«Ένα λεμόνι θα ήθελα» είπε ο τύπος με μια χαμένη όραση με θολωμένη ματιά και μια λαλιά περίεργη.

«Έλα» είπε ο μανάβης και έπιασε ένα λεμόνι από δίπλα του. Του το έδωσε.

«Πόσο;» Ρώτησε ο τύπος και έψαξε στην τσέπη της βερμούδας του.

«Τίποτα, να ‘σαι καλά» απάντησε ο μανάβης και μαρμάρωσε το βλέμμα του επάνω του.

Παρατηρούσα τον τύπο να φεύγει με το λεμόνι στα χέρια, ψελλίζοντας δυο τρία μαζεμένα «ευχαριστώ», γύρισα στον μανάβη.

Το πρόσωπο του είχε ζωγραφισμένη μια απέχθεια με κάτι άλλο, ήταν μίσος;

Μπορεί.

Γύρισε το κεφάλι προς εμένα και με ρώτησε τι ήθελα. «Τίποτα» του είπα. Προσπέρασα σπανάκια και καρότα, πεπόνια και καρπούζια και έριξα μια ματιά στα λεμόνια. Ποτέ δεν τα συμπάθησα είναι η αλήθεια.

Πριν μάθω γιατί ένα παλικάρι θα έμπαινε σε ένα μανάβικο, μάλλον ένα αποτύπωμα του παλικαριού που είχε φορέσει έναν μανδύα ζωής πλέον, να ζητήσει ένα και μόνο λεμόνι, τα σιχαινόμουν.

Η γιαγιά στο χωριό όταν έφτιαχνε την φημισμένη της σούπα την έπνιγε σε αυτό το καταραμένο λαχανικό, φρούτο, καρπό, δεν ξέρω που υπάγεται. Και έκανε κάτι τόσο γευστικό να  έχει μια ξινίλα, μια γεύση που άφηνε μια απαίσια αίσθηση στο στόμα και έπειτα στο στομάχι.

Να και τώρα, που ένα παιδί στην ηλικία μου θα ήταν τότε, πάνω κάτω στα είκοσι, θα μαγείρευε και θα περνούσε το απόγευμα του σε έναν κόσμο άυλο και ψεύτικο. Δεν θα ξεκινούσε το ταξίδι του με το λεμόνι, αλλά θα  τον βοηθούσε στην διαδρομή.

Περπατούσα και σκεφτόμουν τους λόγους που ένα καλοκαιρινό απόγευμα κάποιος θα επέλεγε να δώσει μια μέσα στην φλέβα με λεμόνι και μια σκόνη, περιμένοντας το τίποτα και ποντάροντας σε έναν Μίστερ ο οποίος μπορεί να τον συνόδευε κάπου αλλού χωρίς να του επιτρέψει την επιστροφή από τον ψεύτικο του κόσμο. Τον είχα βαφτίσει «Κόσμο του Λεμονιού» από μικρός, όταν πρωτόμαθα τι είναι η πρέζα, τι είναι μια φλέβα και μια σύριγγα στην ίδια πρόταση, τι είναι και σε τι βοηθά το γαμημένο το λεμόνι.

Έφτασα σπίτι με την εικόνα του μανάβη στο κεφάλι μου, δεν έλεγε να φύγει με τίποτα. Είχα δει πολλούς σαν τον τύπο με την κόκκινη βερμούδα και τα τρία ευχαριστώ, να ικετεύει για το τίποτα. Είχα δει περισσότερους μανάβηδες με το βλέμμα το ίδιο, ίδιο και απαράλλακτο σε όλους τους. Χωρίς κανένα συναίσθημα και ταυτόχρονα με χίλια συναισθήματα μαζί.

Και με πείραζε, όπως και τώρα με πειράζει, χρόνια αργότερα δεν έχει αλλάξει ο κόσμος. Όχι απλά την άποψη και την γνώμη του σε τέτοιους «τύπους», δεν έχει αλλάξει το γαμημένο το βλέμμα του. Τα μάτια είναι ένας καθρέφτης, και ότι σκέφτεται ο καθένας μας το αντικατοπτρίζουν. Κι ο καλύτερος ηθοποιός να είσαι, τα μάτια δεν λένε ψέματα. Είναι κρίμα και ντροπή όταν ένας άνθρωπος, που θα μπορούσε να ήταν παιδί σου στο κάτω κάτω, ετοιμάζεται για μια γύρω στον «Κόσμο του Λεμονιού»  να εισπράττει τέτοιο βλέμμα.

Ξέρει τι σκέφτεσαι, δεν είναι μαλάκας, ηρωινομανής είναι.

Δεν έπαψα να σκέφτομαι τον τύπο εκείνον από την ημέρα που τον είδα σε ένα μανάβικο κάπου κοντά στο σπίτι μου, μέχρι την ημέρα που έμαθα από λάθος πως έφυγε. Μετά συνέχισα να σκέφτομαι κι άλλους, πολλούς σαν τον τύπο με το λεμόνι. Ο Κόσμος του Λεμονιού είναι αδηφάγος, θέλει και παίρνει συνέχεια «τύπους».

Όποτε και αν βλέπω στον δρόμο κάποιον από αυτούς κρατάω ένα καθαρό βλέμμα και τους κοιτώ κατάματα.

Όχι, δεν είναι κάτι και δεν θα τους βοηθήσει, εγώ αισθάνομαι καλύτερα. Μάλλον επειδή ο Κόσμος του Λεμονιού μου έχει ανοιγοκλείσει το μάτι έμμεσα δυο τρεις φορές και τον κοίταξα με βλέμμα στα ίσα χωρίς ίχνος φόβου ή μίσους ή δειλίας,

Τέτοιο βλέμμα θέλουν οι τύποι, ή οι «τύποι» όχι βλέμμα όπως του μανάβη. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, κι αυτός και το βλέμμα του.

 

Μοιραστείτε το: