Η καραμπίνα του παππού σπάνια κατέβαινε από τον τοίχο.
Ακριβώς επάνω από το τζάκι, εκεί ήταν η θέση της. Ο παππούς την κατέβαζε μόνο μια φορά τον μήνα για να την καθαρίσει, όπως έλεγε.
«Μα παππού, είναι μια ζωή επάνω από το τζάκι, κρεμασμένη στον τοίχο. Πώς βρόμισε;» ρωτούσα τον γέρο. Εκείνος την έπαιρνε στα χέρια του κι αφού την ζύγιαζε και έπειτα έβλεπε με προσοχή να βεβαιωθεί ότι δεν είχε μέσα κάποιο βόλι μου έλεγε:
«Την καθαρίζω να μην χρειαστεί να την δουλέψω καμιά μέρα και δεν μπορέσω». Απλά και φυσικά, με μια χαμηλή φωνή που έβγαζε προς τα τελευταία του.