Ένα απόγευμα στα δυτικά το καλοκαίρι ισούται με :  αέρα ανύπαρκτο, ήλιο στον Θεό,  κόσμο παντού. Πολύ κόσμο και στον κόσμο του.

Αυτόματα σαν Έλληνες υπολογίζουμε : το απόγευμα τυχαίνει να είναι Κυριακή, οπότε θα πάμε για έναν καφέ κάνα τετράωρο.

Το σκαμπό να έχει γίνει ένα με το σώμα, ο ιδρώτας να έχει γίνει μια κολόνια που ποτίζει τους γύρω – γύρω.

Παρά την θέληση τους, βεβαίως – βεβαίως.

Αυτές οι οσμές του καλοκαιριού ταξιδεύουν τον καθένα, όποτε και να μπουκάρουν στα ρουθούνια.

Με το πρώτο δυνατό γυναικείο άρωμα στην ατμόσφαιρα ένα γύρω, έρχεται μια θύμηση μιας πολύ ωραίας κοπελιάς που συνάντησες κάποτε στην στάση, στάθηκες σαν τον τρελό και άρχισες να την μυρίζεις από πάνω μέχρι κάτω ώσπου έβαλε τις φωνές, ήρθε η αστυνομία και σε πήγαν αυτόφωρο.

Όχι, δεν τη μύριζες σαν τρελός, αν είναι δυνατόν, αλλά η αίσθηση της όσφρησης σου πειράχτηκε από το άρωμα της.

Άλλη μυρωδιά καλοκαιριού είναι αυτή της απλυσιάς, καλώς ή κακώς σε όλους έχει έρθει να δώσει μια σφαλιάρα όπου κι αν πήγαμε για δουλειά ή ήμασταν μια καλοκαιρινή μέρα αραχτοί και πίναμε.

Εκεί συνήθως, όταν ρουθουνίζουμε από το γέλιο με την παρέα αφού έχουμε μυρίσει το οτιδήποτε κακό, μνημονεύουμε τον στρατό.

Μετά θυμόμαστε τις σειρές μας και κοροϊδεύουμε εκείνον που βρωμούσε μέσα στον θάλαμο, μετά πίνουμε παραπάνω και παίρνουμε τηλέφωνο έναν από την σειρά μας και κανονίζουμε τσίπουρα που ποτέ δεν θα πιούμε μαζί.

Ποτέ.

Σε ένα τέτοιο απόγευμα βρισκόμαστε, η ώρα είναι έξι και ο καφές τελείωσε. Το σκαμπό δεν ξεκολλάει από κάτω μας, οι γύρω ξεχνιούνται προσποιούμενοι πως συζητάν ενώ στην πραγματικότητα έχουν στρέψει τα κεφάλια στον δρόμο, στην πλατεία την πλακόστρωτη για την ακρίβεια, χαζεύοντας όποιον τύχει να περνά.

«Δεν παίρνουμε καμιά μπύρα;» κάποιος προτείνει, εγώ ο κάποιος.

Έρχονται κι οι μπύρες, πίνουμε και τις μπύρες και ο κόσμος στο ίδιο μονότονο μοτίβο, αλλά και το τόσο ενδιαφέρον.

Πάνω – κάτω, μικροί και μεγάλοι, γυναίκες κι άντρες, σχολιάζουμε μόνο τις γυναίκες,

«Δες ρε μαλάκα, τι φοράει η άλλη;» ακούγεται μια ερώτηση από το τραπέζι, από αυτές που στο τέλος τους η φωνή λεπταίνει και γίνεται ταυτόχρονα ψίθυρος, δηλώνει έκπληξη κι επιθυμίες.

Και πας να δεις την άλλη, μάλλον πάω να δω την άλλη (δεν έχουμε τρελαθεί ακόμη) και στην κολόνα όπου στοχεύουν οι γύρω – γύρω το βλέμμα τους, βλέπω κάτι άλλο.

Ένας κύριος, γύρω στα σαράντα λογικά, με λίγα άσπρα μαλλιά και γυαλιά μυωπίας, φοράει ένα κόκκινο γιλέκο και κρατά ένα περιοδικό, κόκκινο κι αυτό.

Το έχω δει ξανά το συγκεκριμένο, Σχεδία λέγεται και κυκλοφορεί μια φορά τον μήνα.

Η τιμή του είναι τέσσερα ευρώ, από αυτά τα χρήματα κάτι πάει στον άνθρωπο που το πουλάει και λογικά  κάτι στο περιοδικό.

Το πουλάν άνθρωποι οι οποίοι ήταν άτυχοι στην ζωή τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κατέληξαν στη γύρα.

Πολλοί άνθρωποι που ασχολούνται με τα κοινά έχουν ασχοληθεί με την προώθηση του περιοδικού, στην Θεσσαλονίκη τουλάχιστον.

Από όσα γνωρίζω τουλάχιστον.

Ο Γιάννης ο Σερβετάς για παράδειγμα, είναι ένας από τους πιο αγαπητούς παρουσιαστές και παραγωγούς της πόλης. Ο ίδιος έχει να λέει για την αγάπη του κόσμου που εισπράττει στον δρόμο.

Όταν είχε φορέσει το συγκεκριμένο κόκκινο γιλέκο για να βοηθήσει τους ανθρώπους που το πουλάν, για μισή ώρα πέρασε απαρατήρητος. Κι η κοπέλα στην οποία ανήκε το γιλέκο του είπε:

«Είδατε κύριε Γιάννη; Κανείς δεν μας δίνει σημασία» και  το φόρεσε.

Πόση ώρα να το σκέφτομαι όλο αυτό, κάνα λεπτό; Τόσο, ή μπορεί και να πέρασε και κανένα μισάωρο. Στον άνθρωπο στην κολόνα δεν έχει πέσει ούτε βλέμμα περαστικού, ούτε βλέμμα θαμώνα από μαγαζί.

Απαρατήρητος ο άνθρωπος ακουμπά στην κολόνα, με σηκωμένο το περιοδικό Σχεδία, ούτε ενοχλεί, ούτε πειράζει κανέναν. Απλά προσπαθεί να προωθήσει το περιοδικό, ίσως το μόνο βιοποριστικό του μέσο.

Τι ίσως δηλαδή, σίγουρα.

«Μαλάκα κανείς δεν δίνει σημασία» μονολογώ. Ο μαλάκας είμαι εγώ, πρώτος όλων κι ακολουθεί οποιοσδήποτε νιώθει το ίδιο.

Λίγο αργότερα, εννοείται δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τον άνθρωπο, σηκωνόμαστε.

Πλησιάζω τον άνθρωπο, παίρνω το περιοδικό. Χαμογελώ και μου ανταποδίδει.

«Σε ευχαριστώ πολύ» και γυρνά να βγάλει ένα άλλο από την τσάντα που έχει ακουμπισμένη πίσω του.

«Εγώ ευχαριστώ, να’ στε καλά» το μόνο που λέω.

Ξέρω πως με κοιτούν οι γύρω – γύρω, κάτι έχει αλλάξει στον κλειστό ορίζοντα της πλατείας τους.

Ένα άτομο με αυτή την εμφάνιση ( ο Εγώ δηλαδή ) πάει και αγοράζει κάτι από τον περίεργο τύπο με το κόκκινο περιοδικό που μας χαλάει την εικόνα.

Σαν να μιλάω, μάλλον να γράφω σε όποιον βλέπει:

Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το κάνω αγαπητέ, μπας και σηκωθείς και πάρεις κι εσύ.

Αφού είσαι υπεράνω και καθωσπρέπει κι όχι ένα ρεμάλι με μούσια και μαλλιά, αφού ντύνεσαι καλά και βγαίνεις στα καλύτερα, αφού οδηγάς ότι οδηγάς και γαμάς ότι γαμάς, θα αφήσεις τέσσερα ευρώ να καπελώσουν τον εγωισμό σου;

Ειδικά από την κατηγορία ανθρώπων που μισείς;

Ελπίζω πως όχι.

Όσον αφορά τους ανθρώπους που δεν είναι τέτοιοι κι απλά κοιτάζουν, τους καταλαβαίνω. Οι καιροί είναι δύσκολοι και ακόμη και τα τέσσερα ευρώ είναι πολλά. Αλλά για πολλούς ανθρώπους, οι καιροί είναι δυσκολότεροι.

Για πολλούς ανθρώπους οι καιροί θα είναι πάντα δυσκολότεροι, ας βοηθήσουμε όσο μπορούμε κι όποτε μπορούμε.

 


 

Υ.Γ : Δεν γνωρίζουμε τα άτομα που εργάζονται στην Σχεδία, δεν έχουμε μιλήσει με κανέναν από το περιοδικό. Το κείμενο αυτό γράφεται για να διαβαστεί, να σκεφτούν οι δύο κι ο ένας να βοηθήσει τους ανθρώπους με το περιοδικό στο χέρι, αν μπορέσει κι όποτε μπορέσει.

Και προς Θεού, δεν ευλογούμε τα γένια μας, δεν καμαρώνουμε για τις πράξεις μας. 

 

https://www.youtube.com/watch?v=68tc6sn4cCk

 

Μοιραστείτε το: