Όταν γράφεται ένα κείμενο, σπάνια γράφεται από ένα και μόνο άτομο, αντιθέτως αρκετές φορές πολλά άτομα συντελούν στην τελειοποίηση του

Κι ας πληκτρολογούν τα ίδια δάχτυλα, από το ίδιο ζευγάρι χεριών

 


 

Το τσίρκο ανέκαθεν μου άρεσε, ειδικά  όσο ήμουν παιδί, για τα ζώα δεν νοιαζόμουν και τόσο και πιστεύω πως είναι λογικό.

Ποιο λογικό παιδί θα νοιαστεί αν η τίγρης που έχει απέναντι του και κάνει κόλπα πάνω σε ένα τόπι έχει να ταϊστεί καμιά εβδομάδα;

Κανένα, απαντάω στον οποιοδήποτε ρωτάει. Εκτός κι αν έχει στην παιδική ηλικία του αναπτύξει τέτοιου είδους συνείδηση, που σημαίνει πως αυτό το παιδί που ρωτά κάτι τέτοιο κάποτε θα κυβερνήσει την χώρα, ή τον κόσμο.

Η υποκρισία του ανθρώπου. Όταν καταδικάζει την βία εναντίον λιονταριού και ελέφαντα ξεχνάει τις βιτσιές που έδινε στις κότες στο χωριό του απλά επειδή βαριόταν , ή το ξύλο που έριχνε στο σκυλί του αν έπνιγε καμιά τους.

«Δεν είναι το ίδιο, τα άγρια ζώα ανήκουν στην φύση, τα άλλα είναι οικόσιτα» ακούω μέσα στο αυτί μου  κάποιο στόμα να μουρμουρίζει.

Ναι, τα μεν είναι ζώα αλλά τα δε είναι κομοδίνα.

Τέλος πάντων.

Σε εκείνες τις τέντες πηγαίναμε παλιά όταν ακόμη τα ζώα δεν είχαν απαγορευτεί, κόσμος πολύς δεξιά κι αριστερά στον δρόμο για το τσίρκο.

Οι αφίσες στις κολόνες ήταν κρεμασμένες για τρεις ή και τέσσερις ημέρες πριν έρθει το τσίρκο στην περιοχή και συνήθως σε σημεία απέναντι από σχολεία, από γήπεδα, από παιδικές χαρές.

Οπότε θέλοντας και μη το οποιοδήποτε παιδάκι έβλεπε, κι όταν έβλεπε ζητούσε, κι αφού ζητούσε ο μπαμπάς κι η μαμά δεν αρνιόντουσαν.

Συνήθως η τεράστια τέντα βρισκόταν κάπου έξω από το αστικό κέντρο, σε κάτι χωράφια. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς τι θα μπορούσε να συμβεί αν το έσκαγε κάνα αγρίμι και έφερνε βόλτες στις οδούς.

Όλος ο δρόμος ήταν φωτισμένος από τα φώτα αυτά, του Λούνα Παρκ, που δεν έχουν τον κίτρινο φωτισμό που έχεις συνηθίσει να βλέπεις αλλά ούτε και του πανηγυριού στο χωριό, έχουν έναν χρωματισμό ενδιάμεσο.

Αρκετά ευχάριστο στο μάτι του παιδιού.

Το παιδί είμαι εγώ  κι αυτή τη φορά και ότι βλέπω την στιγμή που γράφεται το κείμενο θα μεταφέρω.

Κόσμος και κοσμάκης κάνει ουρές στο μαλλί της γριάς και στα ποπ-κορν, όσοι δεν έχουν εισιτήρια κάνουν ουρές να προμηθευτούν, όσοι δεν προλαβαίνουν να πάρουν εισιτήρια ακούν κλάματα από τα παιδιά τους και αυτομάτως υπόσχονται βόλτα στα Κου-Κου την επόμενη μέρα.

Το σχήμα της τέντας του τσίρκου είναι εκεί μπροστά, πάντα το έβλεπα σαν χώρο διασκέδασης και βασανιστηρίων ταυτόχρονα, ίσως να φταίει για αυτό ο Ντάμπο.

Ο άνθρωπος των εισιτηρίων πάντα βγάζει κάτι το τρομακτικό, ποτέ δεν καταφέρνω να εξηγήσω το γιατί ανατριχιάζω όποτε τον βλέπω. Μετά θα μάθω ότι ήταν και ο κλόουν του τσίρκου.

Όταν αγγίζω το παραπέτασμα που καλύπτει τον μαγικό κόσμο των ζώων από τον δικό μας, των δίποδων, χαμογελάω.

Μπαίνοντας με καθησυχάζει η μυρωδιά σανού, μούχλας, και βρεγμένης γούνας, καταλαβαίνω πως υπάρχουν «ζωντανά» εδώ μέσα, πέρα από ανθρώπους.

«Θα δούμε λιοντάρια» λέω και σκέφτομαι μόνο τον Βασιλιά Των Λιονταριών, κάθε φορά.

Το πρόγραμμα του τσίρκου είναι γνωστό πάνω-κάτω : στην αρχή μπαλέτο, μετά κλόουν ( ας έλειπε μια φορά ), μετά ένα πρόγραμμα με ανάλαφρα ζωάκια, μετά τα αγρίμια με σηκωμένο ένα δίχτυ γύρω από την στρογγυλή σκηνή για προστασία των θεατών.

Μεγαλύτερη ψευδαίσθηση ασφάλειας από την μάσκα οξυγόνου στο αεροπλάνο.

Κι όμως, υπάρχει κι άλλη μια κατηγορία θεάματος μέσα στο τσίρκο, οι ακροβάτες.

Και συγκεκριμένα οι σχοινοβάτες.

Ο σχοινοβάτης.

Τα τσαλίμια επάνω στις κούνιες, από την μια στην άλλη είναι αδιάφορα, χρειάζεται μια καλή συνεννόηση και πολλές-πολλές πρόβες αναμφισβήτητα.

Αλλά ο σχοινοβάτης είναι κάτι άλλο.

Ο σχοινοβάτης είναι ο ακροβάτης με την μεγαλύτερη περιφρόνηση στους γύρω του. Είναι μόνο για τον ίδιο εκεί που είναι.

Ο σχοινοβάτης βλέπει μια ευθεία, η ευθεία του είναι ένα σχοινί το οποίο πρέπει να διασχίσει για να φτάσει απέναντι. Αν δεν τα καταφέρει με την μια και πέσει κάτω, υπάρχει ένα ειδικό δίχτυ το οποίο μπορεί να του σώσει τη ζωή.

Η ψευδαίσθηση ασφάλειας είναι πάλι κάπου εδώ κοντά.

Κι όμως, παρατηρώντας τον σχοινοβάτη δεν βλέπεις κάτι το αξιόλογο θαρρείς, δεν βλέπεις κάτι το επικίνδυνο σκέφτεσαι, δεν βλέπεις κάτι το ξεχωριστό νομίζεις.

Κι όμως λαθεύεις.

 


 

Ο σχοινοβάτης και το διάβα του ήταν ότι πιο σημαντικό έβλεπα μέσα στην σκηνή του τσίρκου.

Έβλεπα τον άνθρωπο πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος, με ένα μεγάλο ξύλο στα χέρια να προσπαθεί να ισορροπήσει σε μια ασταθή ευθεία πορεία. Κι άμα έπεφτε, είχε να ελπίζει πως θα σωθεί από ένα ψεύτικο δίχτυ.

Αλλά πραγματικά, όποιος σχοινοβάτης έπεσε από τέτοιο ύψος ωφελήθηκε από την παρουσία του διχτυού;

Τώρα πλέον έχω μεταφράσει τον σχοινοβάτη σαν άτομο, σαν ζωή και ύπαρξη, σαν μια μονάδα όπως όλοι μας είμαστε.

Μονάδες.

Σε ένα δύσβατο σημείο, κρατώντας κάτι για ισορροπία – κρατώντας οτιδήποτε, επικεντρώνεται σε μια ευθεία πορεία, από έναν δρόμο που μόνο εύκολος δεν είναι. Έχει μόνο στις ικανότητες του να ελπίζει ότι δεν θα γκρεμοτσακιστεί, κι αν συμβεί αυτό έχει στο δίχτυ να ελπίζει ότι δε θα σκοτωθεί.

Και είναι μόνος του πάνω στο σχοινί, και προσπαθεί μόνος του να φτάσει το απέναντι.

Αυτή κατάλαβα ότι είναι μια μοναξιά αβάσταχτη, με ωμή αλληγορία μπορεί να την αισθανθεί ο καθένας μας.

Αυτή είναι η μοναξιά του σχοινοβάτη.

 

 

 

Μοιραστείτε το: