Το χειρότερο που μπορεί να αισθανθεί κανείς όταν πεθαίνει λογικά θα είναι ότι πεθαίνει.

Νομίζω τουλάχιστον, ίσως να είναι ένα συναίσθημα που θα βιώσεις μια φορά και για πολύ λίγο ή θα είναι μια κατάσταση η οποία θα βιώνεται για πολύ.

Ίσως πάλι να μην είναι και απολύτως τίποτα, ίσως ο θάνατος να είναι το απόλυτο κενό του τίποτα, η απόλυτη μορφή ανυπαρξίας στην οποία μέρος θα καλεστούμε να λάβουμε όλοι μας, αργά ή γρήγορα.

Ούτε άλλη ζωή όπου θα πλέουμε σε πελάγη ευημερίας κι ευτυχίας με παλιούς γνωστούς και θα κάνουμε περίπατους σε ατέλειωτα καταπράσινα λιβάδια επειδή πιστέψαμε στον τάδε, ούτε αιώνιο κολαστήριο σε καζάνια επειδή πιστέψαμε στον κακομαθημένο του ξάδερφο.

Ίσως ο θάνατος να είναι μια ακόμη γέννηση, ίσως από το απόλυτο σκοτάδι που θα μας καταπιεί όταν γίνουμε ένα με το χώμα να βγούμε στο απόλυτο φως ως μια καινούργια ζωή κάπου κοντά στο σημείο  απ’ όπου αποχωριστήκαμε το μέχρι πριν από λίγες στιγμές σώμα μας.

Ίσως ο θάνατος να είναι ένα ατέλειωτο άλμα από αυτά που μας πιάνουν στον ύπνο μας, αυτό το συναίσθημα της πτώσης και το απότομο ξύπνημα που ακολουθεί, απλά ο θάνατος να είναι μια διαρκής πτώση χωρίς ξύπνημα στον πραγματικό κόσμο.

Όταν σκέφτομαι τον θάνατο σκέφτομαι μόνο την στιγμή που κλείνουν τα μάτια κι αυτό που ακολουθεί τα πρώτα δευτερόλεπτα της αποχώρησης του οτιδήποτε υπάρχει μέσα στο σαρκίο από το σαρκίο.

Στο μυαλό μου πάντα με βλέπω να έχω πέσει ένδοξα σε κάποιο πεδίο μάχης κι από πάνω μου να κλαίει με γοερούς λυγμούς η εκλεκτή της καρδιάς μου ενώ παράλληλα από κάποια αόρατα μεγάφωνα ακούγεται η «Μυθωδία» του Βαγγέλη Παπαθανασίου να αποχαιρετά και να καλωσορίζει την ψυχή από το παλιό και στο νέο της σπίτι.

Εντάξει, λίγο τραβηγμένο σαν σενάριο αλλά για αυτό συμβαίνει μόνο στο μυαλό.

Αυτό που είχε πει κάποτε ο Γκάνταλφ ( ο θάνατος είναι ένα μονοπάτι που όλοι μας θα το περπατήσουμε αργά ή γρήγορα) το είχα ακούσει από έναν περιπλανώμενο έξω από μια εκκλησία στα φοιτητικά μου χρόνια.

Κοιτούσε ένα από αυτά τα αντιπαθέστατα χαρτιά κολλημένα σε κολώνες τα οποία γράφουν κάποιο όνομα συνήθως και μονολογούσε. Τον πλησίασα νομίζοντας πως ήθελε να ρωτήσει κάτι, ή τον πλησίασα επειδή ήταν εφτά το πρωί και ήμουν λίγο πιωμένος. Πολύ πιωμένος.

«…κι ήθελες να κάνεις και καινούργιο σπίτι. Μαλάκα. Ε μαλάκα» έλεγε και σταμάτησε όταν με είδε. Ήταν γύρω στα τριανταπέντε, ίσως και παραπάνω, τα μπερδεμένα του μαλλιά και μούσια δεν με άφησαν να καταλάβω.

«Πόσο χρονών είσαι;» με ρώτησε και με κάρφωσε με την ματιά του τρελού που πετυχαίνει έναν περιπατητή πιωμένο στις εφτά το πρωί και προσπαθεί να συνεννοηθεί μαζί του.

«Είκοσι» του είπα με μεγάλη προσπάθεια, καθώς η ζαλάδα από το αλκοόλ χόρευε έναν επικίνδυνο πεντοζάλη με την μυρωδιά που ανέδυε ο άνθρωπος.

«Καλά, θα κάνεις μια ζωάρα μετά τα τριάντα, άσε» είπε και χαμογέλασε φανερώνοντας την πέτρα και τα λίγα δόντια που έκρυβε το στόμα του. «Κι αυτού εδώ του τα έλεγα, αλλά τον πρόλαβε. Πέθανε χθες το βράδυ»

Η ψυχολογία του ανθρώπου, ή ο μηχανισμός του, ή το τσιπάκι μέσα του, ή το οτιδήποτε τον κάνει αυτό που είναι με εκπλήσσει. Με το που ακούστηκε κάτι για θάνατο σβήστηκαν από το μυαλό και το συκώτι και ποτά, και τσιγάρα, και οτιδήποτε.

«Πόσο χρονών; Φίλος σου» ρώτησα τον μουσάτο εντελώς νηφάλιος και βάζοντας ένα τσιγάρο στο στόμα. Του πρόσφερα αλλά αρνήθηκε, όχι και τόσο ευγενικά.

«Αυτά θα σε σκοτώσουν» φώναξε και άρχισε να τινάζει τα χέρια του πάνω κάτω σαν να προσπαθούσε να διώξει τον καπνό του τσιγάρου που ακόμη δεν είχα ανάψει. «Όχι, δεν ήταν φίλος μου, εδώ λέει ήταν εβδομήντα, την έζησε την ζωή του, ναι. Πήγε εκεί που θα πάμε όλοι, μικρέ. Άλλοι νωρίς κι άλλοι αργά, όλοι θα περπατήσουμε το μονοπάτι εκείνο. Με τι λες να μοιάζει;»

Τι μας λες ρε άνθρωπε μου πρωί-πρωί, μέσα στον χαμό του μυαλού μας.

«Ο θάνατος; Ξέρω ‘γω ρε μεγάλε, με μια γκόμενα που γουστάρεις και  σου την πηδάει άλλος μπροστά στα μάτια σου» το πρώτο που σκέφτηκα και δεν ντράπηκα να πω.

«ΑΧΑ» φώναξε πάλι ο μουσάτος «αλλά αυτό δεν είναι ο θάνατος, είναι μια κόλαση, η δική σου κόλαση. Εγώ σε ρωτάω πώς να μοιάζει ο θάνατος. Το διάστημα των λίγων εκείνων στιγμών που αποχωρίζεσαι από το κουφάρι σου και πας για άλλα. Αυτό πώς να μοιάζει» είπε και άρχισε να περπατάει, είχε ξεχάσει κιόλας το χαρτί που διάβαζε και τον άνθρωπο που έβριζε για κάποιο σπίτι, κι εμένα που μιλούσαμε για ένα πεντάλεπτο.

«Αυτό το γαμίδι πώς να μοιάζει» έβαλε τον επίλογο του κι εξαφανίστηκε με την πλάτη του να με αποχαιρετά.

Δεν τον ξαναείδα ποτέ τον μουσάτο μιας χρήσης φίλο μου, να είναι καλά όπου κι αν είναι, αν είναι κάπου. Αλλά μου άνοιξε μια καινούργια πόρτα στο κεφάλι, πάντα όποτε κι αν σκεφτόμουν τον θάνατο σκεφτόμουν την μετέπειτα ζωή κι αν αυτή υπάρχει. Τώρα σκέφτομαι πρώτα τον θάνατο, πως ακριβώς είναι ο θάνατος.

Όχι ο πόνος που τον συνοδεύει ενδεχομένως, ο θάνατος αυτός καθαυτός.

Ο θάνατος, αυτός η δίδυμος αδερφός της ζωής που σε σημαδεύουν για πάντα, η μια σε φέρνει και ο άλλος σε παίρνει.

Και πάντα μόνο σου, με κανέναν δεν έρχεσαι και με κανέναν δεν φεύγεις.

Περιμένω να εκπληρωθεί η προφητεία του μουσάτου και να δω την ζωάρα που θα κάνω μετά τα τριάντα, αν δεν βγει αληθινός ο λόγος του προφήτη του πρωινού θα σταματήσω να σκέφτομαι μέσω της πόρτας που μου άνοιξε για τον θάνατο.

 

Μοιραστείτε το: