Στο πέρασμα των χρόνων ήμουν βασιλιάς και κυρίαρχος, άνθρωποι ευγενείς και άνθρωποι του μόχθου μου έφερναν δώρα και πλήρωναν φόρους αναγνωρίζοντας την κυριαρχία μου. Επειδή απλά ήμουν ο ανώτατος άρχοντας. Και έπρεπε να γονατίσουν μπροστά μου αλλιώς θα έπεφταν. Αλλά ποτέ δεν ήμουν παράλογος.
Ότι κι αν έπαιρνα από χρήμα το επέστρεφα σε γνώση, σε υποδομή και μάθηση. Και με προσκυνούσαν, και με έβριζαν. Και τότε ήμουν ο Κάποιος, με σέβονταν όλοι και το όνομα μου ήταν ξακουστό σε όλο το απέραντο κι αχανές βασίλειο μου. Και σε άλλα που τότε δεν ήταν τίποτα άλλο παρά απέραντα βοσκοτόπια και οι κάτοικοι τους απλοί άνθρωποι.
Και πέρασαν τα χρόνια κι ήρθε κάποιος άλλος Κάποιος και μου πήρε τη θέση, με γκρέμισε από τον θρόνο και με έκανε υπήκοο δικό του. Ότι κι αν είχα το πέρασε για δικό του στους αστούς και στους υπηκόους μου, που πλέον έγιναν δικοί του.
Ότι κι αν πάλεψα να δώσω στον κόσμο του βασιλείου, το πέρασε για δικό του και πήρε και τα εύσημα από όλους. Γιατί ο κόσμος είναι εύπιστος και ξεχνάει εύκολα. Κι εγώ ήμουν ο κακός ο δυνάστης που μισούσαν οι πάντες. Λες και οι πάντες άμα είχαν την δύναμη μου δεν θα ανέβαιναν πάνω στον θρόνο να παραστήσουν τον επί Γης Θεό. Και λίγα τους έκανα τώρα που το σκέφτομαι, αλλά πλέον ήταν αργά. Άλλος ανέβηκε στον θρόνο αλλά ακόμη ήμουν Κάποιος.
Πέρασαν κάποια χρόνια και δεν είχα απομακρυνθεί πολύ από τον θρόνο, ήξερα πως ο άλλος Κάποιος θα έκανε ένα λάθος που θα του στοίχιζε την χρυσή καρέκλα. Κι έκανε λάθη, το ένα μετά το άλλο. Με εμπιστευόταν να μορφώσω τα παιδιά του καθώς ήταν αμόρφωτος ο ίδιος, να εκπαιδεύσω τους γιατρούς του καθώς ο ίδιος δεν είχε γνώση, να κατηχήσω τους ιερείς του καθώς καμία σχέση με Θεό δεν είχε, να διδάξω την τέχνη του πολέμου στον στρατό του καθώς ο ίδιος ήταν ένας απλός ψαράς. Και θα ρωτήσεις τώρα πως σε νίκησε αυτός κάποτε, και θα απαντήσω ότι κανείς δεν με νίκησε αλλά εγώ αυτοκτόνησα.
Κι ήρθε η ώρα που έπεσε ο άλλος και ανέβηκα και πάλι εγώ, ο Πρώτος Κάποιος, στον θρόνο που έφτιαξα κάποτε. Και έκατσα για πολλά χρόνια και τον προηγούμενο τον έκανα υπήκοο μου στην αρχή και μετά τον εξαφάνισα. Γιατί έτσι είναι η ζωή, την μια κατηχείς για ξεχασμένους Θεούς και σε αποθεώνει ο όχλος, την άλλη ο όχλος πωρώνεται από νέο Θεό και σε καθαιρεί. Κάτι τέτοιο συνέβη. Αλλά άρχισα να ξεχνάω το ποιος είμαι, ότι είμαι Κάποιος. Κι αυτό το πλήρωσα ακριβά.
Μια ήμερα σαν όλες τις άλλες, μια ανοιξιάτικη ημέρα έχασα. Έχασα τα πάντα, την ταυτότητα μου, τον εαυτό μου, το βασίλειο μου, τον θρόνο μου και το σημαντικότερο όλων: τους ανθρώπους μου. Όλοι έπεσαν και πολλοί έχασαν την ζωή τους, ένας άλλος Κάποιος ήρθε και δεν ήταν σαν τον πρώτο που απλά αντέγραφε. Αυτός ο κάποιος ήρθε για να αφανίσει όλο τον κόσμο μου. Και το κατάφερε τα πρώτα χρόνια. Αλλά όσο κι αν προσπαθούσε να καταστρέψει ότι είχα, πάντα κάτι επιζούσε. Κι όταν επιζούσε κάτι, έφτιαχνε κάτι άλλο. Κι έτσι δεν ξεχάστηκα, άνθρωποι με κράτησαν ζωντανό, ήμουν και πάλι Κάποιος για μερικούς.
Κι ήρθε η ώρα που κι αυτόν τον έδιωξα, τον κούνησα και τον τσάκισα από τον θρόνο μου και πάλι δειλά άρχισα να ανεβαίνω. Αλλά πολύς ο καιρός που καθόμουν σε μια καρέκλα και κάπου το σιχάθηκα. Γύρω-γύρω άκουγα λόγια άσχημα, πως δεν έφερα και τίποτα καλό στον τόπο, δεν έδωσα και δεν προσέφερα τίποτα. Και με πείραζε. Και άρχισα να παραιτούμαι, άρχισα να μην ενδιαφέρομαι για ανθρώπους και βασίλειο. Το μετανιώνω μέχρι σήμερα αυτό, αλλά είναι η αλήθεια. Είχα πάψει να είμαι Κάποιος.
Μετά αδιαφορούσα, είχα τον θρόνο δίπλα μου και καθόμουν σε σκαμνί. Ήρθαν αρκετοί ξένοι Κάποιοι να καθίσουν και ο λαός τους αγαπούσε περισσότερο από εμένα. Με πλήγωνε αυτό αλλά δεν μπορούσα να κάνω και κάτι. Ότι διέταζαν οι ξένοι Κάποιοι ο λαός το έκανε. Πριν το κάνει όμως πλησίαζε στο σκαμνί και μου έριχνε και μια σφαλιάρα μαζί με μια βλαστήμια. Δεν με πείραζε, εγώ έφταιγα. Σκεφτόμουν τότε, ήμουν κάποτε ένας Κάποιος και τώρα έγινα ένας Τίποτα.
Τώρα το ίδιο σκέφτομαι και το ίδιο σκέφτονται και οι υπήκοοι μου. Λίγοι έχουν μείνει στο βασίλειο, πολλοί έχουν διασκορπιστεί σε άλλα βασίλεια. Σε βασίλεια που κάποτε παρακαλούσαν για γνώση, για φαγητό, για ασφάλεια και τώρα που βρίσκομαι στο χείλος ενός γκρεμού είναι στην σειρά και περιμένουν να μου δώσουν το χτύπημα που θα με ρίξει στην άβυσσο.
Τώρα πλέον αυτοί οι Ξένοι Κάποιοι εξουσιάζουν και διατάζουν, κάθονται σε θρόνους που αντιγράφηκαν από τον δικό μου τον πρώτο θρόνο. Το σκαμνί είναι το μόνο που μου έμεινε και θέλουν να μου το πάρουν κι αυτό. Θα τους το δώσω σήμερα ή αύριο, βαρέθηκα. Βαρέθηκα να κάθομαι και να θυμάμαι, προτιμώ να σηκωθώ και να ξεχάσω. Και να ξεχαστώ.
Κάποτε θα λένε ιστορίες για Κάποιον, αλλά δε θα είμαι εδώ να τις ακούσω, ούτε όσοι έμειναν πιστοί σε εμένα.
Μακάρι να βγω ψεύτης, όπως με κατηγορούν τώρα ότι είμαι. Μακάρι να βγω ψεύτης.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής