Άργησα να συνηθίσω, κι άργησαν και τα μάτια να προσαρμοστούν.
Πίσσα σκοτάδι παντού γύρω κι όσο για θόρυβο, στα νεκροταφεία έβρισκες περισσότερο.
Ησυχία απόκοσμη, ούτε νυχτοπούλια να ενοχλούν αλλά ούτε και τζιτζίκια να χορεύουν. Όσο και να τα αναθεμάτιζα και να τα αναθεματίζω κάθε καλοκαίρι, σήμερα τα ήθελα να είναι μαζί μου.
Να μου κρατάν παρέα.
Ένιωθα μόνος από πριν, και τώρα νιώθω μόνος. Άρχισα να περπατάω στο σκοτάδι, με μια άνεση που μου ψιθύριζε : «Εδώ ξανάρθες».
Αλλά δεν την χρειαζόμουν την κουβέντα αυτή, το ήξερα.
Το ένιωθα ότι ξαναπάτησα εδώ κάποτε.
Προχωρώντας στην αυλή, που από όσο θυμάμαι από παλιότερα είχε μικρύνει, έπεσα πάνω σε μια ομάδα άγνωστων να στέκονται σαν να περιμένουν κάτι ή κάποιον. Σαν να περίμεναν εμένα, σαν να με καρτερούσαν για την συνέχεια την δικιά τους.
Το χαμόσπιτο, το μαγειρειό της γιαγιάς της Αφροδίτης ακόμη βρισκόταν αγέρωχο στην μέση της αυλής και οι άγνωστοι στριμώχνονταν να μπούνε μέσα.
«Πάνω στην ώρα» είπα.
Έκατσα στην ουρά της αναμονής, κοιτάζοντας το φεγγάρι που εμφανίστηκε επιτέλους να δώσει μια εικόνα στο περιβάλλον. Γύρισα το βλέμμα στην σκοτεινιά της αυλής.
Το σπίτι ήταν κλειστό, όλοι οι ένοικοι έμπαιναν στο μαγειρειό μάλλον. Έριξα ένα βλέμμα προς την αυλόπορτα που χώριζε το σπίτι από τον δρόμο, κι εκεί μαύρη σκοτεινιά και η ίδια ησυχία.
Δεν πρόλαβα να καταλάβω αν έβλεπα κάτι καθαρά, άρχισα να νιώθω μια ανατριχίλα όταν δυο φιγούρες φάνηκαν κάπου στον ορίζοντα, όταν ένα χέρι με τράβηξε και με έβαλε με το ζόρι στο χαμόσπιτο, που είχε γεμίσει ασφυκτικά.
«Μπαμπά;» ρώτησα καθώς προσπάθησα να ισιώσω την φανέλα μου.
Έπιασα έναν γιακά κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό και είδα με έκπληξη ότι φορούσα ένα χακί-πράσινο πουκάμισο. Κοίταξα τα πόδια μου, φορούσα ένα πράσινο παντελόνι και δυο φαγωμένα άρβυλα.
Που βρίσκομαι, άρχισα να σκέφτομαι, ακόμη πιο έντονα από προηγουμένως. Άρχισα να αγχώνομαι και να ανησυχώ, πιο έντονα όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα.
«Μπαμπά;» ξαναείπα. Ή ξαναρώτησα. Ή ήλπισα.
Ένα κερί σιγόκαιγε πάνω σε ένα τραπεζάκι και μορφές άρχισαν να ξεχωρίζουν. Κοίταξα αυτόν που με είχε τραβήξει μέσα. Δεν τον γνώρισα.
Δεν ήταν ο μπαμπάς μου. Για την ακρίβεια, όσοι έβλεπα μου ήταν εντελώς μα εντελώς άγνωστοι. Ντυμένοι στο απόκοσμο κέρινο φως, ανέκφραστοι. Ίχνος χαράς ή λύπης, περιέργειας ή ανασφάλειας δεν έδειχναν.
Στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο καμιά δέκα με δώδεκα άτομα μαζί με εμένα.
Κι όλοι, μαζί κι εγώ κοιτούσαμε προς τα πάνω, σε ένα δοκάρι.
Σφηνωμένο εκεί ήταν ένα τρανζίστορ από τα παλιά. Το είχα δει και μικρός, ο παππούς δεν με άφηνε να το αγγίξω. Έλεγε πως είναι φιρμάνι κακών νέων, είναι καταραμένο.
Και να όμως που τώρα φαίνεται ότι κάποιος το πήρε από το δωμάτιο του και το άφησε στο μαγειρειό χωρίς να τον ρωτήσει τον παππού.
Μηχανικά τον έψαξα τον γέρο ανάμεσα στους άγνωστους, εννοείται δεν φαινόταν πουθενά.
«Μπορεί να είναι στα ζώα» μουρμούρισα.
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε από το τρανζιστοράκι μια μελωδία γνωστή. Κάπου την είχα ακούσει και πολύ πρόσφατα. Ακολούθησαν κάποιοι στίχοι που πήγαιναν κάπως έτσι:
She is recreation / She intoxicated by thee
She has the slow sensation that / He is levitating with she
Here I go when I don’t know why / I spin so ceaselessly
‘Til I lose my sense of gravity
«Χορεύω ξυπόλυτη, αυτό περιμέναμε τόση ώρα;» ρώτησα αυτόν που με είχε τραβήξει στο χαμόσπιτο. Γύρισε και με κοίταξε στα ίσια, μέσα στα μάτια. Άρχισε να μου φαίνεται αόριστα γνωστός.
Πλησίασε και μου είπε:
«Ντύσου κι ετοιμάσου σε δέκα λεπτά, πάρε ένα από του παππού κι έλα να φύγουμε. Ξεκίνησε κι αργήσαμε» και βγήκε έξω.
Έμεινα για κάνα λεπτό με το στόμα μου να ανοίγει από έκπληξη και να κλείνει μονάχο του. Γύρισα να δω τους υπόλοιπους. Αλλά όλοι έλειπαν. Ήμουν μόνος μου, μαζί με έναν φίλο που είχα να τον δω χρόνια.
Με πλησίασε με ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να ήταν και τε τελευταίο του. Με έπιασε από τον ώμο και με οδήγησε έξω.
«Μπες μέσα και ετοιμάσου, ξεκίνησε και είμαστε λίγοι» και τελειώνοντας με έσπρωξε προς την κλειδωμένη πόρτα του σπιτιού.
Τώρα ήταν ξεκλείδωτη και το σπίτι είχε φως.
Χωρίς να πω κάτι, έκανα να μπω.
Αλλά ξαφνικά ακούστηκε ένα τρομερό βουητό στον ουρανό. Από σκοτάδι ήρθε φως ημέρας μέσα σε δευτερόλεπτα.
«Πολύ γρήγορα ξημερώνει εδώ πέρα» ψιθύρισε στο αυτί μου φίλος από τα παλιά.
Σαν σε συνέχεια, ένα ελικόπτερο φάνηκε ακριβώς από πάνω μας. Από τα παλιά, που βλέπαμε σε ταινίες. Σκούρο μπλε και με δυο άτομα στο πιλοτήριο.
Τόσο πρόλαβα να δω, όταν ξαφνικά ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη και το πίσω μέρος του ελικοπτέρου τυλίχτηκε στις φλόγες. Άρχισε να χάνει ύψος γρήγορα και κατέληξε να πέσει στο οικόπεδο μπροστά από το σπίτι.
Άλλος ένας απόκοσμος δυνατός ήχος που συνοδεύτηκε από μια πύρινη λάμψη. Τύλιξε όλο το οικόπεδο και ερχόταν γρήγορα στο σπίτι να το καταπιεί.
Να μας καταπιεί.
Έβλεπα τις φλόγες να έρχονται όλο και πιο κοντά. Κι έβαλα μπρος την άμυνα του βρέφους.
Έκλεισα τα μάτια.
Τα άνοιξα και βρισκόμουν μέσα στο σπίτι. Έψαχνα μετά μανίας για ένα όπλο, δοκίμαζα τα τρία κυνηγετικά του παππού αλλά κανένα δεν φαινόταν να δουλεύει πλέον. Ήταν σαν ψεύτικα, λες και τόσα χρόνια που άκουγα για αυτά είχαν διαγραφεί, δεν είχαν υπάρξει και δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ.
Κι όμως, πάνω στην τρίτη φορά που ψαχούλευα, βρήκα το αεροβόλο που έπαιρνα μαζί μου σαν πιτσιρίκι να πετύχω κανέναν κότσυφα, όταν έπληττα μέχρι τον θάνατο στα ζώα.
«Από το τίποτα, καλύτερα αυτό» είπα και έβαλα στην τσέπη του Τζάκετ δύο κουτιά σκάγια. Τι ζημιά να κάνανε τα σκάγια απέναντι σε πολυβόλα;
Σηκώθηκα και πήγα να ανοίξω την πόρτα. Στάθηκα να ρίξω το καθιερωμένο τελευταίο βλέμμα στο σπίτι, ποιος να ξέρει πότε θα το ξαναδώ, σκεφτόμουν.
Βλέποντας τοίχους, φωτογραφίες από τα παλιά και εικόνες πεσμένες, γύρισα το πόμολο της εξώπορτας.
Και βρέθηκα σε ένα δασάκι, λίγο έξω από το οικόπεδο που γκρεμίστηκε το ελικόπτερο από πριν.
Είχε ξημερώσει και έβλεπα καλά, κοιτώντας τον ουρανό άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα αεροσκάφη, χωρίς διακριτικά. Δεν ήξερα αν ήταν δικά μας ή των άλλων.
«Σκατά κάλυψη έχουμε από εδώ» σκεφτόμουν και προχωρούσα.
Ανάμεσα στα δέντρα είδα δυο φιγούρες να προβάλουν και να έρχονται προς το μέρος μου. Ο ένας ήταν ο φίλος από τα παλιά, που ακόμη δεν θυμάμαι πως τον λένε. Ο άλλος ένας από χρόνια πεθαμένος συγγενής που ούτε καλημέρα δεν είχαμε ανταλλάξει.
Ο ίδιος που με έσυρε στο μαγειρειό της προγιαγιάς.
Ντυμένοι και οι δυο στα πράσινα, στα χακί και κρατώντας από δυο της κακιάς ώρας ντουφέκια.
«Άργησες» μου είπε ο γέρος. Με κοίταξε με μισό μάτι, το άγριο παρουσιαστικό του με τα μπερδεμένα μαλλιά και μούσια το είχα δει μόνο σε φωτογραφίες ασπρόμαυρες, παλιές.
Από κακές εποχές και ξεχασμένες τώρα.
«Ακολούθα» με πρόσταξε και προχώρησε. Ο άλλος, ο φίλος από τα παλιά υπάκουσε αμέσως. Έκανα να ακολουθήσω αλλά σκόνταψα πάνω στον φίλο μου, που είχε μείνει σαν στήλη και κρατούσε με το ένα χέρι του ένα παγωτό χωνάκι.
«Πάρε να δροσιστείς» μου πρότεινε το χωνάκι και έτρεξε κοντά στον γέρο.
Το παγωτό πρέπει να ήταν φράουλα ή κεράσι. Και οι δύο ήταν οι αγαπημένες μου γεύσεις. Πού το ήξερε ο άλλος όμως;
Επειδή ήταν φίλος από τα παλιά ίσως.
Δεν ένιωσα την γεύση του παγωτού, όπως σήκωσα το χέρι μου κι έκλεισα τα μάτια για ένα δέκατο του δευτερολέπτου έτσι ξύπνησα στο κρεβάτι μου.
Μούσκεμα στον ιδρώτα, κι ας είχε έξω χιόνι δυο ημερών.
Έκατσα να συνέλθω για πέντε λεπτά, απορώντας με τον εαυτό μου.
Γιατί είχα αυτό συναίσθημα; Μια διαρκή ανησυχία που έτεινε να γίνει κρίση πανικού, ένα άγχος χωρίς αιτία και μια ατέλειωτη ανακούφιση, όλα ταυτόχρονα.
Έφταιγε ο θείος που είδα και για πρώτη φορά άκουσα την φωνή του, ο φίλος που έχω να του μιλήσω χρόνια, ένας πόλεμος παλιός που όμως έμοιαζε τόσο μελλοντικός;
Η Patti Smith που έδωσε ήχο στο εναρκτήριο λάκτισμα μιας πολεμικής επιχείρησης;
Ή μήπως είχα απλά τσατιστεί επειδή δεν δοκίμασα το παγωτό χωνάκι;
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής