Ο Προκρούστης ήταν ένας ληστής της Αθήνας που δρούσε στα αρχαία χρόνια κοντά στην περιοχή που σήμερα λέγεται Δαφνί. Σταματούσε περαστικούς και τους προσκαλούσε στο σπίτι του, όπου τους εξανάγκαζε να ξαπλώσουν επάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι, γνωστό αργότερα και ως Προκρούστειος κλίνη.

Αν ο άνθρωπος ήταν μεγαλόσωμος και περίσσευε από το κρεβάτι, τότε ο ληστής του έκοβε κεφάλι και πόδια. Αν ήταν μικρόσωμος, τότε ο ληστής του τραβούσε τα άκρα μέχρι να καλυφθεί ολόκληρη η επιφάνεια του κρεβατιού.

Η δράση του Προκρούστη τελείωσε όταν συναντήθηκε με τον Θησέα, ο οποίος με ένα τέχνασμα κατάφερε και κάθισε τον ίδιο τον ληστή στο κρεβάτι του.

Επειδή ο Προκρούστης ήταν  ψηλός , ο Θησέας με μια φράση η οποία πήγαινε κάπως έτσι:

«Φίλε μου σου περισσεύουν ένα κεφάλι και δύο πόδια, δεν θα τα χρησιμοποιήσεις ποτέ πια» έκοψε το κεφάλι και τα πόδια του ληστή.

Η φράση βέβαια μπορεί και να μην είχε ειπωθεί ποτέ. Μπορεί να είναι και μέρος μιας επιθανάτιας ακολουθίας του Θησέως. Μπορεί και μια παρερμηνεία στην διήγηση ενός φίλου.

Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα.

Έτσι δόθηκε το τέλος που άξιζε στον ληστή και δολοφόνο τόσων ανθρώπων αλλά και μια αιώνια θύμηση του ονόματος του και της κλίνης του.

Και μια κομματάρα και μισή από Terror X Crew.

Μετά από μια συζήτηση με έναν φίλο, κατάλαβα πως η ιστορία με το κρεβάτι του Προκρούστη έχει να προσφέρει περισσότερες διδαχές από την ιστορία του λαβυρίνθου και του Θησέως.

Ο Θάνος, ας τον βαφτίσω έτσι λόγω της ψύχωσης του με τα Διάφανα Κρίνα, ήταν πάντα με ένα χαμόγελο φορεμένο και ποτέ δεν έλεγε όχι σε κανέναν. Ότι και να του ζητούσε ο οποιοσδήποτε, πάντα ήταν πρόθυμος να το κάνει, πάντα βοηθούσε.

Όχι μόνο εμάς, τους φίλους του, αλλά και γνωστούς ή αγνώστους, αφεντικά και δούλους, φτωχούς και πλούσιους.

Ποτέ δεν ζητούσε αντάλλαγμα για το οτιδήποτε έκανε, μόνο έλεγε, «Να’ σαι καλά»

Κι όταν του έλεγες ένα ευχαριστώ ανθρώπινα έλεγε, «Τον Θεό».

Δεν ήθελε ευχαριστίες ο Θάνος, δεν ήθελε να νομίζει κανένας ότι του χρωστάει.

Προσαρμοζόταν σε οποιαδήποτε κατάσταση του ερχόταν, εύκολη και δύσκολη.

Σε μια εξακρίβωση τυπική που εξελίχτηκε σε αντιπαράθεση με τους μπάγουδους, που αν δεν ήταν ο Θάνος με την ευγλωττία και τον τρόπο του θα τρώγαμε ένα Σαββατοκύριακο σε κρατητήριο.

Σε μια μπαρότσαρκα, που αν δεν ήταν ο Θάνος με τους γνωστούς και αγνώστους του θα μαζεύαμε τα δόντια μας από τα πεζοδρόμια όταν ξεκινήσαμε το βρισίδι με δύο-τρεις καραφλούς που έπειτα έγιναν σαράντα.

Σε κουβέντες της δεκάρας, που όταν  κάποιος αισθανόταν λίγος και μικρός έκανε μια λεκτική επίθεση στον Θάνο, απλά επειδή ήξερε πως ο Θάνος δεν θα απαντούσε. Μόνο θα γελούσε.

Απλά για να τονωθεί ο εγωισμός και το ανύπαρκτο εγώ του καθενός μικρού κι ασήμαντου.

Είχα ρωτήσει κάποτε σε μια βόλτα τον Θάνο:

«Για ποιόν λόγο ξηγιέσαι ενώ δεν ξηγιέται κανένας μαζί σου ρε μαλάκα;» ενώ στάζαμε την στάχτη από το τσιγάρο μας στην παραλία.

Το καλοκαίρι βρίσκαμε την ευκαιρία να βγαίνουμε οι δυο μας περισσότερο, χωρίς άλλους φίλους ή «φίλους». Το καλοκαίρι βρίσκαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για ένα με δύο λεπτά με ουσία, όχι με φανφάρα και βλακεία.

Ο Θάνος μου έδειξε ένα παγκάκι άδειο, κάτω από μια λάμπα που μόλις είχε ανάψει. Ο κόσμος ήταν υπερβολικά πολύς κι αυτό ήταν καλό, κανείς δεν θα μας άκουγε.

Ζούσαμε τότε και οι δυο την ψευδαίσθηση πως αν μας άκουγε ο οποιοσδήποτε ξένος θα έπαιρνε αρμόδιους να μας κλείσουν σε άσυλο, τόσο περίεργοι νομίζαμε πως ήμασταν.

Σωστά νομίζαμε. Ακόμη είμαστε. Περίεργοι.

Καθίσαμε και ανάψαμε κι άλλο τσιγάρο που είχαμε ήδη έτοιμο. Το καλοκαίρι προσφέρεται για καταχρήσεις κι η παραλία προσφέρεται για απόδραση, νοητή τουλάχιστον.

«Ξέρεις την ιστορία του Προκρούστη;» με ρώτησε μετά από λίγο, ενώ έπαιρνε μια γεμάτη τζούρα.

Γύρισε να με κοιτάξει και άφησε ένα ντουμάνι στον έναστρο ουρανό που θα ζήλευε και ο Γκάνταλφ.

«Του Θησέα εννοείς. Ναι, ποιος δεν την ξέρει;» απάντησα. Πήρα το τσιγάρο που μου έτεινε και περίμενα.

«Όχι μωρέ μαλάκα, του Προκρούστη την ιστορία λέω. Αναφέρεται μέσα στου Θησέα. Είναι η ιστορία που…» και μου ανέφερε την ιστορία με κάποιες λεπτομέρειες που δεν θυμάμαι.

Τον άκουγα με προσοχή και προσπαθούσα να συνδυάσω αυτό που μου έλεγε με αυτό στο οποίο θα κατέληγε. Του άρεσαν του Θάνου οι παραβολές και τις χρησιμοποιούσε πολύ συχνά για να πει κάτι.

«…οπότε του έκοψε το κεφάλι και τα πόδια. Αυτή είναι η ιστορία του ληστή Προκρούστη» κατέληξε κι άρχισε να στρίβει άλλο ένα τσιγάρο με το βλέμμα στην θάλασσα. Το προηγούμενο είχε από ώρα σβήσει.

Περίμενα.

«Το θέμα είναι πως όλοι μας είμαστε οι περαστικοί και όλοι μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε Προκρούστες, ή Προκρούστηδες» είπε.

Και μόλις ειπώθηκε η τελευταία κουβέντα αρχίσαμε να γελάμε τόσο που το ζευγαράκι στο διπλανό παγκάκι έφυγε με απηυδισμένο βλέμμα.

Ναι, με ένα σεξιστικό και ομοφοβικό αστείο, γελάσαμε.

Όταν κάποτε συνήρθαμε ο Θάνος συνέχισε:

«Το κρεβάτι του Προκρούστη το συναντάς παντού στην ζωή σου και αναγκαστικά ξαπλώνεις επάνω του.

Πάντα θα περισσεύεις ή δεν θα φτάνεις. Πάντα όμως. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν πως η ισορροπία εξαρτάται από ένα τέτοιο κρεβάτι κι έναν Προκρούστη.

Αν δεν ξαπλώσεις στο κρεβάτι κι αν δεν κοπούν τα μέλη που προεξέχουν, τότε όλοι θα είναι μεγάλοι και τρανοί.

Καλά, θα νομίζουν ότι είναι.

Αν όλοι είναι μεγάλοι τότε αυτόματα η ισορροπία του ισχυρού θα οδηγήσει σε ένα χάος για την επικράτηση του.

Οπότε μέσα από ένα χάος που θα οδηγήσει στο τίποτα δεν θα γεννηθεί κάτι καινούργιο όπως έλεγαν οι παλιοί αναρχικοί φιλόσοφοι.

Εκεί βοηθά το κρεβάτι και πρέπει ο καθένας να ξαπλώνει επάνω του και να διαμελίζεται για το σύνολο και το καλό του.

Βεβαίως, θα έρθει και η στιγμή που αντί για τον απλό περαστικό θα βάλεις στο κρεβάτι τον Θησέα.

Και τότε ο Προκρούστης θα πεθάνει.

Μαζί και το κρεβάτι του» κατέληξε κι άναψε το καινούργιο.

Σκεφτόμουν την παραβολή και την ζωή του Θάνου, άρχισα να κατανοώ τι μου έλεγε.

Μετά από λίγο κι ενώ το τέταρτο τσιγάρο έσβηνε τον ρώτησα: «Αφού θα βάλει ο καθένας τον  Θησέα στο τέλος, γιατί σπαταλάει χρόνο βάζοντας στο κρεβάτι περαστικούς;»

«Για το γενικό καλό, για την ισορροπία, για τον κάθε βλάκα που νομίζει. Που νομίζει το οτιδήποτε.

Και για να απαντήσω στην αρχική σου ερώτηση, ναι, γι αυτό κάνω κι εγώ ότι κάνω. Για αυτό ξηγιέμαι ενώ κανείς δεν ξηγιέται.

Για αυτό στο κρεβάτι του ληστή βάζω περαστικούς τόσο καιρό.

Αλλά ήρθε η ώρα να βάλω τον Θησέα.

Να ξέρεις πως όλοι όσοι ξαπλώνουν εκεί στο τέλος θα βάλουν τον Θησέα. Το θέμα είναι να κάτσει ο περαστικός όσες πιο πολλές φορές μπορεί».

Άργησα να τον καταλάβω, σηκωθήκαμε και ξεκινήσαμε για το αυτοκίνητο. Η ζαλούρα είχε από ώρα φύγει. Στο μυαλό μου είχα ότι μου είχε πει ο Θάνος, εκείνος λογικά στο μυαλό του είχε τον Θησέα να διαμελίζει κόσμο και κοσμάκη.

Ο Θάνος τον επόμενο χρόνο έφυγε από την  Θεσσαλονίκη και πήγε στο νησί του. Μετά από μια λογομαχία με τους φίλους του, ή “φίλους του”, όταν αποφάσισε να βάλει τον Θησέα να καθίσει στο κρεβάτι του Προκρούστη αποφάσισε να μην ασχοληθεί ποτέ ξανά  με κανέναν τους.

Και καλά έκανε.

Όποτε έρχεται πηγαίνουμε μια βόλτα ως την παραλία, πλέον χωρίς τσιγάρα, και μιλάμε για ώρες. Η αλλαγή πάνω του έιναι παραπάνω από εμφανής, είναι πραγματικά χαρούμενος χωρίς το ψεύτικο χαμόγελο εξυπηρέτησης που φορούσε όταν κάθιζε περαστικούς στην κλίνη.

Αυτό χρειαζόταν ο Θάνος, αυτό χρειάζεται ο κάθε Θάνος. Να βάλει στον δρόμο του Προκρούστη τον Θησέα.

Και τότε κανένας ληστής δεν θα είναι αρκετά δυνατός για να τον αντιμετωπίσει.

Γιατί καλή μια ιδέα, αλλά ακόμη καλύτερη μια αντεπίθεση.

Μπορεί και όχι για πολλούς που σκέφτονται διαφορετικά. Αλλά για όσους περαστικούς πέθαναν στο κρεβάτι, η αντεπίθεση του Θησέα πρέπει να γίνει.

Για τον Θάνο που ξέγραψε όσους έπρεπε από την ζωή του, για εμάς που ίσως να χρειαστεί να κάνουμε το ίδιο.

 

 

 

 

Μοιραστείτε το: