Η Ιλιάδα  (Ιλιάς κατά τα παλιά καλά χρόνια της καθαρευούσης) είναι ένα πολύ επιτυχημένο κι εμπορικό έπος – ποίημα – πεζογράφημα –διήγημα – μυθιστόρημα, το οποίο έχει τρυπώσει στα καλύτερα όλων των εποχών εδώ και καμιά τέσσερις χιλιάδες χρόνια και έχει βαφτίσει -με όλα τα δίκια του κόσμου- τον Όμηρο στον ρόλο του πατέρα όλων των μεταγενέστερων συγγραφέων της φαντασίας, πεζογραφίας, φανταστικού και ιστορίας.

Υπήρχαν και οι μετέπειτα Σκανδιναβοί αλλά θα τους αφήσουμε για άλλη φορά.

Εκεί μέσα λοιπόν, στους χιλιάδες στίχους του έπους, αναφέρονται κατορθώματα και πράξεις ηρώων, αναφέρεται το σθένος και  υπογραμμίζεται το θάρρος, αναφέρεται η επιμονή και η υπομονή, αναφέρεται και περιγράφεται η πονηριά και η μπαγαμποντιά των Ελλήνων. Κι όλα αυτά περιγράφονται σε σμίκρυνση καθώς ο ποιητής από τα δέκα χρόνια της πολιορκίας της Τροίας κρατά τις πενήντα ημέρες, τις τελευταίες.

Πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας πουλάει άνθρωπος τέτοιον παπά, ένα τεράστιο δώρο προς τιμήν του  υποτιθέμενου νικητή ενός πολέμου,  ενώ ταυτόχρονα για πρώτη φορά τρώει άνθρωπος τέτοιον παπά. Μια ιδέα της Θεάς Αθηνάς ,την οποία υλοποίησε ο Οδυσσέας, έγινε η αιτία να λήξει ο δεκαετής πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τρώων.

Μεταξύ Ελλήνων δηλαδή. Και περιγράφεται όλη αυτή η περιπέτεια μέσα στο μεγαλύτερο και ωραιότερο ποίημα που έχει γραφτεί ποτέ, για εμένα ανώτερο κατά πολύ της Οδύσσειας.

Κι ο Όμηρος διδάσκεται, τον διαβάσαμε μικροί στα σχολειά μας.

Κι άνοιξαν οι δρόμοι με τις χιλιετίες που πέρασαν από τα χρόνια των Ομηρικών Επών και στο σήμερα οι ποιητάδες προτιμούν να περιγράφουν το τίποτα με πολλές-πολλές αράδες μπας και καταφέρουν να περιγράψουν κάτι. Και το αστείο είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που τους διαβάζουν, το χειρότερο είναι πως στους ανθρώπους αυτούς αρέσει αυτό που διαβάζουν.

Θυμίζει τους παρανοϊκούς ζωγράφους της Αναγέννησης που έπαιρναν ένα κουτί μπογιάς και απλά το πετούσαν σε έναν καμβά, τον άφηναν να στεγνώσει μια ημέρα και την επόμενη τον βάφτιζαν έργο τέχνης και τον πουλούσαν. Και πολλά χρόνια αργότερα βρίσκεται ένας βλάκας και αγοράζει το συγκεκριμένο έργο (την πιτσιλιά στον καμβά) για μια ολόκληρη περιουσία.

Και το καμαρώνει κιόλας.

Σιχαίνομαι την τέχνη που κοροϊδεύει τον κόσμο, μάλλον τους ανθρώπους της τέχνης που κοροϊδεύουν τον κόσμο.

Η ποίηση της θολοκουλτούρας, όλος ο βόρβορος της μεταμοντέρνας Ελλάδος είναι εκεί μέσα χωμένος. Ενδεδυμένος το υπεράνω και το αριστοκρατικό με στομφώδες ύφος και λεξιλόγιο ακατανόητο από τους χωρικούς μεταμφιέζεται σε Ολύμπιο Νέκταρ για τους αδαείς και ευκολόπιστους.

Ακαταλαβίστικα τετράστιχα για λουλούδια και αγκάθια με πασπαλισμένα κόκκινα μαλλιά μιας αγαπημένης που την δέρνει ο χοντρός της πατέρας λόγω της αγάπης που έχει για τον μουσάτο αντάρτη ο οποίος κυνηγιέται από τις δυνάμεις του κατακτητή.

Αυτό εμπεριέχεται εκεί μέσα παιδιά. Στην πλειοψηφία.

Περιεχόμενο κι ανησυχία για το οτιδήποτε μηδέν, ένα υποτυπώδες λεξιλόγιο άμεσο στον αναγνώστη απόν, πολιτικές νύξεις ψευτοφιλελευθερισμού με το φτυάρι.

Πώς στον διάολο από Όμηρους καταλήξαμε να διαβάζουμε πουθενάδες είναι άξιο απορίας, πως στον διάολο από έθνος με ιστορία και ήρωες γίναμε ένα βοσκοτόπι με πρόβατα και νεοραγιάδες επίσης.

Πώς από κατορθώματα και μάχη στην Ιλιάδα καταλήξαμε να διαβάζουμε για τον αγάμητο στην Ηλιθιάδα;

Τα είχε γράψει ο Γιώργος ο Σουρής κάποτε:

Μοιραστείτε το: