«Ο θάνατος θα έρθει από την θάλασσα καβάλα σε μεγάλα άλογα  ξύλινα και θα κουβαλάει ραβδιά που φωτιά θα πετούν. Σαν ήλιος θα λάμπει στη νύχτα μέσα και το πέρασμα του θα αφήνει καπνό»

Τώρα καταλάβαινε την ερμηνεία, από μικρή το άκουγε από την μητέρα της και έπειτα όταν η ψυχή της έφυγε προς τους μακρινούς τόπους, από τον Πατέρα.

Υπήρχε σαν ρήση από πολύ παλιά, ο Τιξιβ Νιμπ έλεγε πως το ίδιο το Μεγάλο Πνεύμα έδωσε την προφητεία αυτή στον πρώτο Επιβήτορα που περπάτησε στα λιβάδια της φυλής της.

Τώρα μέσα στην νύχτα και  με τις φωνές να λιγοστεύουν όσο η ώρα περνούσε, καταλάβαινε.

Τώρα που το μόνο λαμπερό σημείο δεν ήταν το φεγγάρι, το βράδυ αυτό δεν βγήκε.  Αυτό που φώτιζε την νύχτα, αυτό που την τύφλωνε ήταν η φωτιά, αν και μακριά της αρκετά για να της κάνει κακό.

Η μυρωδιά της καμένης σάρκας πρώτη φορά της ήρθε, της ανθρώπινης καμένης σάρκας. Όσο την τύφλωνε η φωτιά τόσο την μπούκωνε και η μυρωδιά και τόσο την μπέρδευαν οι φωνές.

Είχαν μείνει δυο ή τρεις από όλους κι όλους τους δικούς της.

Προσπαθώντας να σηκωθεί ένιωσε πόνο και κοίταξε προς τα κάτω. Το φόρεμα της ήταν κατακόκκινο. Η αιχμή του βέλους που την βρήκε κατά τύχη στην άκρη της ήταν ματωμένη.

Παραπάτησε και κοντανασαίνοντας έπεσε στο χώμα. Το χώμα ήταν καυτό, το ένιωθε να της καίει το πρόσωπο.

Έβλεπε μόνο την Γη τώρα, οι φωνές δεν υπήρχαν.

Τα πάντα είχαν βουβαθεί και όσοι έμειναν σιγά-σιγά θα πέθαιναν το ένιωθε μέσα της. Το ήξερε πως θα γίνει από το απόγευμα όταν έβλεπε από μακριά όλους τους ξένους ανθρώπους να πλησιάζουν το χωριό αλλά χωρίς χαμόγελο όπως συνήθιζαν.

Με τα περίεργα τους δόρατα που έβγαζαν καπνό και μυρωδιά, που έλεγαν πως τα έχουν μόνο για κυνήγι.

Τελικά, σκέφτηκε πικρόχολα, μόνο για κυνήγι τα είχαν. Και απότομα θυμήθηκε μια κουβέντα με τον πατέρα της κάποτε, μικρή ήταν ακόμη.

«Πώς είναι όταν φεύγεις και πας να συναντήσεις τους προγόνους;» είχε ρωτήσει κάποια νύχτα όταν βγήκαν για έναν περίπατο.

Περπάτησαν για λίγα λεπτά μέχρι που ο πατέρας βρήκε μια Ιτιά και έκατσε την κόρη του κάτω, έπειτα κάθισε δίπλα της. Εκείνη βολεύτηκε καλύτερα δίπλα του, είχε βγει ένα ξαφνικό αεράκι.

Είχε ξεχειμωνιάσει από καιρό αλλά με το Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος.

«Σκέψου πως αισθάνεσαι όταν κοιμάσαι, όταν είσαι στην μεγαλύτερη γαλήνη που μπορείς να νιώσεις. Ότι νιώθεις εκείνη την ώρα θα το αισθανθείς να αναβλύζει από μέσα σου αφού ξέρεις πως απέναντι σε περιμένει η μάνα σου» της απάντησε εκείνος καθώς κράταγε το χέρι της μέσα στο δικό του.

Τότε η μικρή νόμισε πως κατάλαβε.

«Αλλά θα περάσουν πολλά-πολλά φεγγάρια μέχρι να γίνει κάτι τέτοιο Μιακόντα, πρώτα θα χαιρετίσεις εμένα πέρα από τον ποταμό και έπειτα θα χαιρετίσουν εσένα οι δικοί σου γιοι και οι δικές σου κόρες» συμπλήρωσε ο πατέρας ανακατεύοντας της τα μαλλιά.

Γελώντας η μικρή κοίταξε προς τον ορίζοντα, πέρα από τους δυο τους, πέρα από την Ιτιά, πέρα από τον κόσμο τον ίδιο.

Γιατί ένιωθε πως δε θα ερχόταν η μέρα να ταξιδέψουν προς τον ποταμό ποτέ;

Κανένας από τους δυο τους.

Και ξαφνικά την πλημμύρισε και πάλι η μυρωδιά.

Προσπάθησε να σφίξει τις γροθιές και να σηκωθεί καθώς ακούγονταν βήματα, η μυρωδιά της σάρκας είχε γίνει ένα με τις αισθήσεις της.

Γέλια  πλησίασαν και τα βήματα σταμάτησαν στην δεξιά της μεριά. Πάλι δεν είχε την δύναμη. Το χώμα ακόμη έκαιγε.

«Με αυτήν εδώ τι κάνουμε Καπετάνιε; Κρίμα είναι να πάει χαμένη στα θεριά, να την φορτώσουμε;» ακούστηκε από έναν από τους κυνηγούς.

Αργά γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε προς αυτόν που μίλησε. Κάπου τον είχε δει, τόσον καιρό ανάμεσα τους, κάπου τον είχε συναντήσει και ίσως να είχαν ανταλλάξει και μια δυο κουβέντες.

«Όχι, αιμορραγεί και δεν μας παίρνει να θυσιάσουμε χρόνο και φάρμακο» απάντησε ο καπετάνιος.

Αυτόν δεν χρειαζόταν να τον δει, τον θυμόταν από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε. Θυμόταν εκείνα τα νηστικά του μάτια. Εκείνα τα γεμάτα κακία μάτια του.

«Κρίμα, τι να σου κάνω ομορφούλα, είσαι άτυχη» κι ακούστηκε ένας θόρυβος που είχε ξανακούσει στο κυνήγι τους. Ο άνδρας είχε οπλίσει.

Σκεφτόταν τον Πατέρα της και όσα δεν πρόλαβε να του πει, σκεφτόταν και την μάνα της που δεν την χάρηκε, σκεφτόταν και τον ποταμό που δεν θα διέσχιζε ποτέ.

Είχε έρθει η ώρα να ταξιδέψει πέρα από τον ποταμό.

Σκεφτόταν για κάποιο λόγο ακόμη και λίγο πριν το τέλος αυτό:

«Ο θάνατος θα έρθει από την θάλασσα καβάλα σε μεγάλα άλογα  ξύλινα και θα κουβαλάει ραβδιά που φωτιά θα ξερνάν. Σαν ήλιος θα λάμπει στη νύχτα μέσα και το πέρασμα του θα αφήνει καπνό»

Η σφαίρα της έσκισε το κρανίο και γέμισε αίματα το χώμα, το οποίο ακόμη έκαιγε. Και θα συνέχιζε να καίει από το αίμα που θα το πότιζε για πολλά χρόνια.

Μοιραστείτε το: