Καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη χωρίς αυτοκίνητο σημαίνει τρία πράγματα: ζέστη, λεωφορείο, θάνατος.

Το είχα ξεχάσει λόγω της ημέρας η οποία κύλησε καλύτερα από τις υπόλοιπες που δεν κυλούσαν γενικά, οπότε με μια όχι καλή διάθεση αλλά μια υποψία καλοσύνης μέσα στην διάθεση άφησα την στάση πίσω και μπήκα στο ορθογώνιο κλουβί με ρόδες.

Ζέστη και ιδρώτας. Παντού. “Bιολογία κύριε”, πετάγεται μια φωνή πιτσιρίκου στο αυτί μου και ουρλιάζει.

Ναι, σίγουρα. Αυτές οι οσμές των μέσων μεταφοράς που δεν χρειάζονται μετάφραση για να περιγραφούν είναι απίστευτες. Αν έχει ανέβει ο απέναντι, γνωρίζει κι έχει υποφέρει κι αυτός.

Βρήκα μια γωνιά να βάλω το έρμο το σώμα μου και προσπαθώντας να μην ενοχλήσω τους συνανθρώπους μου άρχισα να τους κοιτάζω.

Η πλειοψηφία μεγάλοι άνθρωποι, άλλοι έχουν σχολάσει μόλις από το δεκάωρο που μισούν, άλλοι πηγαίνουν εκεί, άλλοι κατέβηκαν για βόλτα.

Να, κάτι πιτσιρίκια που παρά τον συνωστισμό έχουν καβαληθεί, να ένας γνωστός που έχω να τον δω από το σχολείο.

Όταν συναντιέται η ματιά σου με του απέναντι που νιώθει ακριβώς το ίδιο με εσένα και καταλαβαινόσαστε, χαίρομαι την ανθρωπότητα. Γιατί να μπούμε σε μια διαδικασία ψέματος και υποκρισίας; Γιατί να σε ρωτήσω τι κάνεις και που είσαι;

Δεν με νοιάζει τι κάνεις και δε σε νοιάζει τι κάνω οπότε κάνουμε κι οι δυο πως δεν είδαμε ο ένας τον άλλον.

Να παραστήσουμε πως χαρήκαμε που βρεθήκαμε και να ταξιδέψουμε στα σχολικά αθώα μας χρόνια, τότε που κάναμε το ένα και το άλλο μέσα στην τάξη; Και στην συνέχεια να οδηγηθούμε σε μια καταθλιπτική συζήτηση για το πως περνάν τα χρόνια;

Απότομη εκτίναξη με προσγειώνει στην μυρωδιά του αστικού και στον ήλιο του μεσημεριού, έχει πάει ώρα φαγητού πια. Δίπλα από τον συμμαθητή υπάρχει κι ένα ακόμα γνωστό πρόσωπο.

«Λέγε ρε μαλάκα» ψιθύρισα, η κοπελίτσα δίπλα μου που χάζευε έξω από το παράθυρο έσκυψε προς το μέρος μου.

«Σε εμένα μιλάς;» ρώτησε με όλο νάζι φωνή βγάζοντας τα μαύρα γυαλιά της. Ευκαιρία για κουσκούσι και σουξου-μουξου λες;

«Όχι, όχι, συγγνώμη» της απάντησα και γύρισα το βλέμμα μου στον δρόμο με τις εκτινάξεις του.

Δίπλα από τον παλιό μου συμμαθητή καθόταν ο Β. που είχα να τον δω πολλά χρόνια, αν και ο πατέρας μου κι ο δικός του ήταν αδέρφια.

Τον είχα αφήσει σε μια εικόνα μετά τον στρατό, σε ένα σπίτι κάπου στα δυτικά ένα καλοκαιρινό μεσημέρι να τρώει εκείνες τις απαίσιες μαρμελάδες φράουλας. Μικρές συσκευασίες με ελάχιστη γεύση φρούτου.

Από τότε έλεγε θα κόψει, από τον στρατό που μαθεύτηκε σε όλο μας το σόι και του έκλεισαν όλοι την πόρτα. Κανένας δεν τον πίστεψε τότε, κανείς δεν του έδωσε σημασία στην συνέχεια.

Πρόλαβα να τον δω στην στάση που κατεβαίνουν όσοι θέλουν να ψωνίσουν, κατέβηκε και βάδισε προς τον γνωστό μας χωματόδρομο. Δεν του μίλησα και δεν μου μίλησε, δεν τον είδα και δεν με είδε.

Ή μπορεί να ξέραμε κι οι δύο πως θα υποκρινόμασταν οπότε το αποφύγαμε.

Μετά από πέντε λεπτά κατέβηκα κι εγώ, νιώθοντας μια ντροπή που είχα αρκετό καιρό να νιώσω.

Δεν μου είχε λείψει, δεν μιλούσαμε και ποτέ δεν ήμασταν και αρκετά κοντά. Η ντροπή όμως που ένιωσα όταν είδα το ίδιο μου το αίμα απέναντι μου και δεν του μίλησα καν δεν περιγράφεται, όχι τόσο επειδή το έκανα αλλά επειδή μεγάλωσα σε περιβάλλον που με οδήγησε στο να το κάνω.

Να τον αγνοήσω.

Ελπίζω να μην μετανιώσω όταν χτυπήσει το τηλέφωνο κι ακούσω ότι τον βρήκαν με ένα λεμόνι και μια κρεμ-καραμελέ στο χέρι.

Η ντροπή τότε θα είναι μεγαλύτερη, μάλλον.

Ή μεγαλύτερη θα είναι η υποκρισία;

Τουλάχιστον είμαι ο μόνος που έκανε μια τέτοια παλιανθρωπιά. Έτσι δεν είναι;

Μοιραστείτε το: