Υπήρξα κι εγώ άνθρωπος που κάπνιζε για ένα διάστημα Φτηνά Τσιγάρα. Θα πει όποιος δεν καπνίζει, σιγά τη διαφορά που έχουν. Θα πω σε αυτόν που δεν καπνίζει και εκφράζει άποψη:
«Έχουν διαφορά αδερφέ».
Τα Φτηνά Τσιγάρα είναι δακτυλοδεικτούμενα.
Τα αγοράζουν όσοι δεν έχουν αρκετά ψιλά στο πορτοφόλι τους για να πάρουν τα άλλα, τα επώνυμα.
Να πιουν το χαρμάνι το αμερικάνικο και να φυσήξουν τον καπνό τον εισαγόμενο.
«Υπάρχει η διαφορά εισαγόμενου και ντόπιου τσιγάρου; Αυτά παλιά στις ασπρόμαυρες ταινίες υπήρχαν» θα σκεφτεί ο ίδιος που δεν καπνίζει.
Ναι, έχει δίκιο εδώ αυτός που δεν καπνίζει.
Αλλά σε τέτοιες μεταφορές και συγκρίσεις του παρελθόντος ταξιδεύω όταν το παρόν με κυνηγά χωρίς έλεος.
Μιλούσαμε με εμένα για κάτι όμως. Κι αυτό το κάτι δεν ήταν τα ταξίδια στο παρελθόν που κάνουμε όταν θέλουμε να αποφύγουμε το Τώρα μας.
Ήταν τα Φτηνά Τσιγάρα.
Τα Φτηνά Τσιγάρα είναι η ταινία που μισείς ή αγαπάς. Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που είδε την ταινία και είπε:
«Εντάξει μωρέ, καλή είναι αλλά δε με κράτησε και πολύ». Όχι, ο οποιοσδήποτε θα πει ότι είτε του άρεσε είτε δεν του άρεσε.
~~~~
Τα Φτηνά Τσιγάρα σαν κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τα είδα πρώτη φορά όταν άρχισα το κάπνισμα, στα πρώτα χρόνια του λυκείου.
Κάτι τα πρώτα πακέτα, κάτι οι αφραγκίες του καιρού τότε, κάτι ο Χαραλαμπίδης που μου ήταν συμπαθής, με ώθησαν να πάω στο video-club της περιοχής μου και να την νοικιάσω την ταινία.
Είχε γίνει ένας κακός χαμός όταν κυκλοφόρησε, εν ολίγοις είχε φάει το θάψιμο του αιώνα. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί.
~~~~
~~~~
Η ιστορία ξεκινά να περιγράφει μια καθημερινότητα ενός ανδρός απαγορευτική για το σύνολο των ανθρώπων.
Κάθε μέρα που ξημερώνει ο Νίκος, ή αλλιώς Μέγας Ανατολικός, ξεχωρίζει από ένα βάζο τα ψιλά που θα χρειαστεί για τον καφέ και τα Φτηνά Τσιγάρα του.
Κάθεται μπροστά στον καθρέφτη του για να κατανοήσει το Τώρα του και να συνειδητοποιήσει ότι είναι ανίκανος για την οποιαδήποτε εργασία.
Εδώ ταυτίστηκα μαζί του άσχημα από την πρώτη φορά που είδα την ταινία. Και συνεχίζω να ταυτίζομαι.
Όπως λέει ο ίδιος παρακάτω στο έργο:
«Είμαι ειδικός επί των γενικών. Είμαι σπεσιαλίστας στο να μην κάνω απολύτως τίποτα. Είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω τόσο καλά.»
~~~~
Στο καφέ που συχνάζει αντιμετωπίζει καθημερινά ανθρώπους διαφορετικούς και ακούει τα προβλήματα τους και τις ανησυχίες τους.
Έτσι, κάθε μέρα ταξιδεύει σε κουβέντες με άεργους νέο-φιλόσοφους που τους παίρνει τηλέφωνο ο Πλάτων, με κερατωμένους συζύγους που τρώνε ξύλο από το γκόμενο της γυναίκας τους, με ξένους μποξέρ που θέλουν να χορέψουν και δε βρίσκουν ταίρι για το χορό τους.
Με πενηντάρηδες που αθλούνται και βρίζουν τους φίλους τους, με μετανιωμένες γυναίκες που θέλουν να βρουν τρόπο να ξαναφτιάξουν το σπίτι τους.
~~~~
Κάπου – κάπου συζητά με τον ιδιοκτήτη του καφέ ο οποίος συλλέγει γόπες.
«Κάθε γόπα που έχω στο κουτί μου καπνίστηκε όταν κάποιος άνθρωπος ήθελε να πάρει μια σημαντική απόφαση.
Δεν έχει σημασία που οι γόπες προέρχονται από Φτηνά Τσιγάρα.
Η απόφαση που ο καθένας που τις κάπνισε πήρε ήταν ίσως η σημαντικότερη της ζωής του» λέει ο συμπαθής καφετζής.
Και συνεχίζει κοιτώντας τα Φτηνά Τσιγάρα του Νίκου:
«Όταν τελειώσεις το επόμενο τσιγάρο μπορώ να πάρω τη γόπα; Νιώθω ότι θα πάρεις μια σημαντική απόφαση».
~~~~
~~~~
Ο Μέγας Ανατολικός δεν έχει τηλέφωνο. Δεν πλήρωσε λογαριασμούς, δεν μπορεί να μιλήσει με φίλους του.
Οπότε κάθε βράδυ όποιος θέλει να του μιλήσει τον καλεί στο καρτοτηλέφωνο απέναντι από την Ακρόπολη.
Ξέρει ότι θα τον βρει εκεί.
Στο καρτοτηλέφωνο συναντά τη Σοφία, μια κοπέλα η οποία ασχολείται με τη μόδα.
Κάπου στην πορεία θα τη σνομπάρει για αυτή της την επαγγελματική επιλογή.
Πριν από αυτό όμως, με έναν μικρό εκβιασμό που περιλαμβάνει τη χρήση της τηλεκάρτας του, την πείθει να κάνει έναν περίπατο στην νυχτερινή Αθήνα μαζί του.
Σε άδειους δρόμους, με άγνωστους ανθρώπους της νύχτας.
~~~~
Οι άνθρωποι της νύχτας είναι ο Κλειδοκράτορας και φύλακας των μαγαζιών μιας συγκεκριμένης περιοχής.
Έξω από ένα pet shop, δίνει τα κλειδιά του μαγαζιού στο Μέγα Ανατολικό κάπου στη διάρκεια του περιπάτου με τη Σοφία.
«Όταν έλεγες ότι γνωρίζεις ανθρώπους της νύχτας, αυτό εννοούσες;» ρωτά αυτή.
«Ε τι θα ήξερα, τίποτα φλώρους barmen;» απαντά εκείνος. «Θα ανοίξουμε την πόρτα για το βασίλειο της σιωπής».
Το βασίλειο της σιωπής είναι το εσωτερικό του μαγαζιού όπου δεν ακούγεται κουβέντα ανθρώπου.
Μόνο η ησυχία των ανυποψίαστων ψαριών και πουλιών.
“Πώς ακούγεται η ησυχία;” ρωτάς. Με την όραση σου απαντώ.
~~~~
Συνεχίζει η ταινία σε στοές με εν δυνάμει δολοφόνους που δε θέλουν να μάθουν καράτε αλλά μπαλέτο, σε συναντήσεις με το Μανώλη και το εξάσφαιρο του.
Ο Μανώλης χρωστά λεφτά στους δολοφόνους που μαθαίνουν μπαλέτο και ο Νίκος ή Μέγας Ανατολικός θα τον βοηθήσει να πάρει μια παράταση χρόνου.
Και το καταφέρνει.
Η βόλτα με τη Σοφία τελειώνει, ο Μέγας Ανατολικός ή Νίκος αποφεύγει να τη χαιρετίσει με ένα φιλί ενώ θυμάται τι ονειρευόταν να κάνει όταν ήταν παιδί.
Ήθελε να πάει στη σελήνη και να φέρει μια πέτρα της στη Γη. Η ερώτηση της Σοφίας είναι:
«Πώς θα χωρίσουμε» και απομακρύνεται γελώντας. Ενώ ο Νίκος απαντά φωνάζοντας:
«Όπως συναντηθήκαμε. Και την πέτρα θα τη βρω, θα τη φέρω για να στη χαρίσω». Και κάπως έτσι περνά μια εβδομάδα και τέσσερις ημέρες που δεν έχουν ξανασυναντηθεί.
Για να προλάβω τον οποιοδήποτε, ναι. Ξανασυναντιούνται και ολοκληρώνουν αυτό που ξεκίνησαν.
~~~~
~~~~
Σε όλη τη διάρκεια αυτής της νυχτερινής βόλτας ο Μέγας Ανατολικός καπνίζει Φτηνά Τσιγάρα ενώ διηγείται μια ζωή που όλοι μας έχουμε ζήσει.
Έστω και για πολύ λίγο.
Έχουμε καθίσει ώρες σε ένα καφέ να ακούμε τα προβλήματα του άλλου.
Έχουμε συμβουλέψει με λάθος τρόπο φίλους μας και σταματήσαμε να μιλάμε μαζί τους.
Έχουμε κάνει θελήματα για ανθρώπους που δεν άξιζαν κι έχουμε απογοητεύσει γνωστούς που δεν έπρεπε.
Έχουμε καθίσει μπροστά από τον καθρέφτη μας και μιλώντας στα ψάρια μας είπαμε:
«Αυτή θα είναι η πρώτη μέρα της επόμενης ζωής μου». Πράγμα που ποτέ δεν έγινε.
~~~~
Καπνίζαμε Φτηνά Τσιγάρα για πολύ καιρό ενώ δραπετεύαμε για λίγο στην παραπάνω πραγματικότητα.
Κάποτε συνέβη, γνωρίσαμε τη Σοφία μας. Κι εκείνη δεν κάπνιζε Φτηνά Τσιγάρα, αλλά τα άλλα. Τα εισαγόμενα, τα Αμερικάνικα που μνημόνευα στην αρχή.
Την ακολουθήσαμε για λίγο σε μια βόλτα, πήραμε τον έλεγχο του δρομολογίου, την ξεναγήσαμε στη δική μας πραγματικότητα.
Μέσα από καφέ, μπαρ, «δολοφόνους», φίλους, σήραγγες, κλειδοκράτορες, ησυχία, τίποτα, τηλέφωνα, λεωφορεία και ψάρια, την καληνυχτίσαμε.
Περιμέναμε εβδομάδες, μήνες, ίσως κάποιοι γενναίοι περίμεναν και χρόνια ακόμα.
Όμως η Σοφία δεν ξαναγύρισε για όλους μας.
Κάποιοι την περιμένουν ακόμη και τώρα, άλλοι την κρατάνε σήμερα στην αγκαλιά τους όπως την κράτησαν τη δεύτερη φορά που την είδαν.
~~~~
Κι όλοι μας θυμόμαστε όταν κοιτάζουμε τα πακέτα στο κομοδίνο ότι όλα ξεκίνησαν επειδή κάποτε καπνίζαμε Φτηνά Τσιγάρα.
Για να θυμόμαστε καλύτερα, ανάβουμε κι ένα, ενώ τη γόπα την κρατάμε στο δικό μας κουτί πλέον. Επειδή από ένα σημείο κι έπειτα κάθε απόφαση μας είναι σημαντική.
Αυτό μου άφησαν τα Φτηνά Τσιγάρα.
Μια ζωή που ώρες-ώρες έζησα και ζω, επιλογές που έκανα και θα κάνω. Γόπες που μάζεψα και συνεχίζω να μαζεύω.
Γόπες σημαντικές από Φτηνά Τσιγάρα.
~~~~
~~~~
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής