Μας είχαν χωρίσει.

Οι πιο μεγαλόσωμοι ήταν περιτριγυρισμένοι από παιδιά κι από γέρους για να μην μπορούν να οργανώσουν μια αντίδραση, αν και όταν μπορούσαν.

Είχαν ήδη σκοτώσει τον γιατρό μας, με περηφάνια έβαλαν σε έναν πάσσαλο το κεφάλι του επιδεικνύοντας το σαν τρόπαιο.

Ακόμα θυμάμαι την σήψη και την δυσωδία, την βρώμα του πολυκαιρισμένου σαπισμένου ξύλου να αναμειγνύεται με τα χνώτα των αδερφών μου.

Η ανάσα ξινή από την αφαγία και το σώμα τσακισμένο από το ξύλο, οι πληγές να στάζουν πλέον πύον και το αίμα να έχει ξεραθεί. Κι αυτά είναι μόνο όσα έβλεπα την πρώτη εβδομάδα.

Ή ή τις δύο πρώτες εβδομάδες;

Δεν θυμάμαι.

Ο χρόνος όταν υποφέρεις μοιάζει να απλώνεται γύρω σου και να σε τυλίγει με μια αγκαλιά που κρατά αιώνια. Έτσι σου φαίνεται και έτσι σου μοιάζει.

Κι έτσι είναι.

Και έβλεπα μόνο το σκοτάδι. Την ημέρα φευγαλέα έπιανα τον ήλιο από τις χαραμάδες της μπουκαπόρτας και όταν χαμήλωνα το κεφάλι έβλεπα την αλυσίδα. Την ένιωθα την αλυσίδα, και τότε γελώντας οι κοκκινοφορεμένοι μου έλεγαν θα την τραβάω για πάντα.

Άκουγα την θάλασσα να κλαίει μαζί μου.

Η πρώτη εικόνα που είδα όταν με έβγαλαν από το αμπάρι ήταν ο μεγάλος αδερφός μου που είχα να τον δω μέρες να κείτεται νεκρός.

 

Από μια σφαίρα του καπετάνιου μου είπαν ή μάλλον τους άκουσα να λένε. Αργότερα έμαθα πως ναύτες επιχείρησαν να ορμήσουν στην γυναίκα του, τους είδε και φώναξε. Κι αυτό ήταν κάτι που ενοχλούσε, δεν βγάζαμε μιλιά σε όλο το ταξίδι.

Και απλά τον σκότωσαν, απλά την βίασαν και έπειτα την σκότωσαν.

Κι άλλοι ακολούθησαν.

Η δεύτερη εικόνα ήταν τα άσπρα πανιά, τα καταραμένα άσπρα πανιά που για χρόνια κουβαλούσαν ανθρώπους από την πατρίδα στον Νέο Κόσμο τους. Σε εκείνον τον νέο κόσμο που ονομάτισαν δικό τους οι λευκοί και τον έφτιαξαν οι μαύροι.

Ναι, εμείς είμαστε οι μαύροι, οι δούλοι, οι παρείσακτοι, τα ζώα.

Έτσι με θα με έλεγαν τα χρόνια που θα ακολουθούσαν.

Την μυρωδιά της θάλασσας την σιχάθηκα από εκείνη την ημέρα, τον ήχο των κυμάτων και το κρώξιμο των γλάρων. Δεν μπήκα ποτέ ξανά σε καράβι, ήμουν τότε δώδεκα ετών και έχουν περάσει τριάντα-τόσα χρόνια.

Δεν την νοσταλγώ καθόλου και με πληγώνει.

Μπήκα στις φυτείες την μέρα που πάτησα σε γη, εγώ και όσοι από το χωριό άντεξαν το ταξίδι.

Ατελείωτες ώρες, ο χρόνος για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν ήταν εχθρός και θα μας μισούσε, θαρρείς και οι μέρες του κρατούσαν σαράντα ώρες καθεμιά τους.

Όσο κι αν έβλεπα το απέραντο γαλάζιο του ουρανού τόσο άκουγα τον επιστάτη να φωνάζει. Κι όχι μόνο να φωνάζει.

Σε ένα τεράστιο σπίτι με πολλούς λευκούς σημαντικούς μέσα, χρωστούσαμε την ζωή μας. Γιατί μας είχαν αγοράσει κι είχαν δώσει καλά λεφτά στον καπετάνιο. Για τα χρόνια που πέρασα εκεί ευχαριστώ τον Θεό που γεννήθηκα αγόρι.

Οι γυναίκες υπέφεραν διπλά από εμάς, κάθε βράδυ. Πολλοί οι άνδρες θηρευτές και εκείνες ανυπεράσπιστες.

Μόνο μια κυρία φέρθηκε με καλοσύνη σε εμάς, αυτή που μου έμαθε να γράφω και να διαβάζω την γλώσσα του Νέου Κόσμου.

Κι όταν την ανακάλυψαν κάποιο βράδυ στην καλύβα μας να κάνει μάθημα σε έξι μαύρα παιδιά, παραδειγματικά την τουφέκισαν  την επόμενη ημέρα με το αφεντικό να γελάει και τον επιστάτη να φωνάζει. Να μας λέει πως γεννηθήκαμε δούλοι κι οι δούλοι δεν χρειάζεται να διαβάζουν και να γράφουν.

Δεν χρειάζεται να σκέφτονται.

Έφυγα νωρίς, μετά από πέντε χρόνια. Άλλοι δεν έφυγαν ποτέ, είναι ακόμα στο μεγάλο άσπρο σπίτι ενώ άλλοι το επιχείρησαν και δεν τα κατάφεραν.

Κόπιασα πολύ να βρω συνθήκες κανονικές να μπορέσω να ζήσω, να μπορέσω να κάνω τους γύρω μου να με δουν και πάλι σαν άνθρωπο. Άργησα, μα τα κατάφερα, δεν είναι όλοι οι λευκοί θηρευτές και κακούργοι.

Χάρη σε τέτοιους ανθρώπους είμαι σήμερα εδώ και ετοιμάζομαι να σου πω μια αλήθεια που κανείς δεν τόλμησε να πει και όποιος το σκέφτηκε απλά κρεμάστηκε.

Ετοιμάσου να ακούσεις.

Μην σοκαριστείς, όμως να, μπροστά σου υπάρχει ένας σκλάβος που έμαθε να σκέφτεται.

(Η ιστορία είναι φανταστική και περιγράφει την φανταστική απολογία σε ένα φανταστικό δικαστήριο όπου πραγματοποιείται μια φανταστική δίκη για ένα φανταστικό έγκλημα που ποτέ δεν έγινε. )

Μοιραστείτε το: