«Σταμάτα» μουρμούρισε μέσα στον ύπνο του.
Δεν σταμάτησε.
Το σκούντημα τον ενοχλούσε για κάνα δεκάλεπτο.
Το ένιωθε και το ζούσε στην ονειροχώρα, καθώς έβλεπε πως βρισκόταν σε ένα λούνα παρκ επάνω στην μεγάλη ρόδα. Αν και γεμάτο κόσμο το πάρκο, δεν ακουγόταν κανένας ήχος.
Ούτε παιδιά να γελάνε, ούτε γονείς να βρίζουν.
Και ξαφνικά η ρόδα άρχισε να κουνιέται καθώς γινόταν σεισμός. Κι ένα αίσθημα θλίψης τον κατέκλυσε.
Πανικός γύρω, τότε άρχισαν να ακούγονται κραυγές και το κούνημα γινόταν όλο και πιο δυνατό, όλο και πιο δυνατό.
Και φωνές από παντού πλέον αλλά ο ίδιος έλεγε μόνο αυτό. «Σταμάτα».
Από το σεισμό του ’99 είχε να νιώσει έτσι. Στον ύπνο του.
Αλλά το αποψινό ήταν σκούντημα κι όχι σεισμός.
Το καταλάβαινε σιγά – σιγά καθώς ξυπνούσε. Ευτυχώς, επειδή έτρεμε τους σεισμούς. Ποιο λογικό παιδί δεν τους έτρεμε;
Το «σταμάτα» το έλεγε στον σεισμό ή στο σκούντημα;
Ο Άρης δεν κατάλαβε. Απλά συνέχιζε να τον ενοχλεί κάτι.
«Μέχρι να ανοίξω τα μάτια μου να επιμείνεις. Μην ακούς ότι και να πω, πρέπει να σηκωθώ και να πάμε να τα δούμε. Να επιμείνεις» έλεγε το προηγούμενο βράδυ.
Και η μικρή απλά έκανε ότι της είχε πει ο αδερφός της.
Αυτή ξυπνούσε πάντα πρώτη.
Ο Άρης κοιμόταν του καλού καιρού μέχρι να έρθει ο γαλατάς κατά τις εννέα το πρωί.
“Ο γαλατάς, αστείο να κάνεις τέτοια δουλειά” σκεφτόταν κάπου – κάπου.
Σηκωνόταν λοιπόν ίσα-ίσα να βοηθήσει τον παππού να μεταφέρει τους κουβάδες, να τους αδειάσει και να πάει την καρτέλα στον άνθρωπο με το στυλό.
Μετά ξανάπεφτε για ύπνο. Και η ζωή στο σπίτι συνεχιζόταν.
Η μικρή έμενε μόνη να περιφέρεται στον δεύτερο όροφο μέχρι να σηκωθεί ο χαϊδεμένος της μαμάς και να της δώσει λίγη σημασία.
Αλλά σήμερα της είχε πει να τον ξυπνήσει στις τέσσερις το χάραμα. Τότε διάβασε στην εφημερίδα του παππού πως θα φαινόντουσαν τα αστέρια που έπεφταν.
Σκούντα μια, σκούντα δυο, κατάφερε να κάνει τον Άρη να ανοίξει τα μάτια του.
«Τι έγινε; Έπεσε;» ρώτησε.
«Σήκω, μια ώρα είμαι εδώ και σπρώχνω. Θα πέσουν και θα τα χάσουμε. Ποιος έπεσε;» είπε με μια ανάσα η μικρή.
Ο Άρης ανακάθισε απότομα και της χάιδεψε τα μαλλιά με μια άγαρμπα χαριτωμένη κίνηση.
«Τίποτα, τίποτα. Πάμε όσο προλαβαίνουμε» είπε και σηκώθηκε.
Ψάχνοντας κάλτσες, άκουσε γάβγισμα από κάπου κοντά. «Ποιος πήρε σκυλί και τρεις νύχτες τώρα μας έχει σπάσει τα νεύρα;» σκέφτηκε.
Φόρεσε κάλτσες και κίνησε με την μικρή να τον ακολουθεί.
Τα σανίδια ακούγονταν να βγάζουν θρηνητικές κραυγές κάτω από τα πόδια τους μέσα στο τίποτα της νυχτιάς.
Σχεδόν τίποτα, καθώς το γάβγισμα ακόμη ακουγόταν αν και από πιο μακριά. Το σκυλί απομακρυνόταν, ή πήγαινε για ύπνο.
Ή αν ήταν τόσο τυχερός ο Άρης συναντιόταν με ένα κοπάδι λύκων. Και τέρμα πια και σκυλί, και ουρλιαχτά, και οι θύμηση των ουρλιαχτών του.
Όλος ο δεύτερος όροφος τρανταζόταν θαρρείς σε κάθε τους βήμα.
«Κατερίνα πιο σιγά περπάτα, ακουγόμαστε και θα σηκωθεί η γριά» ψιθύρισε. Είχαν φτάσει το μπαλκόνι, η μικρή έπιασε το χέρι του και τον κοίταζε.
«Προς τα πού κοιτάμε και τι λέμε;»
«Εσύ δεν θα πεις κάτι, εγώ θα πω. Και όπου θες κοίτα, ο ουρανός είναι γεμάτος».
Σηκώνοντας το κεφάλι της η Κατερίνα άφησε το χέρι του αδερφού της. Προχώρησε μέχρι τα κάγκελα που έφταναν το ύψος της.
Κοίταζε έναν ουρανό υπέρλαμπρο από τα τόσα πολλά αστέρια.
«Είναι πανέμορφα» γύρισε και είπε στον Άρη. Το χαμόγελο σχηματίστηκε αμέσως στο πρόσωπο της. «Έλα κι εσύ» είπε τείνοντας το χέρι της.
Ο Άρης πλησίασε και το έπιασε, σήκωσε το βλέμμα του καθώς αγκάλιαζε με το άλλο χέρι τον ώμο της μικρής.
«Θα δούμε κάποιο, μην φοβάσαι.
Θα το διορθώσω εγώ» είπε.
Η μικρή τον κοίταξε αλλά δεν είπε κάτι. Πέρασαν μερικά λεπτά τελείως ήσυχοι. Ο Άρης χάιδευε τα ξανθά μαλλιά της αδερφής του μηχανικά. Δεν το είχε κάνει ξανά, παρά μόνο μια φορά.
Τότε είδε ένα να πέφτει, σαν να γνώριζε που να κοιτάξει και πότε, σαν να κατάλαβε. «Κοίτα, κοίτα, έπεσε το πρώτο» αναφώνησε η Κατερίνα, ξεχνώντας ότι όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους.
Ο αδερφός της χαμογελώντας έσκυψε και την αγκάλιασε, την άφησε και κοίταξε μέσα στα μάτια της μικρής αδερφής του, τα ίδια με τα δικά του.
«Το έφτιαξα. Θα δεις. Κι αν δεν το έφτιαξα σήμερα, θα το φτιάξω αύριο, ή όποτε ξαναέχει» και κοίταξε πάλι τον ουρανό.
Ένιωσε το χέρι της Κατερίνας να γλιστρά από το δικό του. Την κοίταξε, αντίκρισε το θλιμμένο βλέμμα που τον είχε στοιχειώσει την τελευταία εβδομάδα.
«Το ξέρω» είπε η μικρή και κίνησε για το δωμάτιο της. Το αίσθημα θλίψης που ένιωσε στο πάρκο ξανάρθε. Πιο δυνατά.
Την ακολούθησε. Μέσα στο σκοτάδι και την ησυχία θυμήθηκε την ημερομηνία που ξημέρωνε.
Βιάστηκε να πάει στο κρεβάτι του, χώθηκε κάτω από την μάλλινη κουβέρτα της αδερφής του κι έμεινε εκεί μέχρι να μπει το πρώτο φως στο σπίτι.
Ο δρόμος όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο δύσβατος, ο Άρης το παρατήρησε την δεύτερη φορά που τον ανέβηκε. Σαν να μην θέλει κι ο ίδιος να τον περπατήσει άνθρωπος κανείς.
Αλλά για τον Άρη δεν έπαιζε κανέναν ρόλο τι σκεφτόταν ο δρόμος, ο κόσμος, ο Θεός, ο οποιοσδήποτε.
Συνέχισε μέχρι την κόκκινη από την σκουριά πόρτα και την άνοιξε.
Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς ένα γύρω, δεν του άρεσαν τα βλέμματα των ανθρώπων εκεί, ειδικά των θειάδων που από μικρός γνώριζε.
Πλησίασε το μνήμα και γονάτισε. Άφησε με προσοχή τα λουλούδια που κουβαλούσε στο αλουμινόχαρτο. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε κοιτώντας για άλλη μια φορά τα γράμματα στο μάρμαρο, μην μπορώντας να κατανοήσει τι έγραφαν, τι εννοούσαν οι λέξεις του:
Κατερίνα Σ.
Ετών 10
06/06/1998 – 06/06/2008
Αγαπημένη Εγγονή / Αγαπημένη Κόρη / Αγαπημένη Αδερφή
Είχε σκοτωθεί με τους γονείς του να το φτιάξουν σε σχήμα βιβλίου, ώστε να χωρέσει κάτι από μια ιστορία που η μικρή λάτρευε:
Σε ένα από τα αστέρια, Θα κατοικώ
Σε ένα απ’ αυτά, Θα γελώ
Κι έτσι θα είναι
Σαν όλα τα αστέρια, Να γελούν
Όταν κοιτάς
Τον ουρανό το βράδυ
Μικρός Πρίγκιπας για την Μικρή μας Πριγκίπισσα
~~
«Θα το φτιάξω μικρή. Θα τα ξαναδώ να πέφτουνε και θα το φτιάξω. Θα σε φέρω πάλι» έλεγε ο Άρης για το επόμενο μισάωρο τελειώνοντας το πακέτο του παππού του.
«Θα το φτιάξω μικρή»
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής