Όταν τα φώτα σβήνανε και μόνο τότε καθόταν και αισθανόταν κουρασμένος, την ημέρα ολάκερη το απαγόρευαν.
Μέσα στο σκοτάδι και στην ξινή μυρωδιά του πολυκαιρισμένου ιδρώτα ήταν έντονες οι αισθήσεις του.
Που και που ακουγόταν κάποιος βήχας εδώ και παραπέρα, αλλά μόνο μια δυο φορές, παραπάνω δεν έπρεπε.
Είχαν μια συγκεκριμένη ώρα για να σφαλίσουν τα μάτια τους κι αν δεν το έκαναν και τους καταλάβαιναν, τότε υπήρχε πείνα για μέρες πολλές.
Δεν υποφέρονταν και τα δυο μαζί, πείνα και κούραση.
~~
Κράταγε κάθε βράδυ την μπάλα που είχε για παιχνίδι και την ψαχούλευε προσπαθώντας να καταλάβει για ποιον ακριβώς λόγο άνθρωποι στις πέρα χώρες πλήρωναν περιουσίες για μια τέτοια.
Τους είχε πει το αφεντικό μέσα σε ένα μεθύσι του πως είχε πληρωθεί για μια τέτοια μπάλα πολλά λεφτά.
Την είχε κρατήσει με την γραφή ενός μεγάλου και τρανού επάνω της και την μοσχοπούλησε σε κάποιον από τις άλλες, τις μακρινές πλούσιες χώρες.
Και έπειτα έκανε την δικιά του την φάμπρικα. Έτσι ξεκίνησε το αφεντικό.
Ανασήκωσε το κεφάλι και μέσα στο σκοτάδι προσπάθησε να κοιτάξει απέναντι στην ψάθινη πόρτα που ήταν μονίμως ανοιχτή για να μπαινοβγαίνουν οι φύλακες.
Μόνο από εκεί έμπαινε φως τα βράδια.
Το φως του φεγγαριού είχανε για να βλέπουν όποτε ήθελαν να σηκωθούν για ότι σηκώνεται ο άνθρωπος την νύχτα.
Κι αν τους επέτρεπαν να πάνε, θα πήγαιναν. Αλλιώς θα υπήρχε και εδώ πείνα.
~~
Και οι δυο οι φύλακες ήταν έξω, σήκωσε την φωνή του λίγο και απευθύνθηκε στο πάνω κρεβάτι:
«Πόσο κάνει η μπάλα σου;» ψιθύρισε καθώς κοιτούσε τα σίδερα του επάνω κρεβατιού και προσπαθώντας να ακούσει απάντηση ανάμεσα στους θορύβους της νύχτας.
Για ένα λεπτό δεν ακούστηκε κάτι, μετά ένας θόρυβος από το ζόρισμα του στρώματος και έπειτα ψιθυριστά:
«Δύο εκατομμύρια αμερικάνικα δολάρια μου είπαν, κι αν συνεχίσω θα ανέβει κι άλλο. Την δικιά μου την μπάλα την έχουν οι μεγάλοι οι παίχτες.»
Πριν από δυο μέρες τους είχανε μαζέψει στο τέλος της δουλειάς να τους πούνε ποιος τα πάει καλά και ποιος όχι.
Με τέτοια ψέματα κρατούσαν την όρεξη των παιδιών για να αναδειχτούν στα ύψη, οπότε ταυτόχρονα και την όρεξη τους για δουλειά.
Με ένα ψέμα τύπου:
«Την μπάλα που εσύ και οι δικοί σου φτιάχνετε την κλωτσάνε οι μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές του κόσμου και την αγοράζουν όλοι όσοι τους βλέπουν να το κάνουν.»
Με μια κοστολόγηση της πλάκας αλλά και μια μηδαμινή υπόσχεση ελευθερίας έχεις και ευτυχισμένο εργατικό δυναμικό αλλά και ρουφιάνο στον χώρο εργασίας.
Αυτό οι μεγαλύτεροι δεν το είχαν σκεφτεί και το είχαν πληρώσει.
~~
Κρατώντας την μπάλα πιο σφιχτά ξαναρώτησε:
«Σκέφτηκες ποτέ να φύγεις από εδώ μέσα;»
«Και ποιος θα φτιάχνει την μπάλα που θα μου δώσει τα δυο εκατομμύρια;» ήρθε η απάντηση.
Μην έχοντας να απαντήσει κάτι άφησε την μπάλα κάτω από το κρεβάτι του. Πόσο να έκανε η δικιά του μπάλα;
Είχε λίγο καιρό μέσα στην αποθήκη αλλά δούλευε πάνω από την μισή μέρα για να φτιάξει το καλούπι της μπάλας του σε όσες περισσότερες μπορούσε.
Είχε να ανταγωνιστεί τις άλλες ομάδες των πιτσιρικάδων και αυτοί ήταν πιο πολλοί κι είχαν περισσότερο καιρό στην αποθήκη.
Οι μπάλες τους ήταν ήδη ακριβές και είχαν λίγο καιρό ακόμη μέχρι να πάρουν τα λεφτά που τους είχε πει το αφεντικό και να φύγουν μακριά.
Δεν ήθελε να μείνει μόνος του, ή αν έφευγε κρυφά ήθελε να φύγει μαζί με άλλους.
~~
Τώρα που το σκοτάδι πύκνωνε και από το πάνω κρεβάτι ακουγόταν μόνο ροχαλητό, είδε το φακό να πλησιάζει. Αμέσως έκλεισε τα μάτια και άρχισε να ανασαίνει πιο αραιά.
Ο φακός τον πέρασε, τα βήματα απομακρύνθηκαν.
Κλείνοντας τα μάτια του, που είχαν κοκκινίσει από την αϋπνία, σκέφτηκε πως η μπάλα του δεν είχε καμιά διαφορά από τις υπόλοιπες.
Σκέφτηκε πώς θα ήταν να έκανε κάποιον από τους μεγάλους παίχτες να γράψουν επάνω στην μπάλα του.
Τότε σίγουρα το αφεντικό θα του έλεγε ευχαριστώ. Έτσι είχε ξεκινήσει κι εκείνος είπε.
Πόσο να έκανε η δικιά του η μπάλα άραγε;
~~
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής