Μόλις τέλειωσε η βάρδια.
Κοίταξε το ρολόι, δυόμισι. Χωρίς καν να αλλάξει ξεκίνησε να φύγει. Δεν περνούσε ούτε δευτερόλεπτο στις ντουλάπες με όλους τους άλλους τους λεχρίτες να τον κοιτάνε και να ζέχνουν κι αυτή την μπόχα του ιδρωμένου μεσήλικα.
Άφησε την κεντρική πόρτα με μια υπόνοια χαμόγελου στον φύλακα που μόλις έπιασε δουλειά και άνοιγε μια σακούλα που μάλλον περιείχε το μεσημεριανό του.
«Δεν τον πιάνουν οι μυρωδιές αυτόν;» αναρωτήθηκε καθώς ανέβαινε στο λεωφορείο του εργοστασίου.
Κοιτώντας μέσα από το τζάμι, κατάλαβε πως ήταν ο πρώτος που είχε φύγει από το κτίριο. Οι υπόλοιποι εμφανίζονταν σιγά-σιγά, αύριο θα έμενε δεύτερος.
Ή τρίτος. Ο εργοδηγός ήταν ακόμη εκεί με τα μάτια ορθάνοιχτα και το στόμα του έτοιμο να κατασπαράξει ότι περιείχε το σακούλι του.
Σε ένα τέταρτο έφτασε στη στάση του, ο ήλιος ήταν στα ουράνια πια και τον έκανε να αισθάνεται μεγαλύτερη δυσφορία, ερχόταν καλοκαίρι. Μπήκε στο παντοπωλείο και πήρε ένα pall-mall και μια σακούλα πατατάκια, πλήρωσε και μπήκε στην αμέσως επόμενη πολυκατοικία.
Το διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου τον καλωσόρισε με την γνωστή του μυρωδιά χλωρίνης που είχε ποτισμένη από το πρωί, τον χτυπούσε πάντα όποτε άνοιγε την πόρτα του.
Πέταξε την τσάντα και τα ρούχα του και μετά από το μπάνιο της μισής ώρας έπεσε στον καναπέ του.
Είχε ήδη φέρει από το ψυγείο την προτελευταία του εξάδα μπύρες, (πρέπει να αγοράσω αύριο), άνοιξε την σακούλα με τα πατατάκια και ετοίμασε το μεσημεριανό του – το βραδινό του – το πρωινό του.
Στην τηλεόραση δεν έβλεπε κάτι το συγκεκριμένο, την άνοιξε για να μην ακούει μόνο την ανάσα του.
«Σε λίγο θα δεις» σκέφτηκε όταν εμφανίστηκε μια είδηση για έναν βιαστή ανήλικης σε μια απόμερη παιδική χαρά. Συνήθως το «σε λίγο» ήταν γύρω στις τρεις με τέσσερις μπύρες, κάπου τόσο.
Και το σήμερα δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Η θολούρα άρχισε και το κεφάλι έκανε τα δικά του, οπότε άδειασε και την πέμπτη μπύρα και άφησε για το ξύπνημα του την τελευταία.
«Αυτή η ζαλάδα δεν με έπιανε στα είκοσι μου» σκέφτηκε και σήμερα.
Ο θόρυβος των αυτοκινήτων έξω συνδυαζόταν τόσο απόκοσμα και απαίσια με την ένρινη φωνή της παρουσιάστριας που το όλο ακουστικό σκηνικό είχε μια μουσικότητα.
Το πιο σημαντικό ήταν να μην το πιάσει απότομα ο ύπνος καθώς έτσι θα πήγαινε στράφι όλη η μέρα κι όλες οι μπύρες, αλλά να καταφέρει να βρεθεί στο μαγικό σημείο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
Σε ένα Σμαραγδένιο όνειρο όπου δεν ήταν όνειρο του υποσυνειδήτου αλλά το έλεγχε ο ίδιος. Αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της μέρας και της νύχτας κι είχε μάθει πλέον να την ζει στο έπακρο.
Στο μυαλό του ήρθε η πρωινή σκηνή του εργοδηγού, να έρχεται προς το μέρος του και να γελάει. Με αυτό το ηλίθιο ύφος του, το χαμόγελο του φαινόταν σαν να είναι η χειρότερη και προσβλητικότερη γκριμάτσα σε όλα τα σύμπαντα.
«Πόσα χρόνια έχεις την μπλούζα ρε μαλάκα; Πάρε μια καινούργια, καιρός είναι» είπε καθώς απομακρυνόταν προς τους ρέμπελους εργάτες παραγωγής που κοιτούσαν με το ίδιο ηλίθιο ύφος.
Κοιτάζοντας την μπλούζα του την ίδια στιγμή, σκέφτηκε πόσο όμορφα θα ένιωθε αν πήγαινε και έσκαγε ένα μπουκέτο στα μούτρα του εργοδηγού και στην συνέχεια υπέβαλε παραίτηση.
Δουλειά θα έβρισκε κάπου αλλού. Σίγουρα.
Αλλά συγκρατήθηκε, όπως κάθε φορά.
Επανήλθε στο Σμαραγδένιο του όνειρο και στις ειδήσεις που είχε ακούσει. Άρχισε να προχωρά σε μια απόμερη παιδική χαρά.
Έβαλε το πρόσωπο του μισητού εργοδηγού στον βιαστή της ανήλικης κοπέλας.
Τοποθέτησε τον εαυτό του σε ένα σημείο που δεν φαίνεται από απόσταση και έβαλε τον εργοδηγό να πλησιάσει το κοριτσάκι.
Ο εργοδηγός-βιαστής πλησίασε προς την κούνια της μικρής, ακούστηκε η κραυγή του κοριτσιού που περιέγραφαν οι δημοσιογράφοι αλλά αυτή τη φορά κάποιος την άκουσε.
Αντιθέτως με την πραγματικότητα.
Από το σημείο που δεν φαινόταν πλησίασε τον εργοδηγό, τον γύρισε προς το μέρος του και του έριξε το σαγόνι από τις μπουνιές, του έσπασε τα μπροστινά του δόντια και δεν σταμάτησε μέχρι να νιώσει την αγκαλιά του κοριτσιού στην μέση του.
Άρχισε να το παρηγορεί ενώ την ίδια ώρα έφταναν οι αστυνομικοί.
Μέσα σε λίγα λεπτά, ήταν κοντά.
Όχι όπως στην πραγματικότητα.
Κάπως έτσι από το Σμαραγδένιο όνειρο πέρασε στο κανονικό, τον πήρε ο ύπνος. Σε αντίθεση με το πρώτο, αυτό δεν μπορούσε να το ελέγξει.
Για δεύτερη εβδομάδα τον ταλαιπώρησε το ίδιο σενάριο ενός ονείρου το οποίο ήταν η ζωή που είχε παλιά, πριν μείνει μόνος του.
Είδε τον μικρό εαυτό του να τρέχει να κρυφτεί από κάτι κακό, να βρίσκει καταφύγιο μέσα σε μια παιδική χαρά, εκεί να του συμβαίνει κάτι που ήξερε πως ήταν κακό αλλά δεν κατάλαβε τι ακριβώς.
Ξύπνησε ιδρωμένος γύρω στις έντεκα. Κοίταξε γύρω του, σηκώθηκε και άναψε ένα τσιγάρο ενώ η τελευταία του μπύρα δεν φαινόταν.
Κοίταξε κάτω, κι αφού την σήκωσε την άνοιξε.
Αφρός χύθηκε πάνω του αλλά ατάραχος σήκωσε το κουτάκι και κατέβασε την μισή.
Έκλεισε την τηλεόραση και κοιτώντας το τετράγωνο δωμάτιο μέσα στο σκοτάδι σκεφτόταν την αυριανή ημέρα.
Όχι την δουλειά ή τον μισητό εργοδηγό του, αλλά το Σμαραγδένιο όνειρο. Σήμερα δεν θα μπορούσε να το επισκεφτεί ξανά, θα κοιμόταν κατευθείαν μόλις έσβηνε το τελευταίο τσιγάρο του.
«Αύριο θα πάθει χειρότερα» σκέφτηκε. «Αύριο θα τον σκοτώσω και θα κουβαλήσω το κουφάρι του σε ένα τμήμα να το παραδώσω».
Ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στο ταβάνι. Κάποιο πρεζόνι είχε πέσει από την καρέκλα του, το δίχως άλλο.
«Θα τον βάλω να συγκατοικεί με εμένα, να γνωριζόμαστε αλλά να μην έχω καταλάβει τι είναι και τι σκέφτεται, ναι» αυτή τη φορά μίλησε και ρουφούσε λαίμαργα το τσιγάρο.
«Αύριο θα τον κάνω να πληρώσει διπλά και τρίδιπλα, θα φοράω και την μπλούζα μου την σημερινή».
Ξάπλωσε και κοιμήθηκε απευθείας. Το τσιγάρο δεν είχε σβήσει τελείως.
Την επόμενη μέρα δεν φάνηκε στην δουλειά του, στις έξι το πρωί τηλεφώνησαν στο σπίτι του. Καμιά απάντηση. Εντολή από το αφεντικό να απολυθεί.
Το ίδιο μεσημέρι ο φύλακας της μεσημεριανής βάρδιας μαζί με το φαγητό του έφερε και μια εφημερίδα, είχε διακοπή ρεύματος στην συνοικία που έμενε και δεν είχε δει τις ειδήσεις το πρωί.
Πρωτοσέλιδο είχε μια τεράστια πυρκαγιά στις εργατικές κατοικίες της περιοχής. Ένας νεκρός, γύρω στα τριάντα με τριανταπέντε, έμενε στον δεύτερο όροφο.
Η αιτία όλα δείχνουν πως ήταν εμπρησμός, οι γείτονες λένε αυτοκτονία.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής