Στο σπίτι το μόνο που υπάρχει κι έχει κάποια σχέση με το φαγητό είναι ένα μεγάλο βάζο με κομπόστα ροδάκινο.
Κομπόστα, η σοκολατίνα των μπατίριδων.
Τέλος πάντων.
Φτιαγμένη σε κοντινό χωριό, σε ένα σπίτι φιλικό η κομπόστα, με ροδάκινα εντόπια. Λες κι αν τα ροδάκινα έρχονται από άλλη χώρα μεταλλάσσονται και έχουν γεύση αλλιώτικη.
Μεσημεριάτικα κομπόστα, αλλά τι να κάνεις;
Το καλοκαίρι είναι στα τελευταία του, αμήν, να του κλείσω τα μάτια για έναν χρόνο και τι στον κόσμο.
Τα μεσημέρια του Ιουλίου όταν γυρίζεις από το οτιδήποτε απασχολεί την ημέρα σου και ψάχνεις καταφύγιο στους τέσσερις σου τοίχους, νιώθεις πως το καλοκαίρι δεν είναι φίλος σου.
Είναι ένας εχθρός που θα σε κάνει να βγάζεις όλα σου τα υγρά για κάνα δίωρο ή τρίωρο, να στεγνώνεις και να διψάς για πάντα χωρίς να μπορείς να βρεις ησυχία και γαλήνη.
Τι κι αν όλη την ημέρα πάλευες για αυτό το δίωρο ή τρίωρο μέσα στους τοίχους σου;
Καλοκαίρι, ζέστη και κομπόστα θα σου στερήσουν την χαρά της ξεκούρασης και αγαλλίασης μέσα στο ίδιο σου το καταφύγιο.
Τα παντζούρια είναι πάντα μα πάντα κλειστά.
Δεν βρίσκω και κάποιον ιδιαίτερο λόγο να τα ανοίγω. Οπότε είναι τόσο συχνά κλειστά και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που οι γύρω γείτονες αρχίζουν να ρωτάν και να ανησυχούν, κατά καιρούς.
Αλλά να ανησυχούν, όχι από ενδιαφέρον, αλλά από τον στιγματισμό της γειτονιάς και των ίδιων από τους όποιους τολμήσουν να δείξουν ή να πούνε κάτι για την χειρότερη αιτία που τα παντζούρια μου είναι κλειστά για καιρό.
Φαντάζεσαι τις φυλλάδες;
«Σε ένα διαμέρισμα μιας τόσο ήσυχης και καθόλου μή φυσιολογικής ελληνικής γειτονιάς βρέθηκε νεκρός ένοικος τουμπανιασμένος και σε προχωρημένη σήψη.
Αιτία θανάτου ήταν από έμπιστες πληροφορίες ατόμου του κοντινού κύκλου του μια κομπόστα ροδάκινο.
Τα ροδάκινα της κομπόστας ήταν εισαγωγής από χώρα των Βαλκανίων, διεξάγεται έρευνα να γνωστοποιηθεί συγκεκριμένα από ποια.
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών βλέπει γειτόνισσα, χρόνια φίλη της οικογένειας του θανόντος, καθώς όπως δηλώνει αποκλειστικά στην εφημερίδα μας η ίδια, ο θανών είχε περίεργες συνήθειες, καθόλου φίλους και έμενε κάθε Σαββατοκύριακο μέσα στο σπίτι του.
Με τα παντζούρια του κλειστά καλοκαιριάτικα για μέρες ή και εβδομάδες».
Σαν να βλέπω τα μούτρα καθενός του περίγυρου ξεχωριστά, κι άλλα τόσα θα έλεγαν εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Μην μαγαριστεί η γειτονιά και τύχει κάτι το μη φυσιολογικό. Για εκείνους μη φυσιολογικό, για τους καθημερινούς ανθρώπους, πραγματικότητα.
Αθάνατη ελληνική νοοτροπία.
Οπότε μια στο τόσο, για κανέναν απολύτως λόγο και για να αποφευχθεί το παραπάνω αποτέλεσμα, έρχεται στο κατώφλι της εξώπορτας μου η διαχειρίστρια.
Μια τέτοια ημέρα είναι και σήμερα, μια τέτοια στιγμή ζω και τώρα.
Με την απαίσια φωνή της που συνοδεύεται με ένα μαλακό χτύπημα στην πόρτα μου, ρωτάει και δηλώνει ταυτόχρονα:
«Είναι πρώτη του μηνός σήμερα ( άσχετα που το ημερολόγιο γράφει 22 ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ) και μαζεύω τα κοινόχρηστα. Είσαι μέσα;» κι η φωνή να αντιλαλεί γάργαρη, κελαριστή κι απαίσια στον διάδρομο της πολυκατοικίας.
Σχεδόν ακούω τις πόρτες σε κάθε όροφο να ανοίγουν, σχεδόν βλέπω τις φάτσες των ενοίκων να τρέμουν από ικανοποίηση περιμένοντας είτε την γνωστή πλέον φράση μου «την άλλη εβδομάδα πέρνα», είτε έναν ατέλειωτο μονόλογο της διαχειρίστριας για την αφασία που με διακρίνει και την αμέλεια των υποχρεώσεων μου.
Όλοι στην οικοδομή γνωρίζουμε πως ο υπερβάλλων ζήλος που την διακατέχει και η έντονη αποφασιστικότητα της σε οτιδήποτε αφορά την διαχείριση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια καραμπινάτη αγαμία που βαράει κόκκινο εδώ και πολλά χρόνια.
Αλλά δεν είμαι εγώ φτιαγμένος από τον μανδύα των ηρώων για να αναλάβω δράση. Οπότε αναγκαστικά την ακούω.
Κι όταν ανοίγω την πόρτα, φορώντας το γνωστό βλέμμα που κερνάω την ίδια και την σιχαμένη της φάρα, λέει:
«Συγγνώμη αλλά ο Στάθης ( ο κακόμοιρος και μοναδικός ήρωας που την φορτώθηκε ) έκανε λάθος.
Νόμιζα πως τέλειωσε ο μήνας. Ε, ένα μυαλό είναι αυτό. Συγγνώμη για την ενόχληση» και φεύγει με βήματα ολυμπιονίκη στο κατοστάρι.
«Άντε και γαμήσου μωρή αγάμητη» μονολογώ και κλείνω την πόρτα. Πάντα το ίδιο ακριβώς. Και σήμερα το ίδιο.
Γυρνάω στην κομπόστα μου, αράζω σε μια πράσινη πολυθρόνα που θυμίζει παλιές καλές ημέρες των γονέων, ανοίγω την τηλεόραση και πέφτω πάνω σε παλιές ηλίθιες ελληνικές σειρές.
Κανένα νόημα και καμιά ελπίδα.
Η κομπόστα είναι σχετικά νόστιμη.
Ελληνική ρε, τι περίμενες να είναι; Σκάρτη;
Ζάπινγκ, ατέλειωτο ζάπινγκ.
Κατά τις οκτώ κι ενώ έχουν κηρύξει απεργία οι παλιοί μου «συνάδελφοι» πέφτω σε μια ταινία του Κωνσταντάρα.
Παριστάνει έναν άνθρωπο που κέρδισε το λαχείο και από την πολλή χαρά τρελάθηκε. Γνωστή ταινία του κάποτε και με καλό σχετικά χιούμορ.
Την αφήνω να αφηγηθεί για άλλη μια φορά την ιστορία της.
Και να τη η Κατερίνα, στην ταινία αυτή παίζει την κόρη του Κωνσταντάρα.
Και αυτομάτως με το που την βλέπω κλείνω την τηλεόραση και αφήνω κάτω και την κομπόστα. Θυμήθηκα κάτι χωρίς να θυμάμαι τι ακριβώς.
Το internet δεν μου το έκοψαν ακόμη, το έχουν υποσχεθεί εδώ και μέρες αλλά κάνω τον γενναίο και δεν δίνω σημασία. Βάζω να δω λοιπόν την «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου.
Να τι θυμήθηκα.
Και να τη η Κατερίνα, στις πρώτες σκηνές του έργου. Ερμηνεύει το «Καμιά φορά».
Έχω δει την ταινία πολλές φορές και η ιστορία της είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Αλλά ο μονόλογος της Κατερίνας Γώγου στην αρχή είναι μια κλωτσιά που τρώω κάθε φορά, σαν να την ακούω πρώτη φορά να εκφράζει κάτι που κοιμάται μέσα μου.
Μέσα μου, βαθιά. Υπάρχει αλλά κοιμάται. Ένα αίσθημα, μια κατάσταση, μια πραγματικότητα, δεν ξέρω τι στον διάολο.
Για άλλη μια φορά σκέφτομαι πως η καμαριέρα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, η κόρη του τρελού που έτρωγε χαστούκια, το σαχλοκούδουνο της παλιοπαρέας της παλιάς Αθήνας είχε κάτι αρχίδια τα οποία ποτέ δεν θα μπορέσω να βγάλω.
Ποτέ.
Και ενώ ακούω την Κατερίνα να λέει:
~~
«Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις.
Φοράς άσπρο, κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που μ’ άφησες για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει να `χει περάσει πολύς καιρός
γιατί τα νύχια μου μακρύνανε κι οι φίλοι με φοβούνται.
Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες,
έχω χάσει τη φαντασία μου κι όταν ακούω «Κατερίνα» τρομάζω.
Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε πως είσαι συ.
Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου ε;»
~~
σκέφτομαι την δικιά μου πραγματικότητα.
Τόσα όνειρα περιμένουν μια Κατερίνα να αρχίσουν να φωνάζουν κι αυτά τα έρμα, αλλά μετά;
Τόσες ιδέες τόσων ανθρώπων περιμένουν άραγε την Κατερίνα να τις ξυπνήσει; Κι αν ναι, τότε που είναι όλοι αυτοί που ξυπνάν; Πού είναι οι ιδέες που ξυπνάν;
Ίσως είναι σε ένα σαλόνι και τρώνε κομπόστα, από ροδάκινα ελληνικά της μαμάς πατρίδας. Ίσως ανέχονται ανθρώπους να τους συμπεριφέρονται σαν σκουπίδια, χωρίς να αντιδρούν.
Ίσως να μην έχουν ότι είχε και η Κατερίνα Γώγου. Αρχίδια και φωνή, πένα και χαρτί, θέληση και γνώμη.
Οπότε κι εγώ με τη σειρά μου ας φάω την κομπόστα μου με κλειστά τα παντζούρια, ας περιμένω για ακόμη μια φορά την διαχειρίστρια να μου χτυπήσει την πόρτα για τα κοινόχρηστα.
Ας πνιγώ σε μια πραγματικότητα που παριστάνει την ζωή μου.
Είναι πιο ασφαλές από το να μιλήσω κάπου για κάτι που φαντάζει τρελό κι ονειροπόλο.
Και δεν είμαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι.
Κατάφεραν οι ρουφιάνοι και βαρέσανε στο μυαλό μας, αφού εκεί είναι ο στόχος.
Tο νου σου, ε;
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής