Το πιο όμορφο θέαμα είναι μια γυναίκα που χορεύει, είχε γράψει κάποτε ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ.
Το πιο όμορφο θέαμα είναι μια πλάκα πενηντάρικα που βγαίνει από το atm, είχε πει κάποτε ο Θανάσης ο εφοριακός.
Το πιο όμορφο θέαμα είναι ένα μπατσικό που έχει πάρει φωτιά, είχε φωνάξει σε μια μάζωξη ο Ραμόν.
Το πιο όμορφο θέαμα είναι τανκς στους δρόμους, είχε ψιθυρίσει ο Βαγγέλης ο σεκιουριτάς.
Κάπως έτσι χαοτικά άρχισα να σκέφτομαι όταν την είδα να χορεύει.
Για αυτό και η ρήση του Μπαλζάκ στην αρχή.
Πραγματικά, πρόκειται για ένα πανέμορφο θέαμα. Μια γυναίκα που χορεύει.
Κι όχι, όχι με την εικόνα που σχηματίζεται μπροστά σου και παραπέμπει σε κακά καμπαρέ και κακής φήμης μπουρδέλα. Ναι, λες και υπάρχουν μπουρδέλα με καλή φήμη.
Όχι με αυτή την πρόστυχη έννοια του χορού ή της γυναίκας τέλος πάντων.
Με την πραγματικά όμορφη εικόνα μιας γυναίκας που χορεύει, που κουνάει το σώμα της στον ρυθμό της μουσικής. Όχι για να προκαλέσει τον απέναντι, μα για να βγάλει την εικόνα της, την πραγματική της εικόνα προς τα έξω.
Την εικόνα της γυναίκας.
Πολλές φορές χρησιμοποίησα την λέξη γυναίκα και έχει γίνει ήδη παράξενη.
Γυναίκα. Κι άλλη μια φορά.
Η Θεσσαλονίκη φημίζεται για τους πλανόδιους μουσικούς της. Και για την άδικη σύλληψη τους καμιά φορά.
Από το πρωί μέχρι και το βράδυ, ειδικά τα Σαββατοκύριακα πολλοί μουσικοί του δρόμου βγαίνουν και πιάνουν κάθε γωνιά της Αριστοτέλους. Πολλοί φτάνουν και μέχρι τη παραλία, αλλά αργότερα, προς το απόγευμα – βράδυ.
Μια τέτοια μέρα διάλεξα να κατέβω μια βόλτα στο κέντρο.
Το κρύο ήδη ήταν έντονο Νοέμβρη μήνα. Οι μέρες μας είχαν κρύψει κάπου τον ήλιο και δεν τον είχαν φανερώσει.
«Επιτέλους, θα σταματήσει να μας ενοχλεί με τις κωλοακτίνες του, να ξαναβγεί ο πούστης το καλοκαίρι όταν είναι η εποχή του.
Ακούς εκεί, μέσα στο καταχείμωνο να έχει ήλιο» μουρμούριζε ένας από τους φίλους καθώς περπατούσαμε.
Ναι, τι να κάνεις μια πηγή φωτός και ενέργειας μέσα στο καταχείμωνο;
Πανέξυπνοι οι φίλοι μου.
Λογής λογής άνθρωποι μπερδεύονται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Αστοί και μικροαστοί ανακατεύονται με εργοστασιάρχες πατριώτες, με την εταιρική έδρα τους να έχει πάει πλέον στην Βουλγαρία.
Παράνομοι μετανάστες πουλάν λαθραία και αστυνομικοί τρέχουν με μηχανές ανάμεσα τους.
Πιτσιρίκια προσπαθούν να παραμερίσουν παππούδες που μαλώνουν για τα παλιά καλά χρόνια της πόλης, τότε που οι Εβραίοι ακόμη ήταν το μεγάλο της πρόβλημα.
Κι όλα αυτά ανάμεσα στην βαβούρα των πολυκαιρισμένων λεωφορείων και των αρωμάτων της Νύφης.
Ναι, ποιητικός ο γραπτός λόγος, αλλά αξίζει για να περιγράψει την αίσθηση που σου περνά η μυστήρια αύρα, θα την έλεγα, της Θεσσαλονίκης.
Φασαρία, χαλαρότητα, έρωτας και μπαχάρια. Μια τόσο αταίριαστη τετράδα, που δίνει την εικόνα της πόλης όσο καλύτερα γίνεται.
Και τι σχέση έχει η Θεσσαλονίκη με μια γυναίκα που χορεύει; Δεν έχω ιδέα.
Και ήρθε η πραγματικότητα να με επαναφέρει.
«Δες εκεί ρε μαλάκα». Κατάλαβα πως εμένα έλεγαν μόλις το άκουσα.
Κοίταξα στο εκεί.
Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από την Αριστοτέλους και το αριστουργηματικό της μπούγιο.
Είχαμε βρεθεί στην παραλιακή. Δίπλα από τον Λευκό Πύργο.
Αν και απόγευμα προς βραδάκι, το φως ήταν αρκετό για να δώσει μια όμορφη εικόνα παραλιακής πόλης. Κι όχι την συνηθισμένη της εικόνα, της παρατημένης από όλους κι από όλα πόλης.
Καλά, λίγο υπερβάλω.
Δίπλα στον Λευκό υπάρχουν επίσης πολλοί ανομοιόμορφοι άνθρωποι. Φοιτητές και νοικοκυραίοι, μικροί και υπέργηροι. Και ανάμεσα τους, στις πέτρες γύρω από τον Πύργο ή και στα ξύλινα πεζούλια υπάρχουν αραδιασμένοι μουσικοί.
Μια ομάδα τέτοιων μουσικών πλησιάσαμε.
Τρία άτομα, τρεις μουσάτοι και μαλλιάδες που κρατούσαν από μια κιθάρα, ένα τύμπανο και ένα σαντούρι. Κι όλως παραδόξως το ακουστικό σύνολο ηχούσε αρκετά καλά στα αυτιά μας.
Έχουμε ένα πρόβλημα σαν λαός, όσον αφορά τις μουσικές κουλτούρες των άλλων και διαφορετικών λαών.
Θα περιέγραφα το συγκεκριμένο άκουσμα σαν ένα οριεντάλ μοιρολόι, αν υπάρχει κάτι τέτοιο στον κόσμο. Αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς, και δεν μπορώ να το μεταφέρω με νότες.
Η αρμονία της μουσικής τους έδενε απερίγραπτα με το ημίφως που είχε απλωθεί, η ώρα είχε περάσει και το βράδυ είχε αντικαταστήσει το μουντό απόγευμα.
Βέβαια πριν προλάβουμε να σκεφτούμε για λίγο ρομαντικά, άνοιξαν οι λάμπες τους Δήμου.
Δεν ήμασταν οι μόνοι που είχαμε πλησιάσει τους ανθρώπους, είχαν κόσμο ένα γύρω. Μπροστά τους είχαν την θήκη της κιθάρας ανοιγμένη, ώστε να μπορεί κάποιος που θέλει να αφήσει το κατιτίς του.
Δίπλα υπήρχε κι ένα σκαμπό με δίσκους, λογικά των παιδιών που έπαιζαν.
Το μάτι, το οποίο παρέμενε ζωηρό σε αντίθεση με το αυτί που είχε αποχαυνωθεί από την μουσική, έπιασε μια κίνηση στην άκρη της όλης εικόνας.
Μια κοπελιά σηκώθηκε, έβγαλε το μπουφάν της και άφησε να χυθούν τα κόκκινα μαλλιά της μέχρι την μέση της. Φορούσε μαύρα ρούχα, και η αντίθεση ήταν τόσο κραυγαλέα που δεν μπορούσες παρά να την θαυμάσεις.
Ξεκίνησε να χορεύει, τόσο έντονα και συνάμα τόσο αθόρυβα, που αισθανόσουν την δύναμη του χορού της να σε παρασύρει.
Έβλεπες τις κινήσεις της να είναι τόσο αβίαστα αταίριαστες και παρωχημένα μελετημένες που νόμιζες ότι είναι μέρος του όλου μουσικού συνόλου.
Αλλά από τα απορημένα και χαμογελαστά πρόσωπα των μουσικών, κατάλαβα ότι δεν ήταν.
Νομίζω πως την έβλεπα για μια ώρα συνεχόμενα. Μπορεί να την κοίταζα και μια μέρα ολόκληρη. Μπορεί και να την κοιτάζω ακόμη. Μπορεί και να την βλέπω για πάντα.
Μπορεί να μην έφυγα ποτέ από την παραλία και ακόμη να είμαι εκεί, να ακούω τους γύρω να φωνάζουν σαν ηλίθιοι:
«Ε, βγάλε και τίποτα μωρό» και να γελάνε μόνοι τους. Ή να ακούω τους φίλους μου να μου ψιθυρίζουν:
«Ξεκόλλα ρε μαλάκα, σιγά την γκόμενα. Είναι και τζιβάτη, είναι και μέσα στα μαύρα, πάλι με κομμούνα ζαχαρώνεις;» κι άλλα γέλια.
Μπορεί απλά να συνεχίζω να τους γράφω, καθώς την κοιτάζω να χορεύει αυτό το κλασικό – οριεντάλ – μοντέρνο – τσάμικο – δεν ξέρω πώς να το περιγράψω.
Και όλη η ύπαρξη ήρθε και κλονίστηκε όταν μετά τα πρώτα τρία λεπτά έφυγαν αυτοί που βρίσκονταν μπροστά μου ελευθερώνοντας το οπτικό μου πεδίο.
Και την στιγμή που συναντήθηκαν τα βλέμματα μας. Και μου χαμογέλασε. Και το χαμόγελο της απλώθηκε σε ολόκληρο το πρόσωπο της.
Τότε κατάλαβα πως αυτό το χαμόγελο, το θέλω. Θέλω να αντικρίζω κάθε μέρα αυτό το πρόσωπο, θέλω να βλέπω κάθε μέρα αυτό το χαμόγελο.
Θέλω να ξαναδώ αυτόν τον χορό, αλλά όχι έτσι. Ανάμεσα σε δίποδα που γαβγίζουν ασυναρτησίες και παλεύουν για την κυριαρχία επί των θηλυκών.
«Άντε σήκω, τελείωσαν και μαζεύουν» άκουσα και πάλι από δίπλα μου. Κι όντως, τα μουσάτα αγόρια είχαν τελειώσει το τραγούδι.
Δεν ξέρω πότε.
Γιατί την κοίταζα και με κοίταζε. Είχε σταματήσει κι εκείνη τον χορό της. Και απλά με κοίταζε, ακόμη χαμογελώντας.
Χαμογέλασα και σηκώθηκα.
Και την πλησίασα.
Ξέρεις, ίσως να είναι ένα όμορφο θέαμα ένα μπατσικό που φλέγεται. Αλλά μια γυναίκα που χορεύει είναι το ομορφότερο.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής