Το «Φαλακρό» είναι ένα ύψωμα εντελώς μα εντελώς φαλακρό. Ξερό και άδειο. Για αυτό και ονομάστηκε κι έτσι, «Φαλακρό».

Κοίτα να δεις σύμπτωση.

Δεν έχει δέντρα, δεν έχει βλάστηση, δεν έχει θάμνους και φυλλωσιές. Δεν έχει πουλιά να πετάνε από πάνω του, ούτε γρύλους τα καλοκαίρια να ξελαρυγγιάζονται.

Ακόμη και τα ζώα αποφεύγουν να βοσκήσουν κοντά του.

Καταραμένο και κακό το ύψωμα το φαλακρό. Κάτι τέτοια σαχλά στιχάκια μουρμουράνε ακόμη και σήμερα όσα γερόντια έμειναν στο χωριό, όταν το κοιτάνε τα απογεύματα να ξεπροβάλει μεγαλόπρεπο, καμπουριαστό και γερασμένο.

Είναι μια καφετιά καμπουριασμένη βουνοπλαγιά, ένα ύψωμα που υπάρχει αλλά δεν υπάρχει. Υπάρχει, το βλέπει ο καθένας, αλλά δεν υπάρχει σαν βουνό, μόνο σαν μια κακομούτσουνη πετρωμένη κατασκευή.

Παράνοια.

 

 

Το καλοκαίρι το «Φαλακρό» ήταν σημείο συνάντησης για περιπέτειες που μας ταξίδευαν εκτός του χωριού.

Κανονίζαμε συνάντηση στο Φαλακρό για μια εξόρμηση στους διπλανούς κοντοχωριανούς. Ποτέ με καλό αποτέλεσμα.

Το ύψωμα έχει απορροφήσει αρκετό αίμα από πληγές που έσταζαν μετά από τέτοιες συναντήσεις. Κι έχει ακούσει και πολλά που δεν έπρεπε να λέγονται, ειδικά όταν οι μεγάλοι δεν βρίσκονταν ανάμεσα μας.

«Μπάνιζα την Ζωίτσα χθες, και ποιος της χτυπάει την πόρτα ρε μαλάκα; Ο πατέρας του Κώστα» μου είχε εκμυστηρευθεί φωνάζοντας ο φίλος του τότε καλοκαιριού.

Η Ζωίτσα ήταν μια σαραντάχρονη δικαστικός, που τα καλοκαίρια συνήθιζε να έρχεται δυο με τρεις εβδομάδες στο χωριό. Για να αδειάσει το μυαλό της, όπως έλεγε στην μάνα μου.

Άδειαζε το μυαλό της, άδειαζε και τον δικό μας εσωτερικό κόσμο. Το σπίτι της προσφερόταν για την αγαπημένη ενασχόληση των πιτσιρικάδων. Πάμπολλες φορές την περιμέναμε να βγει από το μπάνιο κρυφοκοιτάζοντας από το παράθυρο της.

Και μάλλον, λέω μάλλον, η ίδια το γνώριζε.

Και δεν έβγαλε ποτέ μιλιά για αυτό, μόνο κάτι κρυφά χαμόγελα. Στους τυχερούς, όπως στον πατέρα του Κώστα, έδινε το κάτι παραπάνω.

Μέχρι την τελευταία της μέρα, δεν είχε βγάλει μιλιά για όσα συνέβαιναν τότε. Άσχετα αν το γνώριζαν όλοι. Γονείς, κοινοτάρχες, παιδιά, δάσκαλοι.

Το Φαλακρό.

Γιατί το Φαλακρό τα ήξερε όλα.

«Μια ζωή έτσι ήταν αυτό το ρημάδι, μια ζωή δεν βλάσταινε.

Όλο κι όλο χώμα είχε, δέντρα βάζαμε, τίποτα. Παλιά λέγανε ήταν καλό το χώμα και είχε και δέντρα και νερό που έτρεχε συνέχεια.

Έχει μια κατάρα αυτό το χώμα. Οι πατεράδες οι δικοί μου το λέγανε» είπε μια μέρα ο παππούς, όταν το μυαλό του το επέτρεψε και βγήκαμε έναν περίπατο.

 

 

Ο ίδιος διάλεξε τον δρόμο και μας έβγαλε απογευματιάτικα έξω από το χωριό. Καλοκαιριάτικα με την ζακέτα του και ένα μπουκάλι νερό στο χέρι, έμοιαζε να βρίσκεται εκτός χρόνου και τόπου, αλλά το τσαγανό του είχε ξυπνήσει.

Πήγαινε ίσια στο βουνό. Στο Φαλακρό.

«Εδώ που λες, λέγανε ότι ήταν μέρος που θάψανε στα παλιά τα χρόνια κάτι λησταράδες τον αρχηγό τους.

Είχε πέσει από σφαίρα χωροφύλακα, τον κυνηγούσανε κάνα χρόνο, πολύ γερός και πεισματάρης ο κλέφτης π’ ανάθεμα του, τ’ αφορεσμένου» συνέχισε τις κατάρες.

Είχε καιρό να βγει έξω.

Κοιταχτήκαμε με τον αδερφό μου, με ένα βλέμμα απελπισίας ανακατεμένο με απεριόριστη χαρά. Χαρά που ο παππούς βρήκε το κουράγιο να αρχίσει και πάλι να γκρινιάζει.

Πλησιάσαμε, ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά.

Ανηφορίζαμε με τον παππού στην μέση, ένα χέρι εγώ κι ένα ο μεγάλος. Χαμπάρι δεν έπαιρνε από την ανηφόρα και την αντηλιά. Έφταιγε ο καιρός, τα χάπια, το μέρος;

Κάτσαμε στο χώμα του Φαλακρού, ακριβώς στην μέση του. Νιώθαμε τις βλαστήμιες του ήλιου επάνω μας. Καλοκαίρι, η θέα απέναντι στον κάμπο ήταν μαγική.

Το χωριό ήταν απλά μια προσθήκη ενάντια στην φύση, ενάντια σε ένα μεγαλείο πολύ ανώτερο του ανθρώπινου.

Ήπιε νερό ο παππούς, του έφυγε το δεξί το μανίκι κι ο αδερφός μου τον βοήθησε να το ξαναφορέσει.

Συνέχισε την ιστορία του.

«Στην πλατεία τον βαρέσανε, τον είχε καρφώσει ο πρόεδρος.

Τον εμπιστευότανε τον πρόεδρο ο λήσταρχος που κατάρα να τον φάει δεν τον θυμάμαι πως τον λέγανε, μπανόβγαινε σπίτι του.

Μα έλα που τον είχανε πλευρίσει και οι χωροφύλακοι τον πρόεδρο. Του δώσανε λίρες και γρόσια και παράδες, τον αναγκάσανε να δώσει ψεύτικο μήνυμα στον ληστή από την γυναίκα του, δήθεν.

Στο χωριό μας γεννήθηκε η γυναίκα του κι έζησε.

Τέτοια εποχή, καλοκαίρι ήτανε όταν τον στριμώξανε.

Και η ώρα ήταν νωρίς, ο ήλιος δεν είχε χαιρετίσει. Να, σαν και τώρα».

Σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, έκλεισε τα μάτια του.

Τον είδα να ανοίγει τα ρουθούνια και να μυρίζει τον αέρα γύρω μας. Τον μιμήθηκα, και ένιωσα μια μυρωδιά περίεργη να με κατακλύζει. Απροσδιόριστη, κάπως απόκοσμη.

Χαμήλωσε το βλέμμα του και άνοιξε τα μάτια να μας κοιτάξει.

 

 

Συνέχισε.

«Βλέπεις, την αγάπησε την Έλλη ο καταραμένος, κι εκείνη τον αγάπησε. Μπήκε σπίτι της κι εκείνη ξαφνιασμένη έτρεξε κοντά του.

-Τι θες εδώ; τον ρώτησε.

Αλλά ξύπνιος όπως ήτανε, μυρίστηκε την παγίδα.

-Στο βουνό να με πάνε, της είπε.

Έδωσε τον σταυρό του τον χρυσό στην Έλλη και έτρεξε έξω, προς την πλατεία.

Εκεί είδε οχτώ χωροφύλακες να τον ζυγώνουν, μόνος αυτός και όλοι απέναντι. Είχε βγει κι όλο το χωριό να δει, από τις φωνές είχαν λαχταρήσει οι άνθρωποι.

Χωρίς να πουν τίποτα, οι χωροφύλακοι σήκωσαν τα πιστόλια και του έριξαν στα ίσια. Τα πουκάμισα του κόκκινα, έπεσε αμέσως κάτω.

Νεκρός.

Αμέσως όλοι άρχισαν να παλαμοκροτάνε, κι έλεγαν

-Ψόφησε το σκυλί το μαύρο, και άλλοι να ετοιμάζονται να ανέβουν στο βουνό να βρούνε το ασκέρι του, όσους είχαν μείνει μέχρι τέλος.

Στο τέλος, μόνο η γυναίκα του ήταν πάνω από το πτώμα, η Έλλη».

Όση ώρα μιλούσε ο παππούς, ο ήλιος έπεφτε.

Κρυβόταν και μας άφηνε να κοιταζόμαστε σκεφτικοί. Αντάλλαξα μια ματιά με τον αδερφό μου, ρωτώντας τον με την ματιά αν το είχε ξανακούσει αυτό. Με το δικό του βλέμμα μου απάντησε.

Όχι.

Αλλά δεν είχε έρθει το τέλος της ιστορίας.

«Οι χωριανοί και οι χωροφύλακοι δεν βρήκαν άλλους από το ασκέρι. Είπαν ότι δείλιασαν και το έσκασαν. Ο αρχηγός είχε τον παρά στην φυλλάδα, δεν πολυκοίταξαν για άλλους να σε πω.

Η Έλλη παρακάλεσε δυο άνδρες να πάρουν τον άψυχο τον λήσταρχο και να τον βάλουν σπίτι της. Να τον πλύνει, να τον ετοιμάσει και να τον ξενυχτήσει πριν τον θάψει.

Αλλά οι χωριανοί και ο πρόεδρος μαζί με τον αρχιχωροφύλακα απαγόρεψαν να θαφτεί χριστιανικά.

-Σε έναν λάκκο σαν ζώο που ήτανε θα τον παραχώσουμε και πολύ του είναι, της είπαν με ένα στόμα.

Σαν ζύγωσαν μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα της έξι ασκεριώτες. Οι μόνοι που ζούσανε, μετά κι αυτοί χάθηκαν από την επόμενη μέρα.

Συλλυπήθηκαν την χήρα και ζύγωσαν το τραπέζι που βρισκόταν ο καπετάνιος τους. Κι ένας – ένας τον φίλησαν στο μέτωπο.

Ύστερα είπαν στην χήρα του ότι πρέπει να τον θάψουν όσο το χωριό κοιμάται και δεν θα τους δει κανείς».

 

 

Ήμουν αρκετά μικρός για να έχω προλάβει διηγήσεις για λήσταρχους.

Από τα σκόρπια που θυμάμαι, τους είχα στο μυαλό μου σαν δυνάστες και παλιανθρώπους, που καταπίεζαν κι έκαναν κακό σε όλο τον κόσμο.

Όσο όμως συνέχιζε ο παππούς, τόσο έβρισκα τον εαυτό μου να ταυτίζεται με τον ανώνυμο λήσταρχο. Κι από ότι έβλεπα κι ο μεγάλος το ίδιο.

Κοιτούσαμε μαγεμένοι τον παππού που έκανε να μιλήσει ένα με δυο λεπτά.

«Μετά;» ρωτήσαμε με μια φωνή.

«Σας αρέσει, ε;» κρυφογέλασε ο παππούς. Έσιαξε την ζακέτα και σηκώθηκε. Κάναμε να τον βοηθήσουμε αλλά τον έπιασε το πείσμα και μας έσπρωξε μακριά του.

Σηκώθηκε, κι άρχισε να βηματίζει.

«Κάπου εδώ τον έθαψαν, σε αυτό το βουναλάκι. Ο παππάς του χωριού ήτανε καλός άνθρωπος και συμφώνησε να τον διαβάσει για να περάσει απέναντι.

Τον κουβαλήσανε εδώ απάνω.

Μέσα στις αρματωσιές που φέρανε οι άνδρες του, τον ντύσανε. Καρυοφύλλια και τσαρούχια αστράφτανε.

Μετά τους ψαλμούς και πριν το πρώτο φτυάρι, τον πλησίασε η Έλλη και τον φίλησε στο στόμα.

Του έβαλε στα χέρια τον σταυρό του και λένε ότι τα τελευταία της λόγια στον άνδρα της ήταν:

-Όπως από άσπρο έγινε κόκκινο, όπως από χαμόγελο έγινε δάκρυ, όπως από χαρά έγινε λύπη κι όπως από ζωή θάνατος.

Έτσι κι αυτό το βουνό να μην βλαστήσει. Έτσι κι αυτοί από κάτω να μην βρούνε σκιά όταν βασανίζονται από ήλιο, νερό όταν τους κυνηγά η δίψα-

Σηκώθηκε κι άφησε τους άνδρες να τον θάψουν.

Έφυγε από το χωριό η Έλλη και κανένας δεν ξανάκουσε για εκείνη» τέλειωσε την  διήγηση ο παππούς.

Ο ήλιος είχε κρυφτεί.

Η ανατριχίλα που ένιωθα δεν ξέρω αν ήταν από αυτό ή από αυτά που είχα ακούσει.

Σηκωθήκαμε και πήραμε τον κατήφορο με τον παππού αγκαλιά. Λίγο πριν χαθεί από το βλέμμα, έριξα μια ματιά στο Φαλακρό.

Λες να ήταν αλήθεια όλα όσα είπε ο παππούς;

Λες η κατάρα μιας γυναίκας να οδήγησε το χώμα σε τέτοιο σημείο; Κι αν είναι αλήθεια, λες να γυρίσει η κατάρα της στο χωριό και πάνω στους κατοίκους;

Μπα, απλές ιστορίες για να περνάει η ώρα. Ιστορίες που σκαρφίζονται παππούδες να φοβερίζουν τα νιάνιαρα.

Εμείς, τώρα που μεγαλώσαμε, δεν φοβόμαστε ούτε λήσταρχους ούτε τις γυναίκες τους.

Αν και το ύψωμα, το Φαλακρό, ακόμη βρίσκεται εκεί. Υπάρχει σαν να μην υπάρχει, άγονο και ξερό. Ενώ όλοι από το χωριό, σχεδόν όλοι, δεν υπάρχουν πια και οι απόγονοι τους δεν ξαναπάτησαν εκεί.

Ερήμωσε.

 

Μοιραστείτε το: