Και από τις στάχτες μόνο ο Φοίνικας μπορεί να αναγεννηθεί, κι εμείς δεν είμαστε Φοίνικες.

Ο Φοίνικας κατά την μυθολογία ήταν ένα μυθικό πουλί που είχε την ικανότητα να τυλίγεται στις φλόγες όταν έφτανε σε μια συγκεκριμένη ηλικία και έπειτα να αναγεννιέται.

Κι αυτό για να ζήσει αιώνια.

Δεν έχει γραφτεί εάν κατά την στιγμή της καύσης του ο Φοίνικας έβγαζε κάποια κραυγή πόνου, έχει γραφτεί όμως πως είχε τόσο ωραία φωνή που ακόμη και ο ίδιος ο Ήλιος σταματούσε τις δραστηριότητες του για να τον ακούσει.

Ο Φοίνιξ τιμόταν στην Ελλάδα του κάποτε σαν ένα ιερό πουλί και η λατρεία του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον θεό Απόλλωνα.

Αλλά η ουσία στην παραβολή του Φοίνικα είναι λίγο διαφορετική, θαρρώ, εάν η μυθολογία είναι απλά μια ιστορία φαντασίας πολλών ανθρώπων.

Εάν η μυθολογία εξιστορεί πραγματικά γεγονότα τότε προφανώς κι ο Φοίνιξ ήταν απλά ένα αιωνίως ζωντανό πτηνό.

Και η ουσία της παραβολής είναι ποια;

Ίσως πως όταν κάτι πανέμορφο έρθει σε σήψη, ίσως όταν κάτι το ιερό έρθει σε ένα αντίθρησκο τέλμα, τότε πρέπει να έρθει μια λαίλαπα να εξαφανίσει τα περιττά ώστε το καλό να αναγεννηθεί ως κάτι καλύτερο.

Από τις στάχτες του παλιού να οικοδομηθεί το νέο. Από τα απομεινάρια του κακού να μπουν θεμέλια για το καλό.

Από το ναδίρ, να οικοδομηθεί το ζενίθ.

Τέτοιες αοριστολογίες για κάποιους, διδαχές για κάποιους άλλους έχουμε να διδασκόμαστε από την ιστορία ή μυθολογία και από τα παραδείγματα της.

Η ζωή βέβαια δεν έχει καμία μα καμία απολύτως ευαισθησία σε διδαχές και μυθολογίες.

Όταν θελήσει να δώσει θα δώσει κι όταν θελήσει να πάρει θα πάρει. Χωρίς να ρωτήσει κανέναν, χωρίς να παρακαλέσει κανέναν και χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν.

Όταν ακόμη δεν υπήρχαν οι ανέσεις του σήμερα, ένα καλοκαίρι στο χωριό περάσαμε μια περιπέτεια.

Στο λεγόμενο από τους παλιούς ανθρώπους «μαγειρειό» του σπιτιού μας ξέσπασε φωτιά. Τα πολλά ξύλα σε συνδυασμό με τον κλειστό χώρο έκαναν την μικρή αρχικά εστία να καλύψει όλη την καμινάδα του μικρού οικήματος μας και κατ’ επέκταση και το οίκημα ολόκληρο.

Δώδεκα το μεσημέρι με τον ήλιο στον ουρανό να δίνει γύρω στους τριάντα-οκτώ βαθμούς, όλο το χωριό να είναι μαζεμένο γύρω – γύρω, έναν παππού κι έναν μπαμπά να προσπαθούν όπως – όπως να σβήσουν την εστία, ένας φίλος της οικογένειας να έχει σκαρφαλώσει στην καμινάδα και να ρίχνει κουβάδες μέσα.

Κι εγώ έξω, να προσπαθώ να ακούσω τις σειρήνες της πυροσβεστικής να έρχονται.

Ποτέ δεν ήρθε. Την σβήσαμε μόνοι μας.

Ευτυχώς δεν κράτησε και πολύ, κανένα τέταρτο που μας φάνηκε αιώνας. Όσοι συντοπίτες ήρθαν να βοηθήσουν έφυγαν, η ζημιά είχε γίνει. Οι υπόλοιποι που ήρθαν απλά να δουν, συνέχιζαν να κοιτάζουν.

Αφού η φωτιά έσβησε και συμμαζέψαμε ότι μπορούσε να σωθεί από το «μαγειρειό» πλησίασε ο πρόεδρος, ας τον πούμε έτσι, του χωριού.

Κοιτούσε το οίκημα με μια ηλίθια έκφραση και με ένα βλακώδες χαμόγελο, ειδικά για την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

«Δεν μου λες, αυτό πότε το χτίσατε;» ρώτησε, όχι κάποιον συγκεκριμένα.

Η γιαγιά μου ήταν δίπλα σε ένα από τα καμένα ντουβάρια και δεν είχε συνέλθει ακόμη, κρατούσε μια φωτογραφία ενός παιδιού που δεν μπόρεσε να μεγαλώσει, η οποία ήταν το μόνο που είχε καταφέρει να αρπάξει όταν ξέσπασε η φωτιά.

«Έχει στα εκατό χρόνια τώρα, από πλιθιά το είχανε χτίσει οι παππούδες» απάντησε ο πατέρας μου, καρβουνιασμένος ακόμη, με ένα βλέμμα που έδειχνε ενόχληση και δυσφορία.

«Η πυροσβεστική που ήτανε ρε πρόεδρε;» τόλμησε την ερώτηση ο παππούς, με αναμμένο ένα καρέλι στο χέρι. Επιβαλλότανε λόγω της στιγμής.

Ο πρόεδρος συνέχισε την προηγούμενη του πρόταση: «Να πάτε να βγάλετε άδεια, δεν ξέρεις τι γίνεται.

Καλά τόσα χρόνια το έχετε έτσι, είναι δυνατόν; Κι αν ερχόταν η πυροσβεστική και μετά η αστυνομία; Ξέρεις τι θα πληρώνατε;

Άσε, καλύτερα να καιγόταν όλο και να το ξαναχτίζατε από την αρχή. Το λέει και αυτό, πως λέγεται η παροιμία, με τον Φοίνικα. Από στάχτη που γίνεται βγαίνει καλύτερος.

Καλύτερα να γκρεμιστεί αυτό που είναι και παράνομο και να φτιάξουμε ένα καινούργιο και νόμιμο. Όλοι θα βοηθήσουμε.

Καλύτερα δεν είναι από το να πληρώνει πρόστιμο μέχρι κι ο μικρός από την καμπάνα που θα φάτε;

Ε, μικρέ, τι λες;»

Καθώς με κοιτούσε μια επιθυμία μόνο είχα, βλέποντας τη γιαγιά μου να δακρύζει με την φωτογραφία του θειου μου στα χέρια της :

Να ρίξω στον μαλάκα που νομίζει ότι είναι κάποιος μια κλωτσιά στα αρχίδια να διπλώσει, μετά ένα γονατίδι στην μύτη του κι αφού γεμίσει αίματα να τον αφήσω να σπαρταράει σαν το ψάρι.

Και αφού θα βγάλει ότι ζουμί έχει μέσα του να πάω από πάνω του, να τον φτύσω και να του πω ένα «Άντε και γαμήσου ρε καργιόλη».

Μεγάλο θράσος και αναίδεια, ειδικά μια τέτοια στιγμή.

Ποτέ δεν έμαθα αν η πυροσβεστική δεν ήρθε επειδή όντως υπήρχε πρόβλημα στον δρόμο ή αν συνέβη κάτι άλλο.

Πάντα θυμάμαι τον καργιόλη με το μηδαμινό αξίωμα και τον έμμεσο του εκβιασμό την ώρα που καιγόταν το σπίτι μου.

Πάντα θυμάμαι το παράδειγμα του με τον Φοίνικα, το οποίο δεν το είπε και σωστά. Τόσο μαλάκας.

Ο κάθε τέτοιος μαλάκας που έρχεται και μιλά μετά την καταστροφή, δεν σκέφτεται. Δεν υπολογίζει πως άνθρωποι είμαστε και πονάμε την ώρα εκείνη, της οποιασδήποτε καταστροφής.

Όταν χρησιμοποιούνται παραβολές και παραδείγματα σε πολύ ακατάλληλες στιγμές το μόνο που προσφέρεται είναι μια ευκαιρία να κάψουμε αυτόν που τις υποστηρίζει και τα λέει.

Επειδή πολύ απλά, ο Φοίνικας είναι το μόνο πλάσμα, ή ήταν κάποτε εάν υπήρξε, το οποίο μπορεί να αναγεννηθεί από τις ίδιες του τις φλόγες. Κι εμείς δεν είμαστε Φοίνικες.

Είμαστε άνθρωποι που δεν ανέχονται προσβολές κι εκβιασμούς τις δύσκολες ώρες.

Τ’ακούτε κύριε με μηδαμινό αξίωμα;

Το ακούς ρε μαλάκα;

Υ.Γ. : Όταν δεν έχεις να πεις κάτι Υπεύθυνε, μην λες οτιδήποτε για να ακουστείς. Όταν δεν έχεις να πεις κάτι Υπεύθυνε, σιώπησε και άκου.

Όταν δεν έχεις να πεις κάτι Υπεύθυνε, Σκάσε.

 

 

Μοιραστείτε το: