Κληρονόμησα από τους γονείς μου ένα δυάρι στο κέντρο. Ψηλό, ευάερο και ευήλιο. Με όλες τις ανέσεις και τα κονφόρια, όπως έλεγαν ξανά και ξανά στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.

Σε κάθε υποψήφια νύφη, σε κάθε υποψήφιο πεθερό, σε κάθε υποψήφιο νέο εργοδότη. Στον οποιοδήποτε ήθελε να φορτωθεί το μέλλον μου.

«Καλός άνθρωπος ο γιος μας, έχει και δικό του σπίτι. Το αυτοκίνητο δικό του, το ξεχρέωσε τον περασμένο μήνα. Είναι πολύ υπεύθυνος και προκομμένος» σαν να τους άκουγα να μουρμουρίζουν με ένα στόμα σε όποιον ήταν διατεθειμένος να ακούσει.

«Άθλιοι» μουρμούριζα όποτε το μάτι μου έπεφτε πάνω στο θεατρικό εκείνο.

«Άθλιοι που δεν κοιτάτε τη δουλειά σας» και σήκωνα το οποιοδήποτε ποτήρι στον αέρα περιμένοντας να αδειάσει.

Όμως όσο και αν κατηγορούσα τους γονείς μου, στο σπίτι που μου άφησαν μένω τώρα πια.

Μόνος μου να αγναντεύω κάθε πρωί από το μπαλκόνι την γειτονιά μου και τους ανθρώπους της. Κάθε πρωί να φοράν τα ψεύτικα χαμόγελα τους, να παριστάνουν ότι είναι χαρούμενοι τόσο στους γύρω τους, όσο και στους εαυτούς τους.

Όταν σηκώνεται ο ήλιος και μου χαστουκίζει το πρόσωπο, μου μαστιγώνει την ακοή η οχλαγωγία των γειτόνων. Σαν να είναι συνεννοημένοι όλοι τους, με το άνοιγμα των βλεφάρων μου. Ώρες – ώρες σκέφτομαι ότι έχουν συνεννοηθεί από καιρό να με οδηγήσουν στην παράνοια.

«Άθλιοι» λέω στον εαυτό μου και σε αυτούς καθώς σηκώνομαι. Πριν δω την θεατρική παράσταση από το μπαλκόνι μου. Γέλια και καλημέρες με χαμόγελα, σαν να θέλουν να ξεχάσουν την σιχαμερή τους ύπαρξη και τη χωρίς σημασία ζωή τους.

Αλλά εγώ τους έχω από καιρό καταλάβει, δε μπορούν να με κοροϊδέψουν. Όχι στο σπίτι μου, όχι στην πόλη μου.

Το φθηνό θέατρο σκιών συνεχίζεται όταν κατεβαίνω να προλάβω το αστικό. Στη στάση ένας πανικός από κόσμο. Έχει χαθεί το χαμόγελο από τα πρόσωπα τους, έχουν καταλάβει ότι πηγαίνουν να κλειστούν για ένα δεκάωρο σε ένα μέρος που θα παριστάνουν τους χαρούμενους.

Σε ένα μέρος που θα κάνουν το παν για να βγάζει χρήματα κάποιος άλλος. Και είναι και ευτυχισμένοι.

Μάλλον, παριστάνουν ότι είναι ευτυχισμένοι. Λένε ότι δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς, θα χάσουν το μισθό τον μηνιαίο.

«Ενώ αν συνεχίσετε θα χάσετε το χαμόγελο και την όρεξη για να ζήσετε. Άθλιοι» λέω στον εαυτό μου ενώ κάθομαι στη σειρά μου στη μεγάλη ουρά που οδηγεί στην πόρτα του αστικού.

Λες και ξεγελάτε κανέναν. Λες και ξεγελάτε εμένα, στην πόλη μου.

Η διαδρομή είναι σύντομη. Ο χρόνος έχει την τάση να διαστέλλεται και να συστέλλεται όπως λογιάζει ο ίδιος. Σε χρόνο μηδέν κατεβαίνω και βρίσκομαι στο μουντό και καταθλιπτικό γραφείο.

«Καλημέρα, καλημέρα, τι όμορφη που είσαι σήμερα, τι έκανες το Σαββατοκύριακο» κι άλλες τέτοιες φράσεις οπλίζω και εξαπολύω μέχρι να φτάσω στη γωνιά μου.

Μετά παρακαλάω να μη με ενοχλήσει κανείς από τους αγαπημένους μου συναδέλφους. Δε με νοιάζει το πρόβλημα σου, δε θέλω να μου αποσπάσεις την προσοχή από το μόνο στόχο που έχω: να τελειώσω το οχτάωρο και να ανέβω και πάλι στο αστικό να φτάσω σπίτι μου πριν τις πέντε.

Άσε με ήσυχο και κάνε αυτό που έπεισες τον εαυτό σου ότι σε ευχαριστεί. Όλοι σας.

«Άθλιοι» αυτή τη φορά μιλάω κανονικά κι ας με ακούσουν οι διπλανοί. Ευτυχώς μας έχει επιτρέψει ο Μεγάλος το κάπνισμα εντός του γραφείου. Ρουτίνα χωρίς τσιγάρο και καφέ είναι λιγότερο ρουτίνα και περισσότερο πραγματικότητα.

Ή κάτι τέτοιο, ποιητικό.

Έρχεται η ώρα να φύγουμε όλοι και με ένα μαγικό τρόπο φοράμε τα χαμόγελα και πάλι. Ειδικά όταν τελειώνει η εβδομάδα και ξημερώνει ο μαγικός τόπος της φυγής μας, το Σαββατοκύριακο. Εκεί να δεις χαμόγελα και να ακούσεις ευχές και κομπλιμέντα.

«Να περάσεις όμορφα, ότι και να κάνεις να προσέχεις, πάμε για κάνα ποτό μαζί» λέμε ο ένας στον άλλο με την ελπίδα να μη συμβεί τίποτα από τα παραπάνω.

«Άθλιοι, όλοι μας. Κι εγώ μαζί σας, έγινα το ίδιο» λέω όταν έχω απομακρυνθεί αρκετά.

 

 

Το απόγευμα με βρίσκει στη στάση που με άφησε στο χώρο εκμετάλλευσης η ημέρα. Η ουρά ανθρώπων είναι μικρότερη, προφανώς. Κάτι πιτσιρίκια με πινακίδες στα χέρια στριμώχνονται για να ανέβουν, έχει πορεία σήμερα για κάποιο λόγο τα ακούω να λένε.

Δεν προλαβαίνω να κατέβω και ξεκινάν να ανέβουν.

«Κοζέτ, άστο, σιγά μη μπει ελεγκτής τέτοια ώρα.» Ακούω να λέει ένας πιτσιρικάς σε μια κοπελίτσα με ξανθά μακριά μαλλιά ενώ περνά από δίπλα μου.

«Λες ε;» απαντά εκείνη ενώ κατεβάζει το χέρι με το εισιτήριο. Με κοιτάζει ενώ κατεβαίνω στη στάση. Κάπου την έχω ξαναδεί την πιτσιρίκα αυτή, κάπου έχω ακούσει το όνομα της. Αλλά δε με νοιάζει και ιδιαίτερα, τα πιτσιρίκια πάνε για να κάνουν μπάχαλα. Στην πόλη μου τα έχω συνηθίσει αυτά.

Διάολε, τι πιτσιρίκια;

«Άθλιοι» ξανασκέφτομαι ενώ ανάβω ένα τσιγάρο ακόμα.

Δε θέλω να πάω σπίτι, είναι νωρίς για ύπνο και αργά για φαγητό. Οπότε τι στο διάβολο να κάνω για να σκοτώσω το χρόνο που αποφάσισε να κυλήσει γρηγορότερα;

Θα πάω για μια χαλαρή μπύρα. Είναι νωρίς για τους ξενύχτηδες, μόνος μου θα είμαι. Όπως όλη την ημέρα, θέλω και το απόγευμα μου να το περάσω μόνος.

Στο μαγαζί γίνεται χαμός. Για κάποιο λόγο έχει κόσμο, αλλά η γωνιά μου στο μπαρ είναι ελεύθερη. Αρχίζω και σκέφτομαι ότι το σημείο είναι πλέον δικό μου, κανείς δεν τολμά να μου το πάρει. Από την άλλη μπορεί να βγήκε η φήμη ότι στο σημείο αυτό κάθεται ένας περίεργος που του αρέσει να πίνει μόνος του και δεν του αρέσουν οι κουβέντες.

Δεν του αρέσουν οι άνθρωποι.

Όλος ο κόσμος  γύρω κάνει φασαρία και χαμογελά, όλοι μιλάν δυνατά χωρίς λόγο. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι λένε, παράλληλα ξέρω ότι και να πούνε.

«Άθλιοι» σκέφτομαι καθώς αδειάζω το ποτήρι. Δεν το λέω δυνατά, δεν υπάρχει λόγος να δώσω ικανοποίηση σε αυτά τα ρεμάλια ότι τα συλλογιέμαι. Πληρώνω και σηκώνομαι να φύγω, ο κόσμος είναι πολύς για τα γούστα μου.

Πολύς σε αριθμό και λίγος σε ποιότητα.

«Άθλιοι» ξανασκέφτομαι καθώς περπατάω προς το σπίτι μου. Φτάνω στη γειτονιά κι έχει πια νυχτώσει. Ούτε κόσμος γύρω, με χαμόγελα ή χωρίς, ούτε φασαρία. Μόνος μου στη γειτονιά να ακούγονται τα βήματα μου και ο θόρυβος των κλειδιών μου επάνω στην πόρτα.

Μέσα στη ζαλάδα κάνω λάθος και βάζω άλλο κλειδί στην εσοχή, με παραπάνω δύναμη σπρώχνω και χάνω την ισορροπία μου. Πέφτω στην είσοδο μπροστά και σηκώνομαι αμέσως πριν προλάβει κάποιος να με δει. Αλλά ακούω το κρυφό γελάκι από κάπου ψηλά, κάποιος πρόλαβε και με είδε.

Ή κάποιοι. Η πόλη μου είναι μεγάλη τελικά, μεγαλύτερη απ’ ότι πίστευα.

«Άθλιοι» φωνάζω ανοίγοντας την πόρτα. Δεν αργώ να μπω στο σπίτι και πετάω από πάνω μου τα ρούχα της ημέρας. Μαζί με την κούραση και τη ρουτίνα της ημέρας, πέφτει μέσα από μια τσέπη μου ένα κουλούρι.

Δε θυμάμαι να το αγόρασα το πρωί. Δε θυμάμαι να τρώω τίποτα σήμερα. Τι δουλειά είχε ένα κουλούρι στην τσέπη μου;

Σίγουρα κάποιοι θεώρησαν την μια και μοναδική αγάπη που έχω, αδυναμία. Θέλησαν να ειρωνευτούν το πάθος μου με αυτό το κακό αστείο, την άσχημη αναφορά.

«Άθλιοι» φωνάζω με όλη μου την ψυχή στο άπειρο. Αρχίζω να τρέμω ολόκληρος και πιάνω το κουλούρι από το πάτωμα. Τρεκλίζοντας από το μεθύσι και παραπατώντας, προχωράω και στέκομαι μπροστά από τον καθρέφτη μου. Ήταν του σπιτιού, ήταν των γονιών μου και πήγε προίκα μαζί με το σπίτι.

Είχε δει πολλούς ο καθρέφτης, είχε απορροφήσει αρκετά είδωλα. Δεν ξέρω πότε τον αγόρασαν, αλλά δεκαεννέα χρόνια τώρα που τον έχω, πρώτη φορά τον κοιτάζω έτσι.

 

 

Στέκομαι μπροστά του, όμως το είδωλο που με κοιτάζει είναι διαφορετικό. Δεν είναι το δικό μου. Είναι ένα δικό μου είδωλο γερασμένο. Γερασμένο, κυρτωμένο, κουρασμένο και γυμνό, όπως εγώ τώρα.

Αλλά κρατά στο δεξί του χέρι κι αυτό ένα κουλούρι. Με κοιτάζει ενώ σηκώνει το χέρι του και μου το δείχνει. Βλέπω αλυσίδες, στο χέρι με το κουλούρι.

Ένα γερασμένο είδωλο στον καθρέφτη μου με αλυσίδες και κρατά ένα κουλούρι, δεν ξαναπίνω, σκέφτομαι. Πριν γυρίσω βλέπω τα χείλη του να σχηματίζουν μια και μόνο λέξη:

«Άθλιοι». Την ίδια στιγμή σηκώνει το χέρι με τις αλυσίδες και προσπαθεί να δαγκώσει το κουλούρι. Δεν τα καταφέρνει με την πρώτη, ούτε με τη δεύτερη, ούτε με την τρίτη προσπάθεια.

Στο τέλος τα παρατάει, με κοιτάξει ξανά και σχηματίζει και πάλι την ίδια λέξη:

«Άθλιοι.»

Με μεγάλη προσπάθεια φεύγω μπροστά από τον καθρέφτη. Πέφτω στο κρεβάτι και παρακαλάω η επόμενη Δευτέρα να αργήσει καμιά εβδομάδα, τουλάχιστον. Πέρασα αρκετά σήμερα, τα περισσότερα άσχημα για κάποιο λόγο μου φαίνονται.

Στο κεφάλι μου  νιώθω ότι μου έχουν φορτώσει και την κλοπή σαν αμαρτία πέρα από όλα τα άλλα που έχουν κατά καιρούς πει ο ένας στον άλλο.

Για εμένα.

Δεν έχω ακούσει τίποτα από αυτά κι όμως ξέρω τα πάντα. Κλείνω τα μάτια μου και μπροστά μου έρχεται το γερασμένο μου είδωλο, ένα κουλούρι μουχλιασμένο, άνθρωποι να σηκώνουν πέτρες και ένα κορίτσι που το ξέρω από κάπου.

Αλλά δε με νοιάζει τίποτα, το ξημέρωμα θα έρθει κι όλα αυτά θα ξεχαστούν. Όλοι όσοι σήμερα κάνουν τους κάποιους, αύριο θα είναι πάλι τίποτα.

Με εξοργίζει αυτό.

Με εξοργίζουν αυτοί.

«Άθλιοι» είναι η τελευταία μου κουβέντα πριν με πάρει ο ύπνος. Κάπου κοντά μου, το είδωλο στον καθρέφτη μου σχηματίζει την ίδια λέξη στα χείλη του.

«Άθλιοι» ενώ σηκώνει το χέρι του και δαγκώνει το κουλούρι. Ένα χέρι χωρίς αλυσίδες.

 

 

Μοιραστείτε το: