-Φύγε. Και αρκετά πήρες και φέτος. Φτάνει.
-Ελπίζω το νέο έτος να μου δώσει ότι ευκαιρία μου στέρησε το παλιό.
-Παλιός χρόνος, παλιές μαλακίες. Νέος χρόνος, πάμε για καινούργιες.
Κάτι τέτοια παίρνει το μάτι μου στα «Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης».
Μη χέσω μέσα. Ή μη χέσω «Μέσα».
Με διπλή σημασία η φράση.
«Είμαι ο χρόνος που φεύγει. Κάθομαι και βγάζω γούστα δώδεκα μήνες και πληρώνουν άλλοι.
Παίρνω τον χρόνο των ανθρώπων. Σκοτώνω τους ανθρώπους».

Αναφορά στο Fight Club απαραίτητη. Πάντα.
Για το καλό.
Από την άλλη, από μια βόλτα σε αναρτήσεις στα «Μέσα» από πιο πάνω και σε κάποιες συζητήσεις ανθρώπινες, αυτές με το στόμα που έκαναν οι δίποδοι κάποτε, κατάλαβα ότι πολύς λαός έμεινε μέσα πρωτοχρονιά.
Και πως διάολο ρε παιδιά, σε δύο τρία μαγαζιά που ξέρω, τα πάντα ήταν κλεισμένα;
Από ποιον ήταν κλεισμένα;
Θυμάμαι όταν ανυπομονούσα για την έξοδο της πρωτοχρονιάς. Και μετά έγινα δεκαοκτώ.
Θυμάμαι που απλά δεν έβλεπα την ώρα να πάει δώδεκα το βράδυ.
Να αλλάξω όπως-όπως την σχολική χρονιά που πέρασε με την επόμενη που έρχεται, να ψευτοφιλήσω τους δικούς μου σταυρωτά, να πω και δυο ευχές στο τηλέφωνο με κανένα ξαδερφάκι και εκεί κατά τις δωδεκάμισι να ξεπορτίσω.
Να βγω με τους φίλους σε μέρος που πηγαίναμε έτσι κι αλλιώς κάθε μέρα, να πιούμε μέχρι να χάσουμε την αξιοπρέπεια μας και να γυρίσουμε σπίτι το πρωί.
«Ε, μαλάκα, θα πάμε και για μπουγάτσα το πρωί, ε;» και γέλια για κάποιο λόγο.
Ποτέ δεν έγινε, φτάναμε μόνο μέχρι σπίτι και από την εξώπορτα έως και το κρεβάτι η διαδρομή ήταν δίωρη τουλάχιστον.
Υπήρχε βέβαια κι αυτό το αίσθημα της ντροπής, που βγήκες κι ήπιες και δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τους γονείς σου.
Κι όταν άνοιγες την πόρτα του σπιτιού, αφού έψαχνες για κανένα μισάωρο τα κλειδιά προκαλώντας τον σαματά του αιώνα, άκουγες την ερώτηση που έτρεμες να ακούσεις:
«Πόσο ήπιατε ρε συ;» συνήθως από τον πατέρα. Με το ηλίθιο χαμόγελο του σουρωμένου πιτσιρικά, απαντούσες:
«Ε, δυο μπύρες».
Πάντα.
Όσος καιρός από την ανακάλυψη της φωτιάς να περάσει, όσες γενιές και να περπατήσουν την γη, όσες μεταπολιτεύσεις έρθουν στην χώρα, όσα Star Wars και να βγούνε, η απάντηση γιου σε πατέρα στην ερώτηση « Πόσο ήπιες» είναι πάντα, ΜΑ ΠΑΝΤΑ, η ίδια.
Δύο μπύρες.
Ποιόν κοροϊδεύεις μωρέ μαλάκα;
Θα μου πεις, η πρωτοχρονιά όταν είσαι πιτσιρικάς, λειτουργεί σαν μια αφετηρία για τον οποιοδήποτε στόχο.
Κι όταν λέμε «τον οποιοδήποτε» στόχο, εννοούμε αποκλειστικά και μόνο τα κορίτσια της ηλικίας μας, της τότε ηλικίας μας. Η πρωτοχρονιά φάνταζε πολύ καλό σημείο για παραγάδι, για κάποιο λόγο που κανείς μας δεν κατάλαβε.
Ήταν αυτό από πιο πάνω, νέο έτος – νέες ευκαιρίες. Κι άλλα τέτοια.
Τι γράφαμε;
Ναι.
Τα θηλυκά που θα έκαναν το λάθος να επιλέξουν το ίδιο μαγαζί με την παρέα την δικιά μας για την πρωτοχρονιάτικη έξοδο τους. Ναι, έτσι, με την αυτοπεποίθηση του πουθενά ταξιδεύαμε στο τίποτα.
Λες και βαίναμε το άβατο εμείς οι Κορλεόνοι.
Κορίτσια του τότε, σχεδόν θειάδες του σήμερα.
«Ε, σοβαρά, σήμερα θα της την πέσω, ε, να ξέρεις» ακουγόταν από κάποιον της παρέας κάπου στις τέσσερις, όταν ήδη γυρνούσε το σύμπαν.
Πραγματικά, όποιος ήταν κάποτε αγοράκι έφηβο και δεν συνδύασε πρωτοχρονιά με το πολυπόθητο σκάλωμα του Λυκείου στην αγκαλιά του, ή να προσπαθήσει να το πετύχει, να το δηλώσει να του κάνουμε άγαλμα.
Αν υπάρχει κάποιος να μας το πει ή να γράψει κανένα βιβλίο, είναι ο μοναδικός.
Αλλά μεγαλώσαμε οι μπόμπιρες, αρκετά με την πρωτοχρονιάτικη κραιπάλη.
Μάλλον καλύτερα, αρκετά με την δικαιολογία της πρωτοχρονιάς. Αρκετά να χρησιμοποιούμε τον νέο χρόνο σαν δικαιολογία για να πιούμε.
Πλέον δεν χρειαζόμαστε δικαιολογίες για να πιούμε, χρειαζόμαστε λεφτά για να πιούμε.
“Ήρθε η ώρα να κάνεις αστείο με ηλικία πάλι; Μα καλά, τόσο πεζός είσαι και τόσο κοντόφθαλμος στην σκέψη; Ρε παιδί μου, τόσο μαλάκας είσαι γενικά ή το παθαίνεις μόνο πρωτοχρονιάτικα;”
Συγγνώμη, διαφωνία με την σύζυγο. Στο κεφάλι μου η διαφωνία, αλλά διαφωνία.
Όχι αγάπη, δεν κάνω αστεία με την ηλικία, με την πρωτοχρονιά, με τις γιορτές, με τα “Μέσα”. Με τους ανθρώπους κάνω αστεία, επειδή είναι αστείοι.
Ελπίζω το νέο έτος να μου δώσει ότι ευκαιρία μου στέρησε το παλιό. No shit Sherlock, no shit indeed.
“Το πρόβλημα σου ποιο είναι ρε άνθρωπε μου;”
Αντί να τα γράφετε μαντάμ, σε φανταστικούς τοίχους, ζήστε τα. Και δεν είναι πρόβλημα, είναι σκέψη.
Αλλά ίσως είναι και πρόβλημα. Στο κεφάλι μου μέσα, οπότε εσείς τα κάνετε σωστά όλα. Όπως λέει κι ο στίχος:
Feelings, sensations that you thought was dead
No squealing, remember that it’s all in your head
Καλή σας χρονιά.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής