Σκοτείνιαζε απότομα πλέον αλλά ήδη άρχιζε να μυρίζει κάτι που θύμιζε καλοκαίρι. Είχαν αρχίσει οι ημέρες εκείνες που ξεγελάει ο νους και σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι αήττητος και θα ζεις για πάντα, όσο θα υπάρχει ήλιος θα υπάρχεις κι εσύ.
Τα σμήνη υπήρχαν ολούθε, ακούγονταν από παντού.
Σαν εξώστες οι κεραίες και σαν θεατρικές σκηνές οι δρόμοι, παραμόνευαν.
Κι αγωνιούσαν. Ήθελαν να δουν το φινάλε.
«Από εδώ πάνω φαίνεται μικρός ο κόσμος» σκέφτηκε κοιτώντας προς το απέραντο ίσιο πράγμα πάνω στο οποίο περνούσε τις ώρες των ημερών του, οι περίεργοι ηλίθιοι γίγαντες θα το έλεγαν καλώδιο, ή κάπως έτσι.
Δεν είχε φτάσει ποτέ στο τέλος του, αν υπήρχε κάτι τέτοιο βέβαια.
Ναι, μπορούσε να πετάξει αλλά μόνο όσο χρειαζόταν για να βρει κάτι να γεμίσει το στόμα του. Και άντε, να γλιτώσει από κανένα από εκείνα τα άτιμα καφετιά κακομούτσουνα αρπακτικά. Αυτά που είναι ο εφιάλτης του εφιάλτη του καθενός επάνω στη γη, ποτέ δεν κατάλαβε γιατί υπήρχε κάτι το οποίο θα μπορούσε να τον κυνηγήσει και να του κόψει το μικρό του κεφάλι απλά για πλάκα.
Απλά για να φάει το υπόλοιπο σώμα του. Είχε δει να συμβαίνει αυτό στο απέναντι καλώδιο, στο απέναντι σμήνος, στον απέναντι κόσμο.
Αλλά δεν τον ένοιαζε. «Μέχρι να γυρίσει το κεφάλι κατά εδώ θα έχω εξαφανιστεί» σκεφτόταν. Κι άλλοι σκέπτονταν σαν και αυτόν, δεν υπήρχαν πια, όλοι όσοι σκέπτονταν αντίθετα είχαν φύγει από το καλώδιο.
Είχαν βρεθεί στο απέναντι. Κι είχε μείνει μόνος.
Σε αυτό που ο ονομάστηκε δρόμος πηγαινοέρχονταν κάτι τεράστια τέρατα με τρελές ταχύτητες, όλη την ημέρα και την νύχτα. Κάποιες φορές έβλεπε από το απέναντι καλώδιο έναν θαρραλέο να κατεβαίνει και να περιμένει το επόμενο ατσάλινο τέρας.
Περίμενε, περίμενε, περίμενε και δεν έφευγε ακόμη κι όταν το αυτοκίνητο φαινόταν να περνά από πάνω του, να τον σκοτώνει, να τον μηδενίζει σαν ποτέ να μην υπήρξε. Κι όμως, όταν απομακρυνόταν ο θαρραλέος ήταν ζωντανός, πετούσε με κελαηδίσματα θριάμβου προς το καλώδιο του, τον περίμεναν ζητωκραυγές από φίλους και χάδια από το ταίρι του.
Και έριχνε ένα βλέμμα όλο κακία και περιφρόνηση προς τον μικρό ο οποίος όλο και πείσμωνε και περίμενε.
«Μέχρι πόσο να αντέξει» έλεγε στους γύρω του ο θαρραλέος νικητής του παρκούρ. «Μια από αυτές τις ημέρες θα κατέβει».
Και βγήκε αληθινός κάποτε.
Μια από εκείνες τις επόμενες ημέρες και χωρίς καθόλου σκέψη ο μικρός κατέβηκε στην άσφαλτο και την αισθάνθηκε για πρώτη φορά. Ζεστή και αποπνικτική και θορυβώδης. Ήταν απόγευμα και η δύση του ηλίου ήτανε κοντά.
Και περίμενε. Από το καλώδιο άρχισαν τα κρωξίματα. Ερχόταν αυτοκίνητο. Επιτέλους, θα έδειχνε σε όλους πόσο γενναίος ήταν. Οι θεατές είχαν σηκωθεί κι οι εξώστες έτρεμαν από τα ουρλιαχτά τους.
Και το αυτοκίνητο πλησίαζε. Και γύρω ήρθε νύχτα.
«Ξέρεις πως αυτό που κάνουν τα σπουργίτια είναι κάτι σαν το παρκούρ που κάνουν οι άνθρωποι;» ακούστηκε μέσα από το αυτοκίνητο.
Και προσπέρασε τις δύο αντικριστές κολόνες. Και η μέρα ξαναγύρισε.
Και ο μικρός Σπουργιτάκος τρέμοντας γύρισε και κοίταξε το αυτοκίνητο που εξαφανιζόταν στον κόκκινο από το ήλιο ορίζοντα. Έπειτα άκουσε τις επευφημίες από το σμήνος στο καλώδιο. Και πρώτος από όλους και δυνατότερα φώναζε ο θαρραλέος μεγαλύτερος Σπουργίτης που με τόση κακία τον κοίταξε τόσες φορές. Είχε εξαφανιστεί πλέον η κακία από το βλέμμα του, υπήρχε μόνο χαρά και ανυπόμονα του έγνεφε να πετάξει δίπλα του.
Με ένα τελευταίο βλέμμα στο δικό του καλώδιο πέταξε για το απέναντι όπου υπήρχε το καινούργιο του σμήνος. Το καλώδιο του ήταν πια μονάχο. Δεν θα μάθαινε πλέον αν στο τέλος εκείνου του δρόμου υπήρχε κάτι. Είχε πλέον να διανύσει άλλον δρόμο, σε άλλο καλώδιο.
Ενωμένος και πάλι με μια οικογένεια.
Θα συνέχιζε για πάντα το παρκούρ των σπουργιτιών, όσο κι αν το μίσησε στην σύντομη ζωή του σαν ανήλικος τόσο το λάτρεψε στην πορεία. Αυτό άλλωστε είναι και η αιτία που άλλαξε καλώδιο, αυτό είναι η αιτία που πλέον δεν είναι μόνος να περιμένει το αρπακτικό.
Και η παράσταση συνεχίζεται με τις δυο κολώνες να περιμένουν άλλον θίασο να ανέβει κι άλλη παράσταση να ξεκινήσει.
Το παρκούρ των σπουργιτιών πήγε καλά.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής