Οδός Πανδώρας Και Αυγερινού Γωνία – Μέρος Δεύτερο

“Ποιά νομίζεις ότι είναι η χειρότερη τιμωρία για κάποιον άνθρωπο;

Πολλοί λένε ο Θάνατος. Ίσως για μερικούς. Για πολλούς είναι και μια λύτρωση.

Αρκετοί θα πουν η Φυλακή. Μόνο όσοι βρίσκονται μέσα στα κάγκελα γνωρίζουν τί είναι η Ελευθερία.

Κάποιοι ίσως να σκεφτούν τα βασανιστήρια. Όποια και να είναι αυτά. Μαστιγώματα, βιασμοί, ανελέητο ξύλο, ότι ανώμαλο και άρρωστο μπορεί να κατεβάσει ο ανθρώπινος νους.

Εγώ όμως ξέρω καλύτερα από όλους τους. Η μεγαλύτερη τιμωρία για έναν άνθρωπο είναι να μην τον παίρνει κανένας σοβαρά.

Να μην υπολογίζεται η γνώμη του. Να μή βλέπεται το πρόσωπο του. Να μην ακούγεται η φωνή του. Υπήρχε μια φράση σε ένα βιβλίο που είχε πέσει στα χέρια μου κάποτε στα Αγγλικά : “I Nothing Him”.

Τον Τίποτα. Έτσι, σαν ρήμα το έγραφε το Nothing. Τον Τίποτα.

Εμένα έτσι μου φερόντουσαν.

Μέχρι το τέλος.

Όμως αυτό στο είπα και πριν.”

~~{}~~

~~{}~~

“Από το χωριό έφυγα λίγο μετά από αυτό που έγινε με το Μηνά. Δύο χρόνια αργότερα. Αναγκάστηκα να χρεωθώ σε ένα γείτονα που είχε ένα μικρό φορτηγό και έκανε συχνά δρομολόγια στη Θεσσαλονίκη.

Λεφτά δεν είχα, οπότε καταλαβαίνεις τί αντάλαγμα μου ζήτησε για να με κατεβάσει στην πόλη.

Όμως, θα σου πω ότι είναι από τα τσιμπούκια που δε μετάνιωσα. Εκείνα έγιναν για να ξεφύγω και να ζήσω τη ζωή που μου έτυχε.

Για λίγο μέν, να τη ζήσω δέ.”

~~{}~~

Περιττό να σου πω ότι το χωριό ολόκληρο είχε μάθει τί είχε συμβεί. Εννοείται ότι Εγώ και μόνο Εγώ έφταιγα. Εγώ του κουνήθηκα του Μηνά, ήμουν σαν κορίτσι, αυτός ήταν και άντρας βαρύς και βαρβάτος.

Λίγο ήθελε να συμβεί;

Τα λόγια τους, αυτά ήταν που ακόμη και σήμερα δε μπορώ να βγάλω από το κεφάλι, το μυαλό και τα αυτιά μου:

-Τί ήθελες νυχτιάτικα μέσα στην εκκλησία; Τα άλλα παιδιά έπαιζαν αλλού, γιατί δεν πήγες κι εσύ μαζί τους;

-Να ανάψει κεριά πήγε, ναι. Νυχτιάτικα, χωρίς κανένα γύρω. Δε θα φορούσε και βρακί, κοίταξε λίγο πρόστυχα τον άλλονα, του κουνήθηκε κιόλας, πόσο να αντέξει ο Μηνάς;

-Άνδρας είναι. Και άντρας θηρίο ολόκληρο. Αυτό εδώ είναι και κοντό, είναι και αδύνατο, είναι και σαν κορίτσι. Και καλά έπαιζε λέει. Έτσι παιζουνε τα παιδιά μωρέ;

-Δε λες πάλι καλά που δε μας ξεμυάλισε και τα δικά μας τα μικρά, που το είχανε και για φίλο τους;

-Έκανε ανώμαλα πράγματα στο σπίτι του Θεού. Ντροπή κάπου, αυτό είπα και στη μάνα του. Μάνα της. Δεν ξέρω και πώς να το πώ. Κάνε ότι θέλεις, όχι στην εκκλησία μας όμως.”

~~{}~~

~~{}~~

“Καταλαβαίνεις πώς ήταν η κατάσταση. Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο σε ένα χωριό στη γαμημένη αυτή χώρα.

Ήμουν το μαύρο πρόβατο όλου του χωριού, η οικογένεια μου δε μού μιλούσε. Μόνο η μάνα μου ήταν μαζί μου μέχρι να φύγω.

Έλεγε:

Πάνε αλλού, οπουδήποτε αλλού να είσαι χαρούμενος. Εδώ παιδί μου, δε θα γίνεις ποτέ. Άκου με. Το χαμόγελο σου είναι ευλογία για όποιον το βλέπει κάθε μέρα. Να χαρίσεις αυτή την ευλογία κάπου που θα αξίζει.

Εδώ, δεν αξίζει σε κανένα μας. Εσύ δεν αξίζεις σε κανένα μας. Είμαστε πολύ μικροί για εσένα.”

~~{}~~

“Α ρε Μάνα. Καλή της ώρα, όπου κι αν βρίσκεται. Πέθανε όταν ήμουν τριάντα. Η κηδεία έγινε στο χωριό. Ήταν η πρώτη φορά που πήγα από τότε που έφυγα.

Εκεί ήταν όλοι.

Ο Πατέρας μου, μαζί με την καινούργια του οικογένεια, παρίστανε το λυπημένο, αν έχεις το Θεό σου.

Έκανε ότι έκλαιγε, αγκάλιαζε τα δύο του αγόρια σαν να είχανε χάσει εκείνα τη μάνα τους. Εμένα μονάχα κάτι βλέμματα μου έριχνε.

Τρόμου και απορίας μου φάνηκαν.

Η κυράτσα που είχε παντρευτεί ήταν εκείνη που είχε αναλάβει και τα της κηδείας. Ξέρεις, τις μαλακίες στο τραπέζι γύρω από την κάσα. Καφέδες, ελιές, κεριά.

Είχε καλύψει και τους καθρέφτες με σεντόνια, μην τυχόν το φάντασμα της μάνας μου μπει σε κανέναν μέσα και της στοιχειώσει το σπίτι. Σε αυτούς θα πήγαινε το κωλόσπιτο.

Ήταν προίκα της μάνας μου και έπρεπε να πάει στον πατέρα μου, άσχετα εάν αυτός είχε χρόνια που κοιμότανε στης Μαρίας και γαμιότανε μαζί της.”

~~{}~~

“Μα την Παναγία, ένα από αυτά που μετανιώνω, είναι ότι εκείνη τη μέρα δεν έβαλα φωτιά στο κωλόσπιτο να τους κάψω όλους τους. Να μη μείνει κανένας ζωντανός.

Ήταν εκεί όλες οι καργιόλες που μου έλεγαν τα χειρότερα που μπορεί να ακούσει ένα βιασμένο παιδί, ήταν εκεί όλοι οι κωλόγεροι που με κοιτούσαν με το πεινασμένο ύφος λύκου, ήταν εκεί και ο Μηνάς.

Ο Μηνάς.”

~~{}~~

~~{}~~

“Δεν κάθισα να περιμένω να αρχίσει η πομπή. Πήγα στο νεκροταφείο, ήθελα να δω την αδερφή μου. Δεν πήγα στην κηδεία της.

Η μικρή πέθανε από αμυγδαλές. Από μια λάθος διάγνωση των γιατρών στην Κοζάνη.

Αμυγδαλές είχε το παιδί, δεν το χειρουργήσανε. Έδωσαν στη μάνα μου μια χούφτα χάπια και την έδιωξαν από το νοσοκομείο. Όταν η μικρή χειροτέρεψε και παρέλυσε, η μάνα μου την κουβαλούσε αγκαλιά να την τρέξει από γιατρό σε γιατρό, μήπως και μπορέσει να τη σώσει κάποιος.

Όμως κανένας δεν την έσωσε.”

~~{}~~

“Πήγα στον τάφο της και κάθισα. Άναψα ένα τσιγάρο και την κοιτούσα, μέσα στο φόρεμα το μπλε που είχε αγοράσει κάποτε από ένα πανηγύρι, ήταν νομίζω δεκαεπτά.

Με κοιτούσε μέσα στην ψυχή και ήξερα, δεν ξέρω πώς το ήξερα, ότι με άκουγε και με κοίταζε. Ήξερα ότι ήταν εκεί, μαζί μου.

Ήταν δίπλα μου.

Κάπνιζα και σκεφτόμουν. Πώς θα ήταν εάν… αυτές τις μαλακίες. Ξέρεις, έχουν ειπωθεί ξανά και ξανά. Εγώ να είχα μείνει στο χωριό, να είχα αρνηθεί αυτό που είμαι, να είμαι δίπλα στην αδερφή μου.

Να είμαι δίπλα στη μάνα μου, να βρίσκομαι εκεί όταν ο πατέρας μου της μιλούσε με μίσος για εμένα.

Πώς θα ήταν εάν… αυτές οι μαλακίες…

Εκεί που λες, αποφάσισα να μιλήσω στην αδερφή μου.”

~~{}~~

~~{}~~

“Δεν είμαι αυτό που λέγανε όλοι. Δεν είμαι ανώμαλος, δεν είμαι ανώμαλη. Είμαι ο Αυγερινός. Μα την αλήθεια ρε συ Κατερίνα, σιχαίνομαι αυτό το γαμημένο το όνομα.

Έτυχε να γεννηθώ εδώ, στο χωριό μας, στην πόλη μας, στη χώρα μας. Έτυχε να γεννηθώ και να γεννηθείς με όλους αυτούς γύρω μας.

Έτυχε να μας σκοτώσουνε. Εσένα στα δεκαοχτώ σου, εμένα στα δώδεκα μου.

Αυτοί φταίνε Μικρή.

Η Μάνα ήξερε. Η Μάνα μας αγαπούσε. Ήταν ίσως και ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο επάνω που μας αγαπούσε.

Θέλω να με συγχωρέσεις, τώρα που καταλαβαίνω ότι με κοιτάς από όπου κι αν είσαι. Πες και τη Μάνα να με συγχωρέσει.

Σας αγαπούσα και σας αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο.”

~~{}~~

“Η κηδεία ήταν αδιάφορη για εμένα. Είχα αλλού το μυαλό μου. Πολλά λόγια και πολλά κλάματα του κώλου από ανθρώπους τους οποίους δεν είχα ξαναδεί ποτέ να νοιάζονται για τη Μάνα μου.

Εγώ ήμουν στη σκιά, μακριά από τον Αυγουστιάτικο ήλιο, περίμενα.

Περίμενα εκείνον.

Και εκείνος ήρθε.”

~~{}~~

“Στον πατέρα μου δε μίλησα. Ήρθε και με φίλησε, προσπάθησε να με αγκαλιάσει, του είπα ένα: τράβα και γαμήσου με την καινούργια σου γυναίκα, μπας και βγάλεις το γιο που πάντα ήθελες.

Το γιο που δε θα σε ντροπιάσει. Γελοίε.

Προσπάθησε να με χτυπήσει, αλλά πλέον δεν ήμουν το κοντό και αδύνατο αγόρι. Είχα γίνει μια ψηλή, δυναμική γυναίκα.

Του έπιασα το χέρι και ψιθύρισα στο αυτί του μια λέξη: Φύγε.

Και εκείνος έφυγε.”

~~{}~~

“Ήρθαν κι άλλοι να μου πουν ότι λυπούνται που πέθανε η Μάνα μου. Ήρθαν κι άλλοι να με αγκαλιάσουν και να πούνε τα ψέματά τους.

Σε όλους τους είπα το ίδιο: Τράβα και Γαμήσου.

Και δεν το μετανιώνω.

Όταν έφυγαν οι πιο πολλοί, ήρθε μπροστά μου και ο Μηνάς.”

~~{}~~

~~{}~~

“Νομίζω ότι οι περισσότεροι σε αυτό το σημείο μιας ιστορίας, φαντάζονται ένα διάλογο με αναδρομή στο παρελθόν, με δάκρυα από το θύμα και ένα χαμόγελο ειρωνικό από το θύτη.

Είναι, πώς το λένε στο θέατρο, η στιγμή της κορύφωσης του έργου.

Θα σου πω ότι αυτή η κορύφωση δεν ήρθε.

Ο Μηνάς ήταν πλέον τριαντακάτι, αλκοολικός και γερασμένος πριν την ώρα του. Δεν ξέρω τί σκεφτόταν όταν ήρθε να μου μιλήσει.

Ξέρω όμως τί σκεφτόμουν εγώ.”

~~{}~~

“Δεν τον άφησα να βγάλει μιλιά. Ο κόσμος είχε φύγει, είχαν μείνει κανα δυο άτομα στον τάφο της μάνας μου.

Έβγαλα από την τσάντα μου μια Πεταλούδα, την είχα μάθει σαν το τρίτο χέρι μου. Την άνοιξα, ήταν ακονισμένη και μπορούσε να τεμαχίσει και τον αέρα.

Το πρόσωπο του Μηνά έμεινε ανέκφραστο στις τρεις πρώτες μαχαιριές, και οι τρεις τον βρήκαν στα πλευρά. Είχα μάθει να σκοτώνω για να επιβιώσω, όχι να αμύνομαι.

Και συνέχισα να τον καρφώνω με την Πεταλούδα.

Το αίμα του είχε κάνει κόκκινο το χώμα από κάτω μας, το κάτουρό του είχε μουσκέψει τη φούστα μου αλλά δε με ένοιαζε.

Αυτός πέθαινε. Μπροστά μου.”

~~{}~~

“Τα τελευταία λόγια μου σε αυτό το κτήνος τα θυμάμαι:

Με γάμησες χωρίς να το θέλω. Με κορόιδευες χωρίς να αντιδρώ. Όλοι σας με λέγατε Πούστη, κάνατε τη μάνα μου καρδιακή.

Η αδερφή μου δεν είχε φίλους, δεν της μιλούσε κανένας.

Εγώ θα έβρισκα το δρόμο μου ρε Πουτάνας Γιε, θα γινόμουν η Γυναίκα που πάντα ήθελα να είμαι. Που θα έπρεπε να είμαι.

Εσείς, ρε γαμημένοι, σκοτώσατε ένα παιδί δώδεκα χρονών, που δεν ήξερε να σας εξηγήσει το αυτονόητο, το τί είναι.

Δώσε χαιρετίσματα στο Θεό σου. Του χρωστάω, πες του, ένα κερί.

-Ρε Αυγερινέ… ήταν το μόνο που μου είπε πριν το αίμα ξεκινήσει να βγαίνει από το στόμα του σαν καταρράκτης.

-Όχι Αυγερινός. Πανδώρα με λένε μπάσταρδε.”

~~{}~~

~~{}~~

“Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Είκοσι χρόνια λέει, για φόνο εκ προ μελέτης. Ρε δε γαμιέστε.

Ναι, τον σκότωσα και θα το έκανα ξανά. Για κάθε Μηνά που πεθαίνει, μία Πανδώρα ελευθερώνεται. Δε με νοιάζει τίποτα άλλο περισσότερο από το ότι δεν καταλάβαινε κανένας.

Δε με καταλάβαινε κανένας, πέρα από τη Μάνα μου. Και σχολίαζαν, και έλεγαν χίλιες δύο μαλακίες.

Τί μπορούσα να κάνω πέρα από πεζοδρόμιο σε αυτή την Πουτάνα τη Χώρα; Ποιός θα μου προσέφερε δουλειά;

Ποιός θα με ερωτευτόταν; Ποιός θα με έπαιρνε ένα τηλέφωνο να δει εάν ζω; Ποιός θα με θεωρούσε φίλη; Ποιός θα με αγαπούσε για αυτό που είμαι;

Τώρα μου λες ότι άλλαξε αυτό…

Άντε να δούμε. Εγώ δεν το πιστεύω.

Ακόμη…”

~~{}~~

Η Πανδώρα έχει αποφυλακιστεί. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει μπαρ στα Δυτικά της πόλης. Το μπαρ της το ονόμασε “Gatherin’ A”.

Από το Κατερίνα. Το όνομα της Αδερφής της.

~~{}~~

~~{}~~

Μοιραστείτε το:

Similar Posts