Κάθεται πλέον κάθε μεσημέρι κάτω από το δέντρο και αφού βγάλει το πουκάμισο ξεκινά να παίζει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που του μάθανε πολλά πολλά χρόνια πριν. Τον ίδιο τρόπο που ποτέ δε θα ξεχνούσε. Και χαιρόταν γι αυτό.
Και τριγύρω πλέον κανένας που το απαγορεύσει, είναι μόνος του.
Σχεδόν. Και ποιος νοιάζεται που ο ήλιος ντύνεται καυτός την ώρα αυτή.
Την ημέρα ή μάλλον την νύχτα που ζήτησε από τον πατέρα μια φυσαρμόνικα έφαγε μια σφαλιάρα συνοδευόμενη από ένα γέλιο. Κακό και κοροϊδευτικό γέλιο και το χειρότερο ήταν ότι έβγαινε από το στόμα του πατέρα.
«Αδερφή είσαι ρε; Άνδρας πράμα και να παίζεις με γυναικίσια» και ξανά σφαλιάρα και γέλιο. Τι ακριβώς ήταν τα γυναικίσια ποτέ δεν κατάλαβε.
Η μαμά δεν έφερνε αντίρρηση σε τίποτα ήθελε δεν ήθελε. Πρωί χωράφι, μεσημέρι φαγητό, βράδυ χωράφι, πιο βράδυ κρεβατοκάμαρα. Και το θέατρο της ζωής επαναλαμβανόταν με εκείνη θεατή στον εξώστη, μακριά. Μακριά από την σκηνή κι αν τολμούσε να κάνει ένα βήμα προς αυτήν, επενέβαινε ο άντρας του σπιτιού.
Χέρι, χτύπημα και κλάμα.
Με τον τρόπο που του μάθανε, του άντρα του σπιτιού, με τον τρόπο που του είχε δείξει ο δικός του πατέρας όταν μικρός είχε τολμήσει να γλιτώσει από την καθημερινή τιμωρία της την δική του μητέρα. «Με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις» δικαιολογήθηκε στο γιο του αργότερα ο άντρας του σπιτιού.
«Πάντως δεν έχω δει κάποιον μαθητή να κάθεται με δάσκαλο» είχε απαντήσει στην δικαιολογία αυτήν ο γιος, πολλά χρόνια αργότερα.
Στο τάδε παρόν, μετά τις καθημερινές χειροτονίες του πατρός προχώρησε στην πόρτα με δάκρυα έτοιμα να βγουν.
Στην αυλή όλα ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Φασαρία μόνο από το σπίτι, από τότε την σιχάθηκε.
Κρυφά τον κοίταγε ο παππούς, τον πλησίασε και του έδωσε την δική του φυσαρμόνικα.
«Άμα δεν σιχαίνεσαι θα σου μάθω κιόλας» του είπε με σιγανή φωνή να μην τον ακούσει η κόρη του. Και ο άντρας της.
Δεμένη με μια κατάρα ήταν η φυσαρμόνικα του παππού, είχε δει έναν μεγάλο πόλεμο και δυο σκοτωμούς. Κάποτε είχε σώσει και τη ζωή του όταν την είχε ανταλλάξει με κάτι φαγώσιμο, δεν θυμόταν πια με τι. Την ανέκτησε με το τέλος του πολέμου όταν έκαναν γιουρούσι στο κελάρι του μαυραγορίτη, την πήρε ο ίδιος ο παππούς από τον λαιμό του.
Και τώρα την έδινε στον μικρό που ακόμη σκεφτόταν. Να μάθει ή θα ξεκινήσει έτσι καταλήγοντας να φέρεται γυναικίσια ;
«Θα με μάθεις να παίζω όπως εσύ παππού ε;» ρώτησε με τη σειρά του ψιθυρίζοντας.
«Καλύτερα, εσύ είσαι πιο καλός» του είπε απλά ο παππούς χαμογελώντας. Και άρχισε να του δείχνει, ενώ μέσα ξεκινούσε η παράσταση : Χέρι, χτύπημα και κλάμα. Χέρι, χτύπημα και κλάμα.
Χέρι, χτύπημα και κλάμα.
Και άρχισε από την νυχτιά εκείνη να μαθητεύει δίπλα στον παππού όταν ο άντρας του σπιτιού ήταν πάνω στη σκηνή (χέρι, χτύπημα και κλάμα) ή έλειπε από το σπίτι. Και να, η μουσική στα αυτιά πλέον ακούγεται καθαρότερη, αν και σπουδαγμένος μουσικά δεν ήταν ο παππούς. Είχε το «αυτί» κι αυτό έφτανε. Και να, ο παππούς χαίρεται πλέον επειδή προσφέρει, δεν είναι το βάρος που λένε στο σπίτι. Το λένε με τα μάτια, όχι με το στόμα.
Όπως μιλούν οι δειλοί κι όσοι έχουν άδικο.
Του έμεινε στο μυαλό μια μελωδία του Μορικόνε όταν την άκουσε στην τηλεόραση σε ένα έργο με καλούς αγελαδάρηδες. Σαν τον πατέρα του, τον άντρα του σπιτιού. Και με το αυτί την έμαθε ο παππούς και του την δίδαξε.
Και ξαφνικά φεύγει ο παππούς και μένει η φυσαρμόνικα. Σκέφτηκε ο μικρός που πλέον μεγάλωνε να την βάλει μαζί του στο χώμα, αλλά ποιος ο λόγος;
Τότε ήταν που ο μικρός φύτεψε το βελανίδι στο χώμα, του έλεγε ο παππούς:
«Το δέντρο του Δία είναι η βελανιδιά και των βασιλιάδων των δικών μας» τονίζοντας έτσι την Μακεδονίτικη καταγωγή του. Και μεγάλωνε το δέντρο, όπως μεγάλωνε κι ο μικρός που έμαθε να παίζει φυσαρμόνικα.
Στο σπίτι πλέον έχει την θέση του άντρα, ο δικός του πατέρας είχε φύγει λίγο καιρό μετά τον παππού. Δεν αναγνώριζαν όλοι την υπεροχή του και ο άντρας του σπιτιού τα έβαλε με άλλον άντρα άλλου σπιτιού. Τον λάθος άντρα του λάθος σπιτιού.
Κι αναγκάστηκε να αναλάβει ευθύνες νωρίς, είχε να ζήσει τη μάνα του.
Δουλειά και σπίτι αλλά μεσημέρι φυσαρμόνικα. Κάθε μεσημέρι πήγαινε στον ίσκιο της βελανιδιάς κι έβγαζε το πουκάμισο του. Ξάπλωνε κι έπαιζε για καμιά ώρα, αν ευκαιρούσε τα βράδια έπαιζε περισσότερο.
Και πάντα τελείωνε με το τραγούδι του άντρα με τη φυσαρμόνικα που είχε ακούσει στην παλιά του τηλεόραση όταν το βελανίδι δεν είχε φυτευτεί ακόμη στο χώμα.
Κι η μητέρα του άκουγε και η παράσταση είχε αλλάξει πλέον τίτλο, νότα μουσική και χαμόγελο. Νότα μουσική και χαμόγελο.
Νότα μουσική και χαμόγελο.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής