Η καραμπίνα του παππού σπάνια κατέβαινε από τον τοίχο.

Ακριβώς επάνω από το τζάκι, εκεί ήταν η θέση της. Ο παππούς την κατέβαζε μόνο μια φορά τον μήνα για να την καθαρίσει, όπως έλεγε.

«Μα παππού, είναι μια ζωή επάνω από το τζάκι, κρεμασμένη στον τοίχο. Πώς βρόμισε;» ρωτούσα τον γέρο. Εκείνος την έπαιρνε στα χέρια του κι αφού την ζύγιαζε και έπειτα έβλεπε με προσοχή να βεβαιωθεί ότι δεν είχε μέσα κάποιο βόλι μου έλεγε:

«Την καθαρίζω να μην χρειαστεί να την δουλέψω καμιά μέρα και δεν μπορέσω». Απλά και φυσικά, με μια χαμηλή φωνή που έβγαζε προς τα τελευταία του.

Να την δουλέψω, έτσι το έλεγε. Τι διάολο;

Από τις μέρες του καταραμένου πολέμου του είχε μείνει. Τότε που στα βουνά της Καστοριάς βρέθηκε απέναντι με τον αδερφό του. Τις λίγες φορές που τον πρόλαβα να μιλάει για αυτό το αίσχος με τους μεγάλους της οικογένειας, πάντα κατέληγε στο ίδιο:

«Και φώναζε από απέναντι, ήταν καπετάνιος και τον σεβόντουσαν οι άλλοι.

Μου φώναζε, Έτσι και σε πιάσω θα σε σφάξω σαν τραγί μπάσταρδε». Μετά σηκωνόταν και πήγαινε μέσα στο δωμάτιο με την καραμπίνα.

Λογικά να μην τον δουν οι κόρες και ο εγγονός να λυγίζει και να κλαίει.

Από τα πολλά κουσούρια που τους άφησε ο εμφύλιος στο χωριό ήταν τα όπλα στο σπίτι. Τα γαμημένα, τα καταραμένα όπλα.

Και όποτε έπιανες σε κανένα σπίτι έναν από όλους να τους πεις, «Ρε θείο, άστο το ρημάδι αυτό, πέτα το. Πάμε να το θάψουμε. Αυτά τα γεμίζει ο διάολος καμιά φορά και δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει»

Ο θείος, ο οποιοσδήποτε γέρος που είχε ακούσει σφαίρες και βόμβες να ξυρίζουν το κεφάλι του σου έλεγε απλά «Ασ’ την να υπάρχει, δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει καμιά φορά».

Άντε βγάλε άκρη, σκεφτόταν οι πιο νέοι.

Πολλοί πήρανε ερέθισμα μετά από την δικτατορία.

Μετά από τα τάγματα της ντροπής που δρούσαν στα χωριά για εφτά διαολεμένα χρόνια. Όσοι δεν ήταν αρκετά μεγάλοι για να συμμετέχουν στον εμφύλιο πήρανε αέρα με την Χούντα. Είχανε όπλα στην ζωστήρα,  κι όταν οι δικτάτορες πέσανε κρεμάσανε καραμπίνες και περίστροφα στους τοίχους.

«Μην χρειαστεί και τα δουλέψουμε» λέγανε.

Οι περισσότεροι τα σηκώσαν από τους τοίχους τους όταν το χωριό άρχισε να αποκτά και πάλι ζωή. Όταν άρχισαν πιτσιρίκια να σουλατσάρουν στους δρόμους του ξανά.

Ο παππούς την είχε μέχρι και τον τελευταίο του χρόνο. Την  πρόσεχε και την καθάριζε, πάντα πάνω από το τζάκι. Είχα συνηθίσει την θέα της.

Κάποια στιγμή άρχισα να την βλέπω και σαν αξιοθέατο.

Κάτι που θύμιζε εποχές σκοτεινές, κάτι που θύμιζε γεγονότα που διέλυσαν οικογένειες και στιγμάτισαν σπίτια.

Κι ήρθε κάποτε μια μέρα καλοκαιριάτικη, να έχουμε βγει όλα τα πιτσιρίκια και να προσπαθούμε να περάσουμε την ημέρα μας.

Ο ήλιος να βαράει στα ποδήλατα και τις σέλες, να μην μπορούμε να καβαλήσουμε να πάμε μέχρι το διπλανό χωριό. Να πειράξουμε τους κατοίκους του, να σπάσουμε κανένα τζάμι κάποιου ακατοίκητου σπιτιού και έπειτα να μας κυνηγάνε οι νοικοκυραίοι.

Τέτοια μαλακισμένα ήμασταν κι εμείς κάποτε. Πετάχτηκε λοιπόν μια ιδέα από τον “Μ”, ένα παιδί αμφιβόλου ποιότητας από εκείνη την ηλικία:

«Πάμε για κυνήγι;»

Ξαφνικά όλοι σήκωσαν το κεφάλι και τον κοίταξαν με ενθουσιασμό. «ΝΑΙ» είπαν με μια φωνή.

Ένιωσα όλα τα βλέμματα επάνω μου. Ήμουν ο μόνος στου οποίου το σπίτι υπήρχε ακόμη ένα όπλο στον τοίχο.

«Ε, να, δεν ξέρω αν μπορούμε» ήταν τα λόγια μου. Το πολύ μα πολύ απλό ΟΧΙ δεν υπήρχε περίπτωση να το πω. Ήταν ταμπού η άρνηση σε προκλήσεις.

Κι όμως από μικρή ηλικία καταλαβαίνεις έναν άνθρωπο. Και ο παραπάνω «Μ», που αργότερα το κεφαλαίο αυτό γράμμα θα τον χαρακτήριζε, είπε:

«Τι φοβάσαι ρε φλώρε; Δεν θα σε σκοτώσουμε».

Οι μνήμες σε ένα  παιδί παρουσιάζονται σαν αναμνήσεις όποτε δεν πρέπει. Οπότε αυθόρμητα απάντησα, ναι, πάμε. Πάμε και από τους δυο μας δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα σκοτωθεί. Αν είναι να γίνει κάτι.

Ολόκληρο έργο άρχισε να παίζεται στο κεφάλι μου.

Μεσημέρι και η κληματαριά ήταν γεμάτη. Ευτυχώς όλοι έλειπαν στα ζώα. Αφήσαμε τα ποδήλατα έξω από την αυλή και μπήκαμε στο σπίτι.

Τέσσερα παιδιά χωρίς καν υποψία χνουδιού στο μάγουλο, φτάσαμε στον δεύτερο, στο δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς. Και να τη η καταραμένη, στον τοίχο.

Να μας δείχνει το παράστημα της, λες και παρίστανε καμιά γυναίκα του δρόμου, και θελκτική και βρώμικη μαζί.

«Κατέβασε την να την δούμε» άρχισαν να λένε. Με μια φωνή, σαν μια χορωδία του εξωπραγματικού στα αυτιά μου.

Χωρίς να χάσω χρόνο πλησίασα τον τοίχο, ανέβηκα στο σκαμνί και την σήκωσα στα χέρια μου. Ήταν βαριά τελικά, αρκετά βαριά για να πισωπατήσω και να πέσω σχεδόν. Αλλά βρήκα την ισορροπία μου.

Σε ένα δωμάτιο, τέσσερα δεκάχρονα και ένα όπλο στα χέρια του ενός. Μια καλοκαιρινή μέρα κάπου σε ένα ορεινό χωριό, την δεκαετία του ενενήντα. Εάν εκείνη την ώρα δεν έμπαινε ο παππούς στο δωμάτιο, ίσως και να γινόμασταν διάσημοι στην Ελλάδα.

Κι όχι με καλό τρόπο.

«Άφησε το κάτω» άκουσα. Και μαρμάρωσα. Όλοι μας.

Ο παππούς με σιγανά βήματα πλησίασε, πήρε το ανάθεμα από τα χέρια μου και είπε στα άλλα παιδιά να φύγουν.

«Θα παίξετε το απόγευμα» συμπλήρωσε κι έβαλε στην θέση της την καραμπίνα του.

Περίμενα να φύγουν οι φίλοι μου, φίλοι του καλοκαιριού για την ακρίβεια, για να σηκώσω τα μάτια μου και να τον κοιτάξω. Δεν είχα κουνηθεί από την θέση που βρισκόμουν όταν μπήκε στο δωμάτιο.

Κάθισε στο κρεβάτι και μου έκανε ένα νόημα να τον πλησιάσω.

Με κοιτουσε στην ψυχή, όχι στα μάτια. Αυτό το βλέμμα του, αυτά τα πράσινα μάτια του εκείνης της στιγμής τα βλέπω ακόμη μπροστά μου όποτε πάω να κάνω κάτι που ξέρω ότι είναι λάθος.

Έκατσα δίπλα του, με αγκάλιασε από τον ένα ώμο. Και τότε, ξαφνικά, άρχισα να κλαίω.

Όχι επειδή έκανα κάτι που δεν έπρεπε, όχι επειδή έπιασα στα χέρια μου κάτι που μπορεί να φέρει κακό. Επειδή κατάλαβα ότι τον απογοήτευσα.

Επειδή μέσα σε λίγα λεπτά συνειδητοποίησα ότι αυτό το αίσχος στον τοίχο υπήρχε για να θυμίζει γεγονότα που δεν πρέπει να επαναληφθούν και γεγονότα που συνέβησαν. Και αυτά που συνέβησαν ήταν στο μυαλό του παππού, βρίσκονταν εκεί μέσα κάθε μέρα.

Και έμαθε να ζει με αυτά.

«Εγώ φταίω, εδώ που το έχω το ρημάδι λογικό είναι να θες να το δεις καλύτερα. Θα το κρύψω» είπε. Περισσότερο σε αυτόν τον ίδιο τα έλεγε παρά σε εμένα.

Είχα συνέλθει από το κλάμα κάπως όταν τον ρώτησα, «Όταν έλεγες μην χρειαστεί να την δουλέψεις, τι εννοούσες;». Με το ζόρι δεν απέστρεψα το βλέμμα μου από το δικό του.

«Τίποτα».  Αναστέναξε και συμπλήρωσε :

«Ποτέ μην κρατήσεις όπλο απέναντι σε άνθρωπο. Ποτέ μ’ ακούς;» και με έπιασε και από τους δυο ώμους.

«Θα έχεις κι εσύ μια στον τοίχο στο σπίτι σου και μπορεί το παιδί σου να θέλει να την δει καμιά μέρα που εσύ δεν θα είσαι εκεί όπως ήμουν εγώ σήμερα.

Και τότε θα είναι αργά»

Με φίλησε στο μέτωπο και σηκώθηκε επαναλαμβάνοντας αυτό, θα είναι αργά τότε.

Ήταν η μόνη μέρα που είχε αφήσει μέσα βόλι. Δεν έμαθα ποτέ για ποιον λόγο.

Ίσως την ημέρα εκείνη προλάβαμε κι οι δυο ο ένας τον άλλο, ίσως προλάβαμε δυο κακά μαζί.

Δεν θα μάθω ποτέ, αλλά χαίρομαι που έγινε έτσι.

Κι ας πάνε στο διάολο και οι εμφύλιοι, και οι τοίχοι, και τα όπλα που τους κοσμούνε. Ζούμε στο σήμερα.

Ευτυχώς, ζούμε στο σήμερα.

Μοιραστείτε το: