοϊκό παραμύθι.
«Τι είναι αυτό τώρα μωρέ;
Είναι δυνατόν να έχει φτιάξει ο άλλος την γκόμενα έτσι, ούτε λεπτομέρειες, ούτε σκιές ένα γύρω.
Το πρόσωπο της δεν φαίνεται καλά-καλά.
Τον πλήρωσαν κιόλας»
άκουσα να λέγεται με σπασμένη από την σούρα γλώσσα από κάπου απέναντι.
Είχε έρθει η ώρα που δεν μπορούσα να εστιάσω. Πολύ γλυκό το κρασί, δεν καταλάβαινες ότι σε είχε πιάσει από τον γιακά και σε έδερνε.
Συγκέντρωσα την θέληση μου και κίνησα για τον επάνω όροφο, που για κάποιο λόγο βρισκόταν η τουαλέτα. Δύσκολο αυτό, γαμώτο.
Στην διαδρομή άκουσα τον Johnny Cash να τραγουδάει ένα από τα ωραιότερα covers του:
«Well I won’t back down, no I won’t back down
You can stand me up at the gates of hell
But I won’t back down
Going to stand my ground, won’t be turned around
And I’ll keep this world from dragging me down
Going to stand my ground and I won’t back down»
Στην σκάλα πήρε το μάτι μου ξανά την νεράιδα στον τοίχο, με τα μαύρα της ρούχα, να έχει αρχίσει να κουνάει ρυθμικά το ένα της δάχτυλο. Πάνω – κάτω.
«Ναι, η νεράιδα με τα μαύρα και ο άντρας με τα μαύρα» σκεφτόμουν ενώ άνοιγα την πόρτα και προσπαθούσα να εστιάσω.
Είναι δύσκολο για τον άντρα, ειδικά όταν είσαι και λίγο φτιαγμένος από το αναθεματισμένο το νερό που καίει.
Μάλλον, το γλυκό νερό που ζαλίζει.
Το ότι είδα να κουνάει ρυθμικά τα δάχτυλα της μια μορφή ενός πίνακα δεν με απασχόλησε και τόσο.
Σε πέντε λεπτά κατέβηκα και πλησίαζα το τραπέζι όταν άκουσα το ίδιο τραγούδι:
«Hey baby, there is no easy way out
Hey I will stand my ground and I won’t back down»
Κάθισα και άκουγα το κομμάτι όταν με διέκοψε και πάλι ο απέναντι μου.
«Γιατί να ζητήσεις να ξαναπαίξει το συγκεκριμένο;»
«Γιατί γαμάει» απάντησα ενώ ξαναγέμιζα το ποτήρι με κρασί. Το κρασί με έναν μαγικό τρόπο πλέον δεν τέλειωνε από την κανάτα.
Ένιωσα για λίγο Ιησούς, έπειτα είδα την σερβιτόρα να απομακρύνεται με την άδεια κανάτα στα χέρια της.
Αποτυχία και στην φαντασία.
Έχοντας πιει τόσο για να πιάσουν τον καθένα στο τραπέζι τα υπαρξιακά του, αποφασίσαμε να πληρώσουμε. Κάπου στα σαράντα ευρώ στο σύνολο, μια χαρά αν σκεφτεί κάποιος ότι δεν βλέπαμε πλέον μπροστά μας.
«Πάμε για καμιά μπύρα παραλία για σβήσιμο» πρότεινε κάποιος. Ναι, καλή ιδέα να σβήσεις μια βραδιά γεμάτη αλκοόλ με ακόμη λίγο αλκοόλ.
«Εγώ πάω σπίτι, δεν θέλω άλλο» κατόρθωσα να αρθρώσω μετά από προσπάθεια. «Θα πάρω ταξί και πάω σπίτι, φτάνει».
«Έλα μωρέ μαλάκα, είχαμε να βρεθούμε δυο χρόνια όλοι μαζί, πάμε. Καμιά ώρα και φύγαμε» φώναξαν όλοι μαζί σαν χορωδία της συμφοράς.
Εννοείται ότι υποχώρησα.
Η πόλη ήταν ακόμη ζωντανή, η μυρωδιά του καλοκαιρινού νέκταρ είχε δώσει την θέση της σε κάτι που θύμιζε ξεραμένο φύλλο, το Φθινόπωρο καρτερούσε.
Η Θεσσαλονίκη τέτοιες ημέρες έχει ένα χρώμα ιδιαίτερο.
Ειδικότερα τις πρώτες πρωινές ώρες, λίγο μετά τις τρεις. Ένα χρώμα που αντανακλά στους δρόμους που διαβαίνεις, στα πεζοδρόμια που περπατάς, στις βιτρίνες των άδειων καταστημάτων που χαζεύεις. Ένα χρώμα μυστήριο, ένα χρώμα που έχει χαραχθεί σε αυτή την πόλη και μόνο όσοι περπατάν την νύχτα μπορούν να το διακρίνουν.
Έστω στο ελάχιστο.
Περαστικοί πολλοί τριγύρω για μια τόσο περασμένη ώρα. “Βγήκαμε από μνημόνια, το γιορτάζουν” σκεφτόμουν.
Οργώσαμε με γκαρίδες όλη την διαδρομή ως την παραλία. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα μας θυμόταν την επόμενη ημέρα. Τι μας ένοιαζε;
Φτάσαμε στην παραλία, είχαμε πάρει και κάτι μπύρες από το μόνο περίπτερο που βρήκαμε ανοιχτό ( «από δυο ο καθένας ρε μαλάκες, τι γκρινιάζετε;» ).
Καθισμένοι στο πλακόστρωτο χαζεύαμε την θάλασσα, η οποία θα μπορούσε να ήταν το στολίδι της πόλης μας. Αλλά δυστυχώς είναι απλά η ντροπή της και η δυσωδία της.
«Σκέφτομαι να την ξαναπάρω, δεν μου πάει η καρδιά να την αφήσω πίσω. Τόσα χρόνια μαζί…»
«Μην τολμήσεις, ρε Χάρη. Έχετε καθίσει και τα έχετε πει, δεν αλλάζει κάτι. Τώρα, αν το θες…»
Δεν με ένοιαζαν ιδιαίτερα όσα ακούγονταν.
Ήμουν ο μόνος που έπινε, ενώ στην αρχή γκρίνιαζα κιόλας. Όταν μεθάει ο άνθρωπος για κάποιον λόγο θέλει να βγάλει συναίσθημα προς τους γύρω του. Ή απωθημένα ή επιθυμίες. Εγώ θέλω απλά να κοιμάμαι.
Για αυτό δεν έδινα και ιδιαίτερη σημασία στους γύρω, απλά κοιτούσα τον Θερμαϊκό και άκουγα τους ήχους τους ξημερώματος. Αυτοκίνητα, νυχτοπούλια ξεχασμένα, άνθρωποι να ξερνάν από υπερβολική κατανάλωση.
Δίπλα μας είχαν εμφανιστεί δυο κοπέλες, δεν ξέρω πόση ώρα κάθονταν εκεί.
Μια από τις δύο είχε μαύρα μαλλιά και φορούσε μαύρα ρούχα, όπως ακριβώς η νεράιδα στον κωλοπίνακα στο μαγαζί με τα κρασιά. Η ομοιότητα ήταν τέτοια που ούτε καν πρόσεξα την διπλανή της.
Η μέθη είχε χαθεί από μέσα μου, πλέον έβλεπα μόνο την συγκεκριμένη γυναίκα με τα μαύρα.
Σηκώθηκα με αποφασιστικότητα και διάνυσα τα τρία με τέσσερα μέτρα που μας χώριζαν.
Έκατσα ανάμεσα τους, την ώρα που έλεγαν κάτι αστείο γιατί η γυναίκα με τα μαύρα ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Γύρισαν και με κοίταξαν και οι δυο τους, με μια ευγενική περιέργεια ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους.
Λογικό,εγώ θα με είχα δείρει πριν καθίσω.
“Ήθελα να σε ρωτήσω, πότε κατέβηκες;” την ρώτησα σοβαρά – σοβαρά, κοιτώντας την κατάματα. Μην παίρνοντας απάντηση, μόνο μια έκπληκτη ματιά από μέρους της, συνέχισα.
Ο μαλάκας. “Από το φεγγάρι, πότε κατέβηκες;”
Έχω διαβάσει πολλά βιβλία για να πιστεύω σε ένα ρομαντικό επίλογο μιας ιστορίας. Δεν ήρθε ένας τέτοιος επίλογος.
Εκείνη κοιτώντας την φίλη της, μου είπε:
“Νομίζω μπερδεύεσαι, είναι έξι το πρωί και μόλις σχόλασα, έχω σχέση”
Έμεινα για κανένα λεπτό μαζί τους χωρίς να μιλάει κανείς μας, τελικά αποφάσισα να αποχωρήσω. Πήγα στους δικούς μου πιο πίσω οι οποίοι είχαν ξεχάσει το μεθύσι τους και γελούσαν. Κι ανακάλυψα ότι γελούσαν μαζί μου.
“Άκυρο ρε μαλάκα; Σοβαρά πας πίτας να μιλήσεις σε γκόμενα; Είσαι ηλίθιος;” κι άλλα τέτοια ελέχθησαν.
Έφυγαν πρώτες οι κοπελιές από απέναντι, με την συνοδεία τα γέλια και τα σφυρίγματα των φίλων μου. Είμαστε ώριμοι, το ξέρω. Είχε ήδη πάει εφτά, οπότε τους χαιρέτησα και κίνησα για την πηγή των κακών. Στον δρόμο σκεφτόμουν, όπως πάντα. Ανέβηκα στο αστικό, ευτυχώς ήταν άδειο.
Ναι, τελικά η ζωή δεν είναι βιβλίο. Δεν έχει ποτέ χαρούμενο τέλος. Θα με εκπλήττει αυτή η ανακάλυψη πάντα, όποτε κι αν ψάχνω μια ποιητική απόδραση στο τέλμα που ζω.
Αλλά η γυναίκα με τα μαύρα ήταν σίγουρα εκείνη επάνω στο φεγγάρι στον κακοφτιαγμένο πίνακα, δεν μου το βγάζει ακόμη και τώρα κανείς από το μυαλό μου.
Έβαλα ακουστικά και ξεκίνησε για άλλη μια φορά ο Johnny Cash. Η γυναίκα με τα μαύρα έδωσε την θέση της στον άντρα με τα μαύρα.
Μουσικά μιλώντας και γράφοντας πάντα.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής