Ο μανδύας που έχω έχει ένα χρώμα, μάλλον έχει μια απουσία χρώματος που θυμίζει το άυλο. Δεν έχει δική του υπόσταση, δεν έχει μια συγκεκριμένη ύλη κι όμως, όταν τον φοράω παίρνει το σχήμα του κορμιού μου. Δένει επάνω μου και με καλύπτει.

Με κάνει αόρατο, μαζί με εμένα κάνει αόρατο και ότι κουβαλάω στα χέρια, στην πλάτη, στην καρδιά, στο μυαλό και στην ψυχή.

Τον φοράω πάντα, κάθε μέρα από την στιγμή που ανοίγω το μάτι και κοιτάζω το ταβάνι περιμένοντας να ξεκινήσει άλλη μια ημέρα δίχως νόημα. Στο τετράγωνο κλουβί που έχω για σπίτι και ζω την πραγματικότητα, νιώθω ότι μου χρειάζεται. Θέλω να με κάνει αόρατο, θέλω να περνάω απαρατήρητος από τον χρόνο και τον Μίστερ τον περίεργο που ψάχνει κάθε μέρα νέα άτομα για παρέα του.

Τον άκουσα στην γειτονιά μου μια μέρα να κάνει ερωτήσεις, πλησίασα στο κενό παράθυρο μου κι έντρομος συνειδητοποίησα πως δεν φορούσα τον μανδύα.

«Με είδε» σκέφτηκα και δεν μπορούσα να κουνηθώ, απλά ένιωθα μια ασφυξία να με βαράει με δύναμη. Τρέμοντας, άπλωσα το χέρι μου, ευτυχώς τον είχα δίπλα μου, τον φόρεσα. Κι ο Μίστερ έφυγε όπως ήρθε, μόνος του.

Αλλά στην ατμόσφαιρα άφησε μια υπόσχεση, κάτι που μου ψιθύριζε «Ξέρω».

Προχωρά η μέρα και δίνει την σκυτάλη στην εβδομάδα, πάντα με τον μανδύα μου φορεμένο βγαίνω έξω, με γνωστούς άγνωστους και ξένους φίλους. Ο μανδύας έχει μια ιδιομορφία, σε αυτούς δεν με καλύπτει τελείως, μόνο όσο θέλω.

Φαίνεται από εμένα ότι θέλω και όσα κρύβω κανείς δεν μπορεί να τα δει.

«Λάθος, ξέρω» και πάλι ακούγεται ο Μίστερ μέσα στο αυτί μου. Αυτομάτως ο μανδύας με καλύπτει κι αποχωρώ από το εκεί που είμαι.

Είμαι σε ένα εδώ κρυμμένος από όλους.

«Άσε με ήσυχο» του λέω επειδή γνωρίζω πως είναι κάπου στην γειτονιά και πάλι, με ακούει και με βλέπει παρά τον μανδύα.

«Δεν γίνεται και το ξέρεις» ακούγεται να απαντά.

Και η εβδομάδα δίνει την σκυτάλη στους μήνες, με τις ίδιες αδιάφορες και ατέλειωτες ημέρες να μπερδεύονται με ξέφρενου τίποτα νύχτες. Και εκείνος, ο Μίστερ, αρχίζει και κόβει περισσότερες βόλτες στα μέρη μου όσο ο καιρός τρέχει αγκαλιά με τον χρόνο.

Και ωριμάζω, αλλά τον μανδύα μου δεν τον αφήνω, τον φορώ σαν δέρμα μου πάντα και παντού, μόνο το βράδυ όταν πέφτω για ύπνο ξαποσταίνει.

Κι εκεί συναντιόμαστε με τον Μίστερ, έρχεται κάπου-κάπου σε όνειρα και τα λέμε με κώδικα δικό μας που μόνος του ανέπτυξε.

Του αρέσουν τα μυστήρια και οι φαγωμένες λέξεις, σε εμένα όχι.

Τα χρόνια είναι στον τελευταίο γύρω της κούρσας, μένω ο ίδιος με τον ίδιο μανδύα στο χέρι κι έτοιμος να τον φορέσω. Πριν σηκώσω το χέρι νιώθω το γνωστό μούδιασμα, η ευκολία πέρασε πριν πολλά φεγγάρια.

Μηχανικά κοιτάζω σε ένα κομμάτι τζάμι που έχω για καθρέφτη και βλέπω έναν άγνωστο. Με ένα κομμάτι ύφασμα που τον κρύβει στα χέρια, έτοιμο να το φορέσει για να κρυφτεί.

Κοντοστέκομαι, κοιτάζω τον μανδύα και λέω:

«Τελευταία μέρα σήμερα παλιόφιλε» και τον φοράω. Είμαστε στην τελική ευθεία.

Περνάω μια ημέρα όπως όλες οι υπόλοιπες, στο τέλος της μπαίνω στο κλουβί που έχω για σπίτι και κοιτάζω την κάθε γωνιά. Όταν το φεγγάρι αποφασίζει να έρθει, βγάζω τον μανδύα, τον διπλώνω προσεχτικά και τον βάζω δίπλα μου. Με παίρνει ο ύπνος κοιτώντας τον.

Ακούω ξημερώματα μια πόρτα, ανοίγω τα μάτια και βλέπω τον Μίστερ να μου χαμογελά. Του απαντώ με χαμόγελο.

«Ξημέρωσε» μου λέει

«Φεύγουμε» και τείνει το χέρι.

«Έρχομαι Μίστερ» και το πιάνω.

«Κι αυτό;» ρωτάει δείχνοντας τον μανδύα. Ακούγεται ευτυχισμένος και λυπημένος μαζί, όπως κι εγώ αισθάνομαι.

«Αυτός θα μείνει πίσω» του απαντώ και προχωρώ πρώτος.

Και ο Μίστερ γελώντας πλέον με αγκαλιάζει.

Kαι οδηγεί.

 

Μοιραστείτε το: