Τι κάνεις όταν ξέρεις πως σε λίγο θα περπατάς έναν διάδρομο ο οποίος θα σε οδηγήσει στο τέρμα σου;
Σκέφτεσαι, σκέφτεσαι τον εαυτό σου και μόνο τον εαυτό σου και περιμένεις.
Η ζωή που περνά μπροστά από τα μάτια σου, οι στιγμές που θυμάσαι πως αδίκησες ανθρώπους και εύχεσαι να τις ξαναζούσες για να κάνεις το σωστό, είναι απλά μαλακίες.
Έχεις ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να περιγραφεί. Όπως το συναίσθημα που έχουν οι στρατιώτες πριν από μια μάχη. Είτε ξέρουν πως θα την χάσουν, είτε ξέρουν πως θα την κερδίσουν το συναίσθημα είναι το ίδιο.
Κι ο Νικόλας ο Έλληνας, ο Nick the Greek, όπως τον έλεγαν οι φύλακες του, σκεφτόταν και περίμενε. Σκεφτόταν όσα συνέβησαν το πρωινό της ίδιας μέρας που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και άκουσε την ανακοίνωση των δικαστών.
Σε αντίθεση με τον διάσημο συνονόματο του, ο Νικ ήταν καταδικασμένος για φόνο.
Εν βρασμώ ψυχής για τον ίδιο, με δόλο για το δικαστήριο. Τίποτα από τα δυο αλήθεια.
Η έφεση του έφερε και την δεύτερη δικαστική απόφαση μετά από την πρώτη – εκείνη του ισόβιου εγκλεισμού.
Η εσχάτη των ποινών σαν τιμωρία. Θάνατος στην ηλεκτρική καρέκλα.
«Με συνοπτικές διαδικασίες, να τελειώνουμε με δαύτον» άκουγε τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής να σκέφτονται. Ίσως και ο δικός του δικηγόρος να σκεφτόταν κάτι ανάλογο.
Στις 10 το βράδυ, παρουσία της οικογένειας του θύματος, της οικογένειας του Νικ και τριών μαρτύρων.
Σκεπτόμενος όλα αυτά, σήκωσε τα χέρια του και άρχισε να τα ανοιγοκλείνει, να ακουμπά την κίτρινη φόρμα του απαλά λες και πρώτη φορά καταλάβαινε τι σημαίνει η αφή. Χαμογελώντας επέστρεψε στην σκέψη την προηγούμενη, αγνοώντας το μικρό παράθυρο στην πόρτα του δωματίου που άνοιγε κάθε λίγο και λιγάκι.
Μεταξύ των μαρτύρων βρισκόταν κι ο ιερέας που ανέλαβε να εξομολογήσει τον Νικ, τρεις ώρες νωρίτερα στο κελί του.
Δεν τα κατάφερε.
«Ο Θεός θα σε υποδεχτεί αν μεταμεληθείς και μετανοήσεις για τις αποτρόπαιες σου πράξεις. Μετανιώνεις για τον φόνο του Δικαστή Έμπερχαρντ Φερντλ;»» ρώτησε καθώς κρατούσε την Βίβλο και διάβαζε κάτι που δεν είχε καμία σημασία.
Ο Νικ τον κοιτούσε όλη την ώρα, μια αυτόν και μια τον φύλακα που δεν είχε απομακρυνθεί καθόλου από κοντά τους.
«Όταν φτάσω στον Θεό και του πω τι ακριβώς έκανα θα με στείλει πάλι πίσω παπά. Για να το ξανακάνω. Και τότε εσύ θα πρέπει να μετανιώσεις, για όλα όσα κάνεις κι έκανες. Τράβα και γαμήσου τώρα» είπε και σηκώθηκε προς τον φύλακα τείνοντας τα χέρια του. «Πάμε, να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα». Ο φύλακας κοιτώντας μια τον ιερέα και μια τον Νικ, περίμενε. Δεν είχε μαζί του χειροπέδες, δεν έβαζαν στους θανατοποινίτες.
Ο ιερέας δεν αντέδρασε στην προσβολή, σηκώθηκε και με ένα χαμόγελο στάθηκε μπροστά από τον μελλοθάνατο, έκανε μια κίνηση που θύμιζε «σταύρωμα» στον αέρα και είπε:
«Εύχομαι να καίγεσαι για πάντα στην μεγαλύτερη κόλαση που υπάρχει γουρούνι, εύχομαι να υποφέρεις στην καρέκλα όπως μόνο ο Κέμλερ υπέφερε» και έκανε νόημα στον φύλακα.
Έτσι ο Νικ βρέθηκε σε ένα δωμάτιο που για πρώτη φορά επισκέφτηκε όσον καιρό ήταν κρατούμενος.
Σε ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο, με έναν άσπρο και άγριο φωτισμό, περίμενε. Στο νοσοκομείο της φυλακής, όπου ποτέ στα δυο χρόνια εκεί μέσα δεν είχε έρθει.
Είχε μεταφερθεί μαζί με έναν Ιρλανδό πρώην αστυνομικό, τον Μπάρυ.
Αν και είχε μείνει στην Αμερική σχεδόν είκοσι χρόνια δεν είχε πολλές παρτίδες με Ιρλανδούς. Ο Μπάρυ είχε να διανύσει τον ίδιο δρόμο, κι αυτός για την καρέκλα.
Στο δωμάτιο του νοσοκομείου πηγαινοερχόντουσαν τρία άτομα. Την μια καθισμένοι σε κάτι παλιές καρέκλες, την άλλη όρθιοι με τσιγάρα στα χέρια, περίμεναν μαζί με τους κρατούμενους να τελειώσει το τελευταίο τους δίωρο στη ζωή.
Και να σερβιριστεί το τελευταίο τους γεύμα.
Το τελευταίο γεύμα του θανατοποινίτη ήταν ένα έθιμο της φυλακής που τηρούνταν ακόμη. Ανούσιο, αλλά υποχρεωτικό.
«Θέλω μόνο να γράψω τα τελευταία μου λόγια να τα δώσω στους δικούς μου, δεν θέλω να φάω» ψιθύρισε ο Νικ στον αρχιφύλακα και υπεύθυνο της διαδικασίας. Για κάποιον λόγο είχαν αφήσει την επιλογή του γεύματος για δυο ώρες πριν από την εκτέλεση. «Δε θα τους κάνω την χάρη να χεστώ πάνω μου» είχε σκεφτεί. Ήξερε πως τους φορούσαν και πάνες, αλλά τέτοια ξεφτίλα δεν θα την ανεχόταν.
Με ένα νεύμα του κεφαλιού του ο Γουντς, ο αγέλαστος και γεμάτος ρυτίδες και μίσος αρχιφύλακας, έφυγε με τη συνοδεία των δυο νεαρών φρουρών και επέστρεψε λίγο αργότερα με έναν δίσκο για τον Ιρλανδό και ένα κομμάτι χαρτί.
Κοτόπουλο με κανελόνια και δυο κουτιά μπύρας για τον Ιρλανδό Μπάρυ, ένα φύλλο χαρτί κι ένα μολύβι για τον Νικ.
Ο Ιρλανδός απλά χέστηκε αν χεζόταν πάνω του, έτσι κι αλλιώς νεκρός θα ήταν. Ποιος θα του έλεγε κάτι και τι θα ήταν αυτό το κάτι;
«Έχετε ένα μισάωρο, να φάτε, να πιείτε, να την παίξετε ο ένας του αλλουνού και να γράψετε για αυτό αν θέλετε» είπε ο αρχιφύλακας με την αυστριακή του προφορά στους κρατούμενους.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου κι έφυγε, κλείνοντας την μαλακά πίσω του.
Σχεδόν αμέσως ο Μπάρυ όρμησε στο κοτόπουλο του, με μια βουλιμία που δεν ταίριαζε σε άνθρωπο που σε καμια ώρα δεν θα ζούσε. Σήκωσε τα μάτια του σε έναν Νικ που έπιασε το χαρτί και το μολύβι.
«Την διαθήκη σου γράφεις;» τον ρώτησε μπουκωμένος με κρέας.
«Όχι, τα τελευταία λόγια μου» απάντησε ο Νικ ενώ ήδη έγραφε.
Ο Ιρλανδός σήκωσε τα χέρια και όρμησε προς τις μπύρες του. Σε χρόνο ρεκόρ τις είχε κατεβάσει και έγειρε στην καρέκλα σαν να περίμενε να τον πάρει ένας γλυκός ύπνος. Πραγματικά ήταν να τον θαυμάζεις για την ψυχραιμία του. Ή μπορεί να μην είχε καταλάβει τι ακριβώς τον περίμενε.
Ο Νικ έγραψε πέντε λέξεις στο χαρτί, κατέβασε το μολύβι κι έκατσε σε ένα από τα κρεβάτια του νοσοκομειακού δωματίου.
Γύρω στις εννιάμισι η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η ομάδα των φυλάκων με τον Γουντς επικεφαλή.
«Μπάρυ Γουόλς, ώρα να πηγαίνουμε» είπε σοβαρά – σοβαρά ο αρχιφύλακας κρατώντας το χερούλι της πόρτας με το αριστερό χέρι του και βγάζοντας το περίστροφο του με το δεξί.
Ο Μπάρυ, ανακάθισε απότομα. Πρέπει να τον είχε πάρει ο ύπνος, αν αναλογιστεί κανείς τα πρησμένα του μάτια. Κοίταξε τον Νικ και μετά το χαρτί που είχε ανάμεσε στα δάχτυλα του. «Θα μου πεις τι έγραφες;» τον ρώτησε με ένα κοφτό γέλιο.
«Σε μισή ώρα θα τα ξαναπούμε Μπάρυ» απάντησε ο Νικ. «Αν και μπορεί να πιάσουν οι κατάρες του παπά και να καταλήξω σε μια αιώνια τοστιέρα να με κατακαίει μέχρι την Δευτέρα παρουσία»
«Τοστιέρα;;;;» είπε ο Μπάρυ κι άρχισε να γελά τόσο δυνατά που ο Γουντς του έδωσε ένα καλό χτύπημα με την κάννη του όπλου του για να τον κάνει να σωπάσει. Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Νικ από τον Μπάρυ ήταν το χαμόγελο του, ματωμένο και ξεδοντιασμένο, αλλά χαμόγελο.
Μόνο η ανάσα του πλέον ακουγόταν, το δωμάτιο ήταν τόσο άδειο. Το χαρτί του ήταν ακόμη στα δάχτυλα του ανάμεσα, σκεφτόταν πότε θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να το δείξει στην αδερφή του, εάν είχε αποφασίσει να παρευρεθεί στην άχαρη αυτή διαδικασία. Ξαφνικά τα φώτα άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Την πρώτη φορά για λίγα δευτερόλεπτα, έτσι του φάνηκε. Την δεύτερη για περισσότερη ώρα. Ακολούθησε και τρίτη φορά, ακόμη περισσότερη ώρα.
«Μπάρυ, άστο να πάει, ψόφα να τελειώνουμε» μουρμούρισε ο Νικ. Δεν ξανατρεμόπαιξε το φως, ο Μπάρυ είχε πεθάνει.
Δέκα παρά πέντε η πόρτα ξανάνοιξε. Το γνώριμο αυστριακό μούτρο του Γουντς εμφανίστηκε.
«Νικ Αγγελάτος, ώρα να πηγαίνουμε» είπε. Πάλι κρατώντας το χερούλι της πόρτας με το αριστερό του χέρι και σημαδεύοντας τον με το όπλο του με το δεξί του χέρι.
Ο Νικ σηκώθηκε, βγήκε έξω και ακολούθησε τον Γουντς με τους δύο φύλακες – φρουρούς δεξιά και αριστερά του.
Σε κάτι δευτερόλεπτα βρέθηκε σε ένα ορθογώνιο δωμάτιο με κόσμο μέσα και μια καρέκλα με λουριά, «καλησπέρα αγάπη μου» σκέφτηκε όταν την είδε.
Είδε την οικογένεια του Φερντλ Έμπερχαρντ, τους δυο αξιωματικούς που κατέθεσαν σαν μάρτυρες αυτόπτες στην δίκη του και τον ιερέα. Σε μια γωνιά βρισκόταν η αδερφή του. Της χαμογέλασε, εκείνη βούρκωσε ακόμη περισσότερο. Της είχε γράψει να μην έρθει, δεν ήθελε να τον δει έτσι.
Αλλά αφού ήρθε μέχρι εδώ, έπρεπε να της εξηγήσει.
«Γουντς, να πάω να αγκαλιάσω την μικρή;» ρώτησε τον αρχιφύλακα ο Νικ. «Όχι, σκάσε και κάτσε» απάντησε εκείνος.
Κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα και ένας φρουρός του έδεσε πόδια και το αριστερό του χέρι. Τότε η αδερφή του Νικ σηκώθηκε και παραμερίζοντας την συνοδεία του ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος την έσφιξε επάνω του με το ελεύθερο του δεξί χέρι και της ψιθύρισε στο αυτί «Την τσάντα, όταν φύγεις».
Και την άφησε. Ο φρουρός του έδεσε και το δεξί χέρι καθώς και τον κορμό, του έβαλε ένα σφουγγάρι στο κεφάλι και ένα ακόμη στην αριστερή του γάμπα. Η τελευταία εικόνα που έλαβε πριν του φορέσει την καλύπτρα προσώπου ήταν η αδερφή του να τον κοιτάζει περιμένοντας το οποιοδήποτε θαύμα.
Εκείνη κατάλαβε ότι η ώρα είχε έρθει και προχώρησε γρήγορα στην εξώπορτα. Την άνοιξε και βρέθηκε στην αυλή του κτιρίου, που ακόμη ήταν φωτισμένο. Στάθηκε σε έναν τοίχο προσπαθώντας να βρει την ανάσα της.
Από κάπου μακριά ακουγόταν ο Γουντς να λέει «Νικ Αγγελάτος, κάποια τελευταία λόγια;»
Και αχνά η φωνή του αδερφού της να απαντά: «Ο Θεός να σας κρίνει όλους καργιόληδες».
Τα φώτα τρεμόπαιξαν μια φορά. Και τέρμα. Ήξερε πως ο Νικ είχε πεθάνει.
Σαν να βρισκόταν σε όνειρο άνοιξε την τσάντα της, ο Νικ είχε καταφέρει να πετάξει μέσα το χαρτί του. Το έβγαλε και αφού το διάβασε ξέσπασε σε λυγμούς. Άκουσε φασαρία από καρέκλες και για να μην πέσει στους παριστάμενους της εκτέλεσης μάζεψε όση κυριαρχία είχε και πήρε τον δρόμο για το σπίτι της.
Δεν ήταν στην Αμερική όταν δικαζόταν ο Νικ, δεν γνώριζε λεπτομέρειες της δίκης. Και δεν επιτρεπόταν και επισκεπτήρια οπότε πίστευε ότι πίστευαν κι όλοι οι υπόλοιποι: ο αδερφός της ήταν απλά ένας δολοφόνος.
Το χαρτί του Νικ έγραφε: «Ο Φερντλ Έμπερχαρντ ήταν ναζί».
Ο Νικ είχε χάσει την οικογένεια του στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σε μια σφαγή από τις πολλές που συνήθιζαν οι Γερμανοί. Η αδερφή του ήταν πολύ μικρή να θυμάται και την οικογένεια της αλλά και τους δολοφόνους.
Το όνομα του επικεφαλή διοικητή του αποσπάσματος που πραγματοποίησε την σφαγή το είχε διαβάσει σε έναν κατάλογο πελατών που βρήκε ένα βράδυ στο κελάρι ενός εμπόρου του χωριού του.
Φερντλ Έμπερχαρντ.
Δεν το ξέχασε ποτέ.
Έτσι, όταν μεγάλος άνθρωπος πλέον, σαραντάρης, οικονομικός μετανάστης στην Αμερική, βρέθηκε να σερβίρει μια παρέα Γερμανών στο μαγαζί του και τους ρώτησε μετά από πολλά κεράσματα τα ονόματα τους, θυμήθηκε αυτό του Έμπερχαρντ. Έβγαλε το περίστροφο που ο ίδιος ο πατέρας του είχε αποσπάσει σε μια συμπλοκή στο χωριό του, και φύτεψε όλες τις σφαίρες στο κεφάλι του επικεφαλή του τάγματος που έσφαξε την οικογένεια του.
Ο Νικ πέρασε στην ιστορία σαν ένας εγκληματίας που αφαίρεσε την ζωή ενός ευυπόληπτου Αμερικάνου, πλέον, πολίτη.
Ένας μετανάστης που σε μια κρίση του όρμησε και κατακρεούργησε έναν δικαστικό λειτουργό, ένα εξέχον μέλος της κοινωνίας και του Αμερικάνικου ονείρου.
Ο Νικ ήταν ο πραγματικός, ο ένας και μοναδικός Nick The Greek, ο οποίος έμεινε για πάντα στις ιστορίες και τις συνειδήσεις των μεταναστών Ελλήνων. Ακούγεται ακόμη και σήμερα, ενώ απόγονοι του αίματος του υπάρχουν ανάμεσα μας. Ίσως όχι με το ίδιο μένος κατά του τυράννου, αλλά με το ίδιο αίμα του ανθρώπου που σκότωσε τον τύραννο, ακόμη κι όταν χρειάστηκε να περιμένει μια εικοσαετία ολόκληρη.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής