“Hello darkness my old friend, I’ve come to talk with you again” ακούγεται από τα ηχεία και από άλλη μπάντα γράφτηκε, άλλη μπάντα ακούω να το τραγουδάει, γι άλλο θέμα γράφτηκαν οι στίχοι κι άλλη ανάμνηση ξυπνούν σε εμένα.
Παράνοια, αλλά αυτό είναι η μουσική – μια παράνοια που σε βοηθά να διατηρήσεις τη λογική σου σε έναν παράλογο κόσμο και μια ψεύτικη κι αληθινή μαζί πραγματικότητα. Ή είναι απλά μελωδία μονότονη και κλαψιάρικια με καψουρολογάκια να χτυπάμε παλαμάκια. Όπως αρέσει στον καθένα.
Τέλος πάντων.
Γεια σου σκοτάδι, σκοτεινιά, είμαι ένας γνωστός από τα παλιά και με λες και φίλο, όπως τόσες άλλες νύχτες ήρθα στο κατώφλι σου κι απόψε. Ξέρω πως έχεις λόγια παρηγοριάς να μου πεις, αλλά απόψε κι εγώ δεν ξέρω από τι θα ήθελα να παρηγορηθώ, ξέρω πως ανυπομονείς για αυτή μας τη συνάντηση κάθε φορά. Νομίζω πως σου αρέσει να με βλέπεις στα χαμένα, με κενό βλέμμα και τσιγάρο στο χέρι, με μπουκάλι στο γραφείο και δάκρυα στα μάτια. Ίσως να μου αρέσει κι εμένα γι αυτό στις μαύρες μου έρχομαι σε εσένα.
Σκοτάδι λέγεσαι άλλωστε κι όχι τυχαία, έτσι ;
Ένα χτύπημα φιλικό στην πλάτη το αισθάνομαι είναι η αλήθεια, κάποια λόγια τα ακούω, μια συμπαράσταση την έχω. Μετά βεβαίως σκέφτομαι πως δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, το δωμάτιο είναι άδειο. Ίσως να ήταν το χέρι του υπολογιστή που με χτύπησε στον ώμο, ίσως ήταν η φωνή της πενηντάρας led που ακούστηκε, ίσως το μούγκρισμα της μηχανής μου που με παρηγόρησε. Ίσως τελικά όλος αυτός ο θόρυβος που ακούω από την ώρα που σε επισκέφτηκα είναι απλά η σιωπή.
Αλλά έχει ήχο η σιωπή;
Έχει και είναι ο πιο εκκωφαντικός θόρυβος, η πιο ανατριχιαστική μουσική, το μεγαλύτερο ουρλιαχτό που υπάρχει. Το ακούω καιρό τώρα και έχω τσακωθεί με γνωστούς και φίλους που κατηγορούν την νεοκουλτούρα για την πεζή έκφραση τούτη, ο ήχος της σιωπής. Πολλοί από αυτούς δεν θα ακούσουν ποτέ τον ήχο της και τους το εύχομαι ολόψυχα αλλά εγώ τον ακούω.
Και με πονάει.
Ξαφνικά καταλαβαίνω αγαπητή σκοτεινιά, επέτρεψε μου να σε μετατρέψω σε θηλυκό, πως δεν έρχομαι εγώ στο κατώφλι σου αλλά εσύ στο δικό μου. Κάθε τέτοιο ίδιο βράδυ που ο κόσμος φαίνεται τεράστιος κι εγώ ένα τίποτα, κάθε φορά που ο τοίχος έρχεται απειλητικά να με πνίξει, κάθε φορά που το πρόσωπο μου βρίσκεται στις χούφτες μου. Έρχεσαι και δεν μπορώ να σε διώξω όσο κι αν θέλω. Δεν μπορώ να απαλλαγώ από εσένα.
Ίσως και να μην το θέλω. Ίσως να αισθάνομαι ευτυχισμένος μέσα στην δυστυχία που μου προσφέρεις.
Και το αστειότερο όλων είναι ότι σε ξέρω τόσο καλά όσο με ξέρεις κι εσύ, ξέρω πότε ακριβώς θα έρθεις και ξέρεις πότε ακριβώς σε χρειάζομαι. Γιατί σε χρειάζομαι. Δεν είμαι ολοκληρωμένος χωρίς τη μαύρη μου πλευρά, δεν είμαι άνθρωπος χωρίς τη δυστυχία. Έτσι με έκανες να νομίζω από πολύ παλιά. Εσύ και το νόθο σου παιδί η σιωπή, με κάνατε να σας σιχαίνομαι και να σας αγαπώ.
Δεν ακούγονται ψίθυροι στη σιωπή, εδώ είναι η πραγματική ζωή. Μόνο ο ήχος του τίποτα. Ένας ήχος που είναι πάντα δίπλα μου και μου λέει πρόσεχε, δεν σε ξέχασα. Παραμονεύω και στην πρώτη ευκαιρία θα σε επισκεφτώ.
Δεν μπορείς να με διώξεις, δεν θέλεις να με διώξεις.
Έχει δίκιο, δεν θα πω ψέματα ότι έχω προσπαθήσει. Κάποτε θα προσπαθήσω, προς το παρόν γέμισε μου το ποτήρι και ξαναπαίξε το κομμάτι.
Και η σιωπή είναι δίπλα μου.
Κι έχει ήχο.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής