Ο πραγματικός σκλάβος είναι εκείνος που ζει σε μια ψευδαίσθηση ελευθερίας

Είχα ακούσει κάποτε να λένε σε μια μάζωξη του κόμματος κάτι τέτοιο. Του Κόμματος, με κεφαλαίο το «Κ» να χτυπάει στο μάτι.

Του κόμματος, λες και παίζουμε στο Vendetta.

Της νεολαίας του κόμματος για την ακρίβεια, έπαιρνε παιδιά ο μύστης και τα μαστόρευε ώστε να γίνουν με την σειρά τους μύστες για να βρουν κι άλλα παιδιά να μαστορέψουν.

Κι έτσι πήγαινε η δουλειά, κι έτσι ακόμη πάει.

Έτσι, με βαριές μπάσες φωνές αράδιαζαν πλούσιες φανφάρες περί ισονομίας. Συνόδευαν με σηκωμένες τις παλάμες ή τις γροθιές την φράση «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα».

Γιατί παντού κολλούσε ένας Ροβεσπιέρος.

Τα χαμόγελα έκρυβαν κάτι άλλο από κάτω. Κάποιοι πράγματα στην χώρα θα είναι ίδια ακόμη κι όταν η χώρα θα πάψει να υπάρχει, κάτι που θα γίνει αργά ή γρήγορα.

Τις Σαββατιάτικες νύχτες του χειμώνα τις θυμάμαι, με κρύο, κύπελλα, ρεμάλια που φωνάζαν αλλά και λογής – λογής  χαρούμενους ανθρώπους μέσα στα φαρδιά πεζοδρόμια.

Άλλωστε ήμασταν τότε ανίδεοι σε αυτό που κάποτε θα ξημέρωνε, ούτε μνημόνια και χρέη, ούτε χοτ-σποτ, οι ναζί είχαν φύγει από την μόδα – είχε περάσει το ’80,  κόσμος έβγαινε και γλένταγε.

Κι εμείς περπατούσαμε, ανέμελα παιδιά με ένα υγιές μέλλον που είχαμε γραμμένο στα μπροστά μας, ειδικά τον πρώτο χειμώνα που γνωρίσαμε την φάση της «γιάφκας» (ναι, το λέγαμε κι έτσι τρομάρα μας) και νιώθαμε πως ήμασταν ξεχωριστοί.

Διαφορετικοί από άλλους πιτσιρικάδες που ήταν μέσα στα υπολογιστάδικα ή σε καφετέριες.

«Τσιγάρα πήρες;» ήταν η μόνη ερώτηση που έκανα ή μου έκαναν, ανάλογα ποιανού ήταν η σειρά να τα κουβαλήσει. Κι όχι μόνο να τα κουβαλήσει, αν περίσσευαν από την βραδιά έπρεπε και να τα κρύψει από γονείς κι αδέρφια.

«Πήρα» έλεγα ή άκουγα, οπότε η ευτυχία ήταν διπλή. Ή τριπλή.

Και κατήχηση από μεγαλύτερους συντρόφους, και τσιγάρο με τζάμπα μπύρα, και αν ήμασταν τυχεροί κάποια καινούργια συντρόφισσα θα είχε γραφτεί την εβδομάδα που πέρασε οπότε κάποιος θα μπορούσε να πηδήξει.

Τόσο πεζά σκέπτονται σήμερα τα εφηβάκια, έτσι σκεπτόμασταν κι εμείς τότε.

Θα γυρίσω τον χρόνο πίσω δεκατέσσερα χρόνια, όταν πρώτη φόρα στάθηκα μπροστά από την πόρτα του υπογείου της νεολαίας, σε ένα από τα σπίτια που το κόμμα παρείχε, κάπου στα δυτικά της Θεσσαλονίκης.

Βράδυ νομίζω Τετάρτης, Νοέμβρης με κρύο, μόνος μου σε μια απόφαση που θα πάρω και θα το μετανιώσω αργότερα, αλλά θα είμαι και περήφανος που την πήρα.

Έχοντας στην τσέπη μια ταμπακιέρα με την φάτσα του Τσε, φορώντας και φαρδιά με το λογότυπο των TxC στην μπλούζα,  την άνοιξα.

 

Και ο Ενεστώτας έρχεται με δρασκελιές μεγάλες να μπει στο κείμενο.

 

Βλέπω ένα δωμάτιο αρκετά ευρύχωρο, το πρώτο πράγμα που ψάχνω είναι μια δεύτερη έξοδος, εάν φυσικά υπάρχει.

Δεν υπάρχει δεύτερη έξοδος, μόνο ένα παράθυρο κάπου στον απέναντι τοίχο, με κάγκελα φραγμένο.

Κάγκελα στο παράθυρο, για ποιον λόγο;

Η πόρτα κλείνει και σκέφτομαι, «Αυτό ήταν, στιγματιστήκαμε»

Μπαίνοντας ακούω το αμίμητο από έναν θείο τότε, «καλώς το συντρόφι», γυρίζω και τον καλησπερίζω.

Σοβαρός φαίνεται, γυαλιά κοκάλινα και άσπρο σεβάσμιο μαλλί, κρατάει μια κούπα που έχει μέσα ούζο κι έχει ποτίσει με την μυρωδιά του όλο το δωμάτιο.

Προσπερνώντας τον, άλλα πέντε άτομα εμφανίζονται στο οπτικό μου πεδίο, ήδη κάθονται σε κάτι πλαστικές καρέκλες, γύρω από ένα άσπρο τραπέζι λαϊκής.

Αλίμονο, τι άλλο τραπέζι να έχει εδώ μέσα;

Τα τρία είναι παιδιά, λίγο μεγαλύτερα από εμένα, όλοι με μακριά μαλλιά και δερμάτινα, μπύρες στα χέρια, μάτια θολωμένα και δεν μιλάει κανείς με κανέναν.

Ο τέταρτος είναι αυτός που σηκώνεται έρχεται και με χαιρετάει. Τον ξέρω αρκετά καλά, μιλάμε για την συνάντηση αυτή μια εβδομάδα τώρα.

«Ήρθαμε πιο νωρίς να στήσουμε, κάτσε» και μου δείχνει την καρέκλα δίπλα στην δική του.

Πλησιάζουμε προς το τραπέζι, δίπλα ακριβώς υπάρχει ένα ψυγείο που βουίζει,  ανοίγει και μου δίνει μια μπύρα της φθήνιας.

«Μόνο τέτοιες εδώ» μου λέει δίνοντας την, λογικά το πρόσωπο μου μαρτυρά τι σκέφτομαι. Την αφήνω στο τραπέζι.

Κάθομαι και κοιτάζω το πέμπτο άτομο της συντροφιάς, μια κοπελιά γύρω στα είκοσι λογικά. Ή μικρότερη.

Χαμογελάει και σηκώνεται:

«Έχουμε δύο καινούργιους σήμερα, ας τους καλωσορίσουμε» και δείχνει εμένα κι έναν από τους μαλλιάδες, ο οποίος είναι πολύ χάλια για να αντιδράσει.

Ο θείος με το ούζο έρχεται και κάθεται δίπλα από το ψυγείο σε ένα ψηλό σκαμπό που χρησιμεύει για να ανοίγουν το παράθυρο. Αυτό με τα κάγκελα.

Κι ακολουθεί ένας λόγος της, περίπου μισάωρου για τον καπιταλισμό και για το Γκουαντάναμο, για την Ελλάδα και το Κόσσοβο, για την βουλή και για την Θεσσαλονίκη, για τον εμφύλιο και για την Μόσχα.

Όλα αυτά μπερδεμένα με κορώνες για φασίστες και μπάτσους, εχθρούς να παρελαύνουν μέσω των λέξεων της, έρχονται να μας σφάξουν και πρέπει πρώτοι να τους σφάξουμε.

«Αν δεν αντιδράσουμε εμείς, ο καπιταλισμός θα σαρώσει τα πάντα. Δεν θα μείνει όρθιος κανένας, όλοι μας θέλουν σκυμμένους να δουλεύουμε μέχρι να πεθάνουμε για το κεφάλαιο, αλλά δεν θα περάσει. Είμαστε εμείς εδώ να το αποτρέψουμε».

Vive la revolution

Τελειώνει τον λόγο της, διασχίζει το δωμάτιο και φτάνει σε έναν διακόπτη που υπάρχει εκεί και σβήνει τα φώτα. Ανοίγει μια σαραντάρα τηλεόραση από τις παλιές, βάζει μια βιντεοκασέτα με ένα φιλμ με υλικό από τον ελληνικό εμφύλιο.

Βουνά, όπλα σε χέρια παιδιών, στολές στρατού, εκρήξεις, ο Άρης ( όταν εμφανίζεται στην οθόνη ο θείος με το ούζο σηκώνεται όρθιος), ο Τσε.

Ο Τσε. Πιάνω την ταμπακιέρα να βγάλω ένα τσιγάρο, το ανάβω και πιάνω την μπύρα που έμεινε άθικτη στο τραπέζι.

Το φιλμ συνεχίζεται και δείχνει ένα άρμα να σπάει μια πόρτα, έναν μισότρελο με κοστούμι να βγάζει λόγο, έναν φρυδά να κατεβαίνει από ένα αεροπλάνο.

Δεν προσέχω, περιμένω να τελειώσει.

Τελειώνει. Η κοπελιά πάλι πηγαίνει και ανάβει τα φώτα, ο θείος με το ούζο είναι πλέον τέρμα μεθυσμένος και τα τρία παιδιά κοιμούνται στο τραπέζι.

«Τι λες, θα γραφτείς;» ρωτάει ο δίπλα μου. «Άκουσες και είδες τι κάνουμε και τι λέμε, ξέρεις την πραγματικότητα, έλα να αντιδράσουμε μαζί, μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτα»

«Ναι, θα γραφτώ. Αλλά γιατί τόσα από παλιά; Για την πορεία δεν θα μιλούσαμε σήμερα;» ρωτάω. Ημέρες περίεργες διανύουμε.

«Ο εχθρός δεν έχει αλλάξει, πρέπει συνέχεια να τον βλέπουμε για να μην ξεχάσουμε τα μούτρα του» λέει η κοπελιά.

Θα την πω όμορφη κάποτε, όταν καταλάβει τι λέει και ξεκόψει από όλη την κατάσταση, σε κάποια χρόνια από τώρα.

«Εντάξει, γράφομαι» λέω και ρίχνω το τσιγάρο μου στο κουτί της μπύρας.

«Μπράβο συντροφάκι» μουρμουρίζει ο θείος με το ούζο μέσα από τα δόντια του, τον έχει πάρει λίγο ο ύπνος και η στάση του στο σκαμπό είναι λίγο κωμική.

Λέμε και τα τελευταία, κανονίζουμε συνάντηση την Κυριακή, φεύγω.

 


 

Θα ακολουθήσουν κι άλλες συναντήσεις, κι άλλες ομιλίες, κι άλλες μπύρες, κι άλλα φιλμς, κι άλλες Κυριακές.

Τα ίδια κάθε φορά, ένας εχθρός και μια ιδεολογία, ο Τσε και ο Άρης να μας φυλάνε, ο Μαρξ και ο Λένιν είναι οι Θεοί μας.

Μετά από χρόνια, όταν είχα πλέον χαθεί από τον συγκεκριμένο χώρο,συνάντησα την Μαρία, την κοπελιά με τους πύρινους λόγους και τα απίστευτα πράσινα μάτια.

Μιλήσαμε, θυμηθήκαμε τις συναντήσεις στην γιάφκα, «απίστευτο το ότι το λέγαμε έτσι» είπε και η ίδια, έμαθα πως πλέον εργάζεται σε μια τράπεζα.

«Η ζωή, ε Μαρία;» την ρώτησα.

«Επιβίωση και προσγείωση λέγεται» μου απάντησε.

 

Ο πραγματικός σκλάβος είναι εκείνος που ζει σε μια ψευδαίσθηση ελευθερίας

 

Το μόνο που κράτησα σαν συμπέρασμα όλα τα χρόνια μου εκεί μέσα.

…τώρα, το ποιος είναι ο σκλάβος και τι εννοεί ο καθένας ελευθερία…

 

 

Μοιραστείτε το: